Τρίτη 19 Ιουνίου 2012

Μια ακόμα νίκη πριν χαθούν εντελώς


Του Δημοσθένη Παπαδάτου-Αναγνωστόπουλου

  Το 279 π.Χ., ο βασιλιάς Πύρρος
    κέρδισε τους Ρωμαίους στο Άσκλον, τη σημερινή Φότζα της
   Ιταλίας. Κάτι όμως οι σοβαρότατες απώλειες, κάτι ότι δεν τού ΄χε μείνει κανείς στην πατρίδα για να τον καλέσει στη μάχη, ο ίδιος δεν είχε διάθεση να το πανηγυρίσει. Γράφει ο Πλούταρχος πως, όταν ένας στρατιώτης τον πλησίασε για να τον συγχαρεί, ο Πύρρος του απάντησε: «Μια ακόμα νίκη επί των Ρωμαίων και θα χαθούμε εντελώς».

Δεν είναι μόνο οι αντίπαλοι της ΝΔ που έχουν επίγνωση ότι η νίκη της Κυριακής ήταν
μια πύρρειος νίκη. Ο πλέον αδιάψευστος μάρτυρας γι΄ αυτό, πέρα από τα σενάρια αποχώρησης του «νικητή» Σαμαρά, που ενεργοποιήθηκαν ήδη πριν τη μάχη, ήταν το κλίμα στο προεκλογικό κέντρο της ΝΔ. Στο στρατηγείο των νικητών, λοιπόν, η χαρά δεν κράτησε παρά μέχρι να φύγουν οι κάμερες, και το ίδιο κλίμα -ανακούφισης, όχι χαράς- κατέγραφε στον τίτλο της τη Δευτέρα και η «Δημοκρατία»: «ΟΥΦ», δηλαδή «το μοιραίο απεφεύχθη» - και μετά βλέπουμε.

Αν το ποτήρι δείχνει μισογεμάτο για τη νικήτρια στις σημαντικότερες εκλογές από το 1974, φταίει βεβαίως ο ΣΥΡΙΖΑ – αλλά όχι μόνο αυτός. Από κόμμα του «μεσαίου χώρου», η ΝΔ μεταβλήθηκε (ανεπιστρεπτί;) σε «αδελφή παράταξη» μιας αχαλίνωτης ακροδεξιάς, εμπροσθοφυλακή δηλαδή μιας δυναμικής, χάρη στην οποία η Χρυσή Αυγή εδραιώνεται στο πολιτικό παιχνίδι. Κι αν έγινε έτσι, είναι γιατί το κόμμα του Σαμαρά δεν έχει να υποσχεθεί τίποτα το ίδιο, πλην ίσως μιας ενδεχόμενης πίστωσης χρόνου από την Ευρώπη, για την εφαρμογή πάντως της ίδιας αντικοινωνικής πολιτικής.



***


Αν ισχύουν, όμως, τα παραπάνω, πώς πρέπει να ονομαστεί το συναίσθημα των αριστερών που κατασταλάζει μετά το βράδυ της Κυριακής; Τι αντιστοιχεί στον ΣΥΡΙΖΑ, μετά το πρωτόγνωρο για την ελληνική Αριστερά 27%, και ποια ανάγνωση αποτυπώνει διαυγέστερα αυτό που έγινε στις γνωστές συνθήκες, χωρίς να υποκύπτει στην αυτοδικαίωση, αλλά και χωρίς να αρνείται στους αριστερούς το δικαίωμα στη χαρά;

Αφετηρία μιας αποτίμησης είναι, κατά τη γνώμη μου, η πρώτη νίκη του ΣΥΡΙΖΑ ήδη από το βράδυ του Σαββάτου. Κι αυτό γιατί πριν καν ανοίξουν οι κάλπες της Κυριακής, οι εκλογές ξαναποκτούσαν, χάρη στον ΣΥΡΙΖΑ, τη σημασία που είχαν χάσει από χρόνια. Η αυτοπεποίθηση από τη μια, και τα ανοιχτά αυτιά των περισσότερων από την άλλη, μαρτυρούσανε μέχρι και την τελευταία στιγμή ότι απ΄ την επιλογή των απλών ανθρώπων «κάτι κρίνεται» - ότι η συμμετοχή τους στο παιχνίδι, παρά τα όσα, ξαναέχει νόημα. Μπορεί η ρευστότητα να μην εγγυάται τίποτα σε κανέναν – άρα ούτε και στον ΣΥΡΙΖΑ. Όμως η εμπειρία αυτής της εκλογικής μάχης δεν θα παραγραφεί εύκολα. Από μια άλλη σκοπιά δε, οι εκδοχές της Αριστεράς που την υποτίμησαν -αναφέρομαι κυρίως στο ΚΚΕ-, έχουν να διδαχτούν τουλάχιστον αυτό: ότι η αριστερή πολιτική δεν εξαντλείται στη διαχείριση συμβόλων κι ότι (αριστερή) πολιτική παραμένει η ιστορία που γράφεται σε χρόνο παροντικό.

Το επόμενο βήμα της αποτίμησης έχει να κάνει με το ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ. Όχι μόνο με την «ποιότητά» του, ούτε μόνο με την προέλευσή του, γεωγραφική και κοινωνική. Περισσότεροι από ενάμιση εκατομμύριο άνθρωποι, δηλαδή 600.000 περισσότεροι από την 6η Μαϊου, εμπιστεύτηκαν ένα κόμμα που πολεμήθηκε με κάθε μέσο ως ενσάρκωση του Απόλυτου Κακού – και στο κόμμα αυτό εμπιστεύτηκαν την προσδοκία ότι τα χειρότερα δεν είναι μοιραίο να συμβούν. Το άλμα αυτό της 17ης Ιουνίου δεν σημαίνει από μόνο του ταξική επιλογή -την προσχώρηση δηλαδή, με στρατηγικούς όρους, σε μια διαφορετική (και διαρκώς συγκρουσιακή) κοσμοαντίληψη. Σημαίνει, ωστόσο, την ύπαρξη ενός ισχυρού δεσμού εμπιστοσύνης, ο οποίος δεν ερμηνεύεται αποκλειστικά με βάση την άθλια οικονομική κατάσταση. Αν τα πάντα εξαντλούνταν στην οικονομία, θα έπρεπε η Αριστερά να τα πηγαίνει το ίδιο καλά στην Ισπανία, την Πορτογαλία ή την Ανατολική Ευρώπη. Αν λοιπόν η ελληνική ριζοσπαστική Αριστερά τα πήγε περίφημα την Κυριακή, αυτό το οφείλει απ΄ τη μια στην άμεση διεκδίκηση της πολιτικής αλλαγής (κυβέρνηση της Αριστεράς), την οποία απαξίωσαν ΚΚΕ και ΑΝΤΑΡΣΥΑ, και από την άλλη στην παρουσία στους αγώνες της κάθε μέρας, την οποία απαξίωσε και απαξιώνει η ΔΗΜΑΡ, προτιμώντας το ρόλο της γενικώς χρήσιμης.

Το τρίτο στοιχείο έχει να κάνει με το είδος της νίκης της ΝΔ. Στο βαθμό που ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν αδύνατο να κερδίσει την αυτοδυναμία, ενδεχόμενη νίκη του με τη σημερινή διαφορά που τον χωρίζει από τη ΝΔ θα σήμαινε πιθανότατα μια περίδο ομηρίας και εκβιασμών εκ δεξιών. Θα υπήρχε, λοιπόν, σοβαρός κίνδυνος η ριζοσπαστική Αριστερά να μην μπορέσει να εφαρμόσει το πρόγραμμά της και η πρωτιά της να γίνει γρήγορα πουκάμισο αδειανό. Στο βαθμό που η αποτυχημένη πολιτική του Μνημονίου θα συνεχιστεί (αυτό σημαίνει η υπόσχεση του Σαμαρά να τιμήσει τις υπογραφές του...), ο ΣΥΡΙΖΑ θα χρειαστεί να εμβαθύνει και να διευρύνει το δεσμό που κατέγραψαν οι εκλογές της 17ης Ιουνίου και για τον οποίο κάναμε λόγο προηγουμένως – αναβαθμίζοντας την ψήφο υπέρ του σε όντως ταξική επιλογή. Αν δεν τα καταφέρει, η μνημονιακή παλινόρθωση θα αποτύχει, τα συντρίμμια ωστόσο θα πέσουν επί δικαίων και αδίκων – και κυρίως πάνω μας.

***


Η έστω επισφαλής νίκη της ΝΔ την Κυριακή, έδειξε ότι η πολιτική τοποθέτηση δεν εξαρτάται αποκλειστικά από τα οικονομικά συμφέροντα. Ότι, αντίθετα, έχει να κάνει τόσο με τις αξίες όσο και με τα συναισθήματα αυτών που εμπλέκει.

Ως προς τις μεν αξίες, είναι σαφές ότι η ελληνική Δεξιά, από τον Καμμένο και τη Νέα Δημοκρατία μέχρι τη ναζιστική Χρυσή Αυγή, δεν έχει απέναντί της μια παράταξη με αίσθηση συνανήκειν, όπως ας πούμε συνέβαινε με το περίφημο «μπλοκ της Αλλαγής» στην πρώτη Μεταπολίτευση. Η έλλειψη αυτή της αίσθησης, ότι δηλαδή η ίδια δυναμική μπορεί π.χ. να βγάζει τον ΣΥΡΙΖΑ κυβέρνηση, ταυτόχρονα όμως μπορεί και να ενισχύει το ΚΚΕ, τη ΔΗΜΑΡ και την ΑΝΤΑΡΣΥΑ (όπως συνέβαινε, αντίστοιχα, με τη δεξιά πολυκατοικία την περίοδο 2004-2009), ήταν εξόφθαλμη σε όλη την προεκλογική περίοδο. Αυτός ήταν ο λόγος που στην παράσταση νίκης ο ΣΥΡΙΖΑ υπολείπονταν σημαντικά – και αυτός είναι ο πολύ σοβαρός λόγος να βρισκόμαστε σε εγρήγορση για ό,τι θα ακολουθήσει το σχηματισμό κυβέρνησης. Από την άλλη, και ως προς τα συναισθήματα, ο φόβος αποδείχτηκε ισχυρότερος λόγος κινητοποίησης από την ελπίδα.

Ακόμα και έτσι, όμως, δεν είναι μοιραίο η παλινόρθωση των μνημονιακών, με ενδεχόμενη στήριξη και της ΔΗΜΑΡ, να σημάνει τα χειρότερα. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν βρίσκεται πια στο 5%, οι αντοχές του πειραματόζωου έχουν φτάσει ήδη στα όριά τους και το κλίμα στην Ευρώπη δεν προσφέρεται για ασκήσεις επί χάρτου: Ισπανία και Ολλανδία μαρτυρούν του λόγου το αληθές. Από την άλλη πλευρά, η πρωτιά της πιο δεξιάς ΝΔ όλων των εποχών, μαζί με τη νομιμοποίηση της ναζιστικής βίας (κανείς δεν μπορεί πια να μιλάει για άγνοια...), διαμορφώνουν μια πρωτόγνωρη κατάταση και απαιτούν αντανακλαστικά. Σε κάθε περίπτωση δε, είναι αδύνατο να οριοθετηθούν διά της εκλογικής ισχύος και μόνο.

Είναι σαφές ότι για την Αριστερά δεν είναι τίποτα ίδιο μετά τη 17η Ιουνίου – και η συζήτηση για τη μετατροπή του ΣΥΡΙΖΑ σε ενιαίο κόμμα πιστοποιεί την επίγνωση αυτή. Για την Αριστερά, βέβαια, κόμμα δεν σημαίνει απλά υποδοχή και οργάνωση μελών, ανάδειξη στελεχών και επεξεργασία προγραμματικών θέσεων. Όλα αυτά αποτελούν στοιχεία για την οικοδόμηση μιας νέας ηγεμονίας, που ειδικά σε συνθήκες κρίσης περνάει από την οργάνωση της καθημερινότητας. Σε μια εποχή που η αξιοπρέπεια και η δημοκρατία αμφισβητούνται καθημερινά, που η ρατσιστική βία και το μιντιακό ψεύδος εναλλάσσονται και αλληλοτροφοδοτούνται, ενώ η ασυδοσία των πλουσίων συνεχίζεται, η Αριστερά θα χρειαστεί να κρατήσει ζωντανή την ελπίδα όχι απλά επικαλούμενη την αλληλεγγύη, αλλά ισορροπώντας επιτυχώς ανάμεσα στο αμέσως τώρα και το σύντομα αύριο. Από τη 18η Ιουνίου, η προσπάθεια αυτή γίνεται από την καλύτερη θέση που είχαμε ποτέ.