Συχνά εύλογες προσπάθειες της προοδευτικής σκέψης να εξηγήσουν το φαινόμενο της
Χρυσής Αυγής προσκρούουν στο γεγονός ότι αυτές υιοθετούν ορισμένα στερεότυπα που οδηγούν τον συλλογισμό σε αδιέξοδα, μάλιστα προσφέροντας ενίοτε στον ρατσισμό επιστημονική νομιμοποίηση. Για παράδειγμα, μια ορισμένη εμμονή στην ιδέα ότι ο ρατσισμός έχει συγκεκριμένη υλική και αντικειμενική βάση, ως συνέπεια της κρίσης και της ανεργίας, οδηγεί αναπόφευκτα στο συμπέρασμα πως είναι αδύνατο να εξαλείψουμε τον ρατσισμό αν πρώτα δεν εξαλειφθούν τα φαινόμενα της κρίσης και της ανεργίας που τον θρέφουν. Δεδομένου όμως ότι τα φαινόμενα αυτά, όπως σημειώνει ο Ρανσιέρ, συνιστούν πλέον δομική προϋπόθεση της λειτουργίας της οικονομίας μας, γίνεται προφανές ότι αυτή η προσέγγιση ενισχύει ειρωνικά τη διαπίστωση ότι η εξάλειψη του ρατσισμού είναι εντέλει αδύνατη χωρίς την απέλαση των ίδιων των μεταναστών.
Στην πραγματικότητα, ο ρατσισμός σε κάθε εκδοχή του είναι μια πολιτισμικά κατασκευασμένη στάση στην δυναμική της οποίας προσφεύγουν δρώντα άτομα μιας συγκεκριμένης ομάδας, που διαμορφώνουν και νομιμοποιούν συμπεριφορές ανοιχτά επιθετικές απέναντι σε μέλη άλλων ομάδων, συνήθως στοχοποιώντας τα ως υπεύθυνα για πραγματικά ή επινοημένα κοινωνικά προβλήματα.
Επίσης, υπάρχει η άποψη που προσεγγίζει τον ακραίο ρατσισμό των ημερών μας αποκλειστικά μέσα από την οπτική γωνία της σφιχτής οργάνωσης, προσδίδοντάς του έναν αμιγώς πολιτικό φασιστικό προσδιορισμό. Αυτή η άποψη μπορεί μεν συναισθηματικά να ικανοποιεί αριστερά και αντιρατσιστικά αντανακλαστικά, ωστόσο αναπαράγει τραγικά ιστορικά λάθη της Αριστεράς, όπως π.χ. την κυρίαρχη στον καιρό της αντίληψη της Κομιντέρν ότι το φασιστικό φαινόμενο του Μεσοπολέμου συνιστούσε απλώς «τρομοκρατική οργάνωση στρατιωτικού χαρακτήρα στην υπηρεσία του μεγάλου μονοπωλιακού κεφαλαίου». Σύμφωνα με τον Πουλαντζά τέτοιες αντιλήψεις, εστιάζοντας στη στρατιωτική οργάνωση και την πολιτική συγκρότηση του φασιστικού φαινομένου, δεν μπόρεσαν ποτέ να κατανοήσουν τον κοινωνικό χαρακτήρα και τη μαζική παρουσία που είχε στις κοινωνίες που αυτό εμφανίστηκε. Θα προσθέταμε ότι δεν κατανόησαν ποτέ, ως πηγή κινήτρων συμμετοχής και αφοσίωσης των απλών ανθρώπων, τη σημασία του ισχυρού κοινοτικού δεσμού που ανέπτυξε το φασιστικό φαινόμενο.
Ξεκινώντας αποφατικά από την κριτική των δύο παραπάνω απόψεων, μπορούμε καταφατικά να διατυπώσουμε τη θέση μας: ο όρος «φασιστικός ρατσισμός» είναι κατάλληλος για την περιγραφή της δράσης της Χρυσής Αυγής, υπό την προϋπόθεση ότι δεχόμαστε και την πολιτισμική κατασκευή αυτής της δράσης (σε αντίθεση με μια «υλικά αντικειμενική» τεκμηρίωσή της) και τη βαρύτητα του κοινοτικού δεσμού που θεμελιώνει αυτή τη δράση στην κοινωνία (σε αντίθεση με μια καθαρά μιλιταριστική προσέγγιση). Εδώ η «πολιτισμική κατασκευή» δεν σημαίνει καθόλου τεχνητή επινόηση ή αυθαίρετη σύλληψη και ο «κοινοτικός δεσμός» δεν σημαίνει αναγκαστικά, παρόλη τη νοσταλγική ρητορική του, εξ ολοκλήρου επιστροφή σε ιεροποιημένα πρότυπα του παρελθόντος. Ας δούμε αναλυτικότερα αυτή τη θέση.
Αν υπάρχει ένα φαινόμενο που εδώ και πολλά χρόνια συνοψίζει το μεγάλο πρόβλημα της ελληνικής κοινωνίας, διαπερνώντας λίγο ή πολύ οριζόντια όλα τα άλλα, αυτό είναι ο φανερός και λανθάνων αυταρχισμός που χαρακτηρίζει τη λειτουργία της σε όλα τα πεδία, των θεσμών αλλά και του καθημερινού βίου. Το πρόβλημα είναι ότι μια βαθιά συντηρητική πνοή διαπερνάει της ανθρώπινες σχέσεις σε όλα τα επίπεδα (εργασία, οικογένεια, φιλία, πολιτική κοκ.) και γεμίζει με τα δικά της νοήματα τα φαρδιά διάκενα επικοινωνίας και συνεννόησης μεταξύ απομονωμένων και χειραγωγήσιμων ατόμων. Αυτή η συντηρητική πνοή σε καθημερινό επίπεδο νομιμοποιεί αξιολογικά την ανοχή στην αυταρχικότητα, την υποταγή στην έμμεση βία και υποθάλπει την τάση να ζυγίζονται τα κριτήρια της επιτρεπτής ευτυχίας και του αξιοβίωτου της ζωής στη ζυγαριά μιας ποσοτικά μετρήσιμης και θεσμικά θεμελιωμένης αντίληψης περί ατομικής «επιτυχίας». Χρησιμοποιούμε όλο και περισσότερο αυταρχισμό και ετεροπροσδιορισμό στον πρόσληψη των ιδιοτήτων μας, πράγμα που βαρύνει αφόρητα στην απόδοση των ρόλων μας, αφού οι αποδοσμένοι ρόλοι μας τείνουν να γίνουν ιδιότητες-κλουβιά, στην κυριολεξία η φυλακή μας: o μαθητής που αποστηθίζει χωρίς να διαμαρτύρεται, η γυναίκα που υπομένει χωρίς να αντιδρά, ο εργαζόμενος που παράγει χωρίς να διεκδικεί, ο υφιστάμενος που εκτελεί χωρίς να κρίνει κοκ. Παρωχημένοι και αποστεωμένοι ορισμοί των ιδιοτήτων μας, μάς απαγορεύουν να υπερβούμε τους στενούς ρόλους μας, να αποπειραθούμε τη χειραφέτηση και την αυτο-ολοκλήρωσή μας.
Αυτή τη συντηρητική πνοή ανέδειξε η υβριδική και πολλαπλή συλλογική ταυτότητα που έδρασε τον Δεκέμβρη του 2008, σαρώνοντας για ενάμισι μήνα το πνεύμα του αυταρχισμού που τυλίγεται σαν βρόχος στο λαιμό της ελληνικής κοινωνίας. Εκείνος ο Δεκέμβρης των νέων επέτρεψε στους εξεγερμένους να αμφισβητήσουν τις ιεραρχίες και να απορρίψουν τους θεσμισμένους κοινωνικούς ρόλους τους, απονομιμοποιώντας στα πεδία των καθημερινών σχέσεων (και όχι απλώς στο μακροπολιτικό επίπεδο) τον συστημικό προσδιορισμό των ιδιοτήτων τους ως ανενεργών υποκειμένων (υπάκουοι μαθητές, πειθήνιοι άνεργοι, παθητικοί μετανάστες κοκ.). Μαζί με τους κοινωνικά αποδοσμένους ρόλους τους, οι εξεγερμένοι νέοι αμφισβήτησαν ταυτόχρονα και τις αντίστοιχες σχέσεις εξουσίας των οποίων θύματα είναι συνήθως οι ίδιοι. Μόλις όμως ο κύκλος διαμαρτυρίας του Δεκέμβρη ολοκληρώθηκε και η συστημική κανονικότητα –έστω και λαβωμένη- επανήλθε, ρεβανσιστικά αναδύθηκαν δύο νέα αυταρχικά φαινόμενα: το κυνήγι των μεταναστών ως υπαίτιων των δεινών της ελληνικής κοινωνίας και η συστηματική απόσυρση επιείκειας ή ανεκτικότητας απέναντι σε οποιαδήποτε ριζοσπαστική μορφή διαμαρτυρίας. Πράγματι, ο εντυπωσιακός βαθμός νομιμοποίησης της δημόσιας παρουσίας και των καθημερινών επιθέσεων της ΧΑ εναντίον των μεταναστών συνδέεται και με τα δύο αυτά φαινόμενα. Δηλαδή, αφενός, με το γεγονός ότι το πολιτικό και το μιντιακό σύστημα έχουν καταστήσει εξαιρετικά εύθραυστη τη σχέση αλληλεγγύης (ή έστω ανεκτικότητας) της ελληνικής κοινωνίας συνολικά απέναντι στους μετανάστες και αφετέρου με το γεγονός ότι η δράση της ΧΑ εμφανίζεται πολλαχόθεν ως «δεξιός ακτιβισμός» που συμψηφιστικά αντισταθμίζει ακραίες αριστερές κινητοποιήσεις.
Αυτή η δράση όμως είναι σήμερα η αντανάκλαση μιας συστημικής κανονικότητας που επιβάλλεται με ποικίλες πειθαρχικές και ιδεολογικές πρακτικές στην κοινωνία μας. Η βία της XA αντιπροσωπεύει ειρωνικά την «ελευθερία» να επιλέγεις μια δράση χωρίς υποκείμενο. Έτσι, η ανάγκη πολλών ανθρώπων να απαλλαγούν από μια δύσκαμπτη παθητική στάση απέναντι σε απρόσωπους μηχανισμούς συντριπτικής κυριαρχίας, χωρίς ταυτόχρονα να χρειαστεί να μεταβάλουν τη συντηρητική κοσμοθεωρία τους, μπορεί τώρα να τελεσφορήσει εγχειρηματικά. Η φασιστική βία νομιμοποιείται επειδή αποφορτίζεται ιδεολογικά από το ιστορικό παρελθόν της και προσφέρεται πλέον σαν σύγχρονη επιλογή που μεταλλάσσει την παθητική στάση απέναντι στα προβλήματα της καθημερινότητας σε ενεργό αντίδραση, όταν οι συνθήκες φαίνεται να απαιτούν κάποιον που να επιβάλει δια πυρός και σιδήρου τη διασαλευμένη νομιμότητα. Αποσιωπώντας βέβαια ότι η «νομιμότητα» που υπερασπίζονται οι φασίστες είναι η αναγκαιότητα της δραστικής ελάττωσης και εντέλει εξαφάνισης των διαφορών στα πεδία όχι μόνο της φυλής, της γλώσσας και της θρησκείας, αλλά και σε εκείνα της υγείας, της σεξουαλικότητας, της συμπεριφοράς, του τρόπου ζωής, της συλλογικής δράσης και πάει λέγοντας.
Η φασιστική δράση, λοιπόν, δεν εμφανίζεται σαν «μαύρη κηλίδα» στον κόσμο μας, ουσιαστικά επιβάλλει (όχι σαν «πράκτορας», αλλά με τον δικό της ιδιαίτερο τρόπο και τις δικές της στοχεύσεις) αδρά, συνοπτικά και μέσω της τρομοκράτησης και της ωμής βίας, τις ίδιες επιταγές συμπεριφοράς που οι κυρίαρχες μορφές εξουσίας στον σύγχρονο καπιταλισμό της αποδυναμωμένης δημοκρατίας και των αποπροσανατολισμένων κοινωνικών υποκειμένων καλλιεργούν σταθερά και σε μαζική κλίμακα διαμέσου του έμμεσου κοινωνικού ελέγχου και των πολιτικών πειθάρχησης. Το σύγχρονο «αξιακό υπόστρωμα» εμφανίζεται σαν μια προστατευτική πολιτισμική φωλιά που σε γωνίες της επωάζει το φαινόμενο του φασισμού. Πρόκειται για τον τρόπο νοηματοδότησης και την αυτό-επιβεβαίωση ενός ηθικά εκτροχιασμένου χρηματιστικού καπιταλισμού (επιβιωτικός ανταγωνισμός, κοινωνικός δαρβινισμός, η εξουσία ως αρχή όλων των σχέσεων, πειθαρχία, συντριπτική υπεροχή των τυπικών θεσμών έναντι νέων κοινωνικών θεσμίσεων, η αρχή των ισότιμων μεγεθών κοκ.) που συνοδεύεται απαραίτητα από μια ακρωτηριασμένη και μιντιακά κατευθυνόμενη πολιτική δημοκρατία, ενώ συμπληρώνεται από έναν πανίσχυρο σχετικισμό των ανθρωπιστικών αξιών που δρα ως μηχανισμός θεμιτής παραγωγής ακραίου καιροσκοπισμού σε όλες τις εκφάνσεις του καθημερινού βίου.
Ας μη γελιόμαστε, όμως. Ο νέος φασισμός ανδρώνεται μεν σε ένα φιλικό και φιλόξενο συστημικό αξιακό περιβάλλον, όμως αυτό από μόνο του δεν θα εξηγούσε την αλματώδη άνοδό του. Η ΧΑ δεν διαθέτει απλώς μια σημαντική μάζα υποστηρικτών και ψηφοφόρων που πλαισιώνουν υποστηρικτικά, σε επίπεδο κοινής γνώμης και έμμεσης συνδρομής, μερικές μιλιταριστικές ομάδες εφόδου. Διαθέτει επίσης και μια ρηξικέλευθη δυναμική κοινωνικής αυτό-εδραίωσης, μια προοπτική συμπερίληψης μελών ευρύτερων κοινωνικών ομάδων στις τάξεις της. Αυτό σημαίνει ότι στην πραγματικότητα τα πολιτισμικά όρια που τη διαχωρίζουν από την υπόλοιπη κοινωνία είναι εξαιρετικά πορώδη, επιτρέπουν -χωρίς κάποιο ιδιαίτερο κόστος για τη συνοχή της προσωπικής βιογραφίας του δυνητικού μέλους– μετατοπίσεις και παλινδρομήσεις που εντάσσουν την επιλογή της ΧΑ στο φάσμα των πιθανών και θεμιτών πολιτικών επιλογών. Η υποτιθέμενη ηθική συνέπεια και ο τετράγωνος, απλοϊκός και συνολιστικός λόγος της ΧΑ την εμφανίζουν ως αντίπαλο ενός συστήματος που καλλιεργεί τον αξιακό σχετικισμό, τον καθημερινό καιροσκοπισμό και την ισχυρή ώθηση να συνάπτουμε σχέσεις πρόσκαιρες και «ακρωτηριασμένες», δηλαδή βασισμένες σε κατακερματισμένες αντιλήψεις του εαυτού με βάση ασύνδετες μεταξύ τους ιδιότητες που εξαλείφουν την ενότητα και την ακεραιότητα του υποκειμένου. Έτσι, η ΧΑ μπορεί να εμφανίζεται ταυτόχρονα σαν δίκτυο ασφαλείας, συμπαράστασης και κοινωνικής αρωγής στους καθημερινούς βιόκοσμους και σαν «θεραπεία» της αστικής σήψης στο πολιτικό επίπεδο.
Η κοινοτιστική εδραίωση του σύγχρονου φασιστικού φαινομένου είναι σε φάση ανάπτυξης και, όπως συνέβαινε και με τον ιστορικό φασισμό, αυτό αποτελεί το πιο επικίνδυνο από τα χαρακτηριστικά του. Η ΧΑ μπορεί να θεωρηθεί ένα υβρίδιο συστημικής κανονικότητας και απείθαρχου κοινοτισμού. Είναι ένα κοινωνικό αντικίνημα που αντιγράφει από τα κοινωνικά κινήματα πολλαπλά στοιχεία τους: επικαλείται φαινόμενα καταπίεσης και αποκλεισμού, χρησιμοποιεί χειραφετητική ρητορική, αξιοποιεί πολλαπλά ρεπερτόρια δράσης, συνδυασμούς νόμιμων και παράνομων, ειρηνικών και βίαιων πρακτικών, προσδιορίζει τους αντιπάλους της σε συνάρτηση με τον λόγο αλληλεγγύης που απευθύνει προς τους «ομοίους», προσελκύει τη προσοχής των ΜΜΕ. Στα στοιχεία όμως που αντιγράφει από τα κοινωνικά κινήματα προσδίδει ένα αντεστραμμένο κοινωνικό περιεχόμενο, δεδομένου ότι προσπαθεί να ανατρέψει τόσο τα δικαιώματα που κατακτήθηκαν με τους αγώνες των κοινωνικών κινημάτων όσο και το κοινωνικό νόημα αυτών των κατακτήσεων. Για παράδειγμα, όταν οι χρυσαυγίτες επιτίθενται εναντίον των μεταναστών, δεν ακυρώνουν απλώς τα –de jure ή de facto- δικαιώματά τους στην εργασία, στην αξιοπρέπεια, στην εκπαίδευση, στην παρουσία στους δημόσιους χώρους, κοκ. Συγχρόνως καταστρέφουν και την αντίληψη της κοινωνικής αλληλεγγύης που έχτισαν τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα τα ποικίλα δίκτυα και οι διάφορες οργανώσεις υποστήριξης προς τους μετανάστες. Για την ακρίβεια, εμπεδώνουν στα κοινωνικά δίκτυα της καθημερινότητας ως μόνη νόμιμη μορφή αλληλεγγύης την «αλληλεγγύη από ομοιότητα» που αναπαράγει την πολιτισμική απομόνωση και τον κοινωνικό σεχταρισμό, απονομιμοποιώντας την «αλληλεγγύη από διαφορά» που υπερασπίζεται την καθολικότητα του υποκειμένου. Έτσι, κατά μείζονα λόγο, εξουδετερώνουν την προοπτική να συνειδητοποιηθεί ευρύτερα στη βάση της κοινωνίας ότι η αλληλεγγύη δεν είναι απλώς εργαλείο επιβίωσης (πολύ περισσότερο των «εκλεκτών»), αλλά συνιστά εργαλείο ανταγωνιστικών στον καπιταλισμό μορφών συμβίωσης και δράσης.
Γνωρίζουμε ότι αυτή η κοινοτιστική εδραίωση της ΧΑ είναι γεμάτη ανεπίλυτες αντιφάσεις. Ο φασισμός δεν οικοδομεί ένα αληθινό υποκείμενο της δράσης, απλώς επιβάλλει την «επιλογή» της μίας και μοναδικής εκδοχής της δράσης. Η δυνατότητα της επιλογής σημαίνει όντως προαιρετική μετακίνηση από την απάθεια στην ενεργητικότητα, αλλά ασκείται μέσα σε ασφυκτικά όρια πειθαρχίας και υποταγής που καταργούν τη σημασία της μετακίνησης. Η χειραφέτηση εν μέρει απεγκλωβίζει μεν από ορισμένες κοινωνικά αποδοσμένες ιεραρχίες (π.χ. των εφήβων μέσα στην οικογένεια και στο σχολείο), αλλά η γοητεία της εξαντλείται όταν γίνεται φανερό ότι απλώς αντικαθιστά τις παλαιές και κατεστημένες ιεραρχίες με νέες επιλεγμένες αλλά και πιο αυταρχικές. Η αλληλεγγύη αυτό-ακυρώνεται στο μέτρο που αποδεικνύεται πολεμικό εργαλείο προσβολής και εξαφάνισης του αντιπάλου.
Παρ’ όλα αυτά, ο φασιστικός κοινοτικός δεσμός παραμένει ενεργός και με δυναμική εξάπλωσης στην ελληνική κοινωνία. Η Αριστερά καλείται να αντιμετωπίσει το φαινόμενο σε όλες τις όψεις εμφάνισής του σε συνθήκες εντεινόμενης οικονομικής και κοινωνικής κρίσης. Στο πολιτισμικό πεδίο δουλεύοντας μέσα στα καθημερινά δίκτυα για να ξαναδώσει το δικό της κοινωνικό περιεχόμενο σε αξιακά νοηματοδοτημένες βιωματικές πρακτικές όπως συλλογικότητα, συμπαράσταση, εγκαρδίωση, οικειότητα, εμπιστοσύνη, μοίρασμα κοινών οραμάτων, χειραφέτηση, αφοσίωση, δέσμευση, εκφραστική επικοινωνία, παραγωγή απελευθερωτικής γνώσης, συντροφικότητα, αλληλεγγύη. Επίσης, για να καταστήσει ξανά επίκαιρα, αλλά και διαχρονικά, δικαιώματα όπως η αυτονομία, η ισότητα, η συμπληρωματικότητα και ο σεβασμός όλων των διαφορών.
Έτσι, αντιμετωπίζοντας το φασιστικό φαινόμενο θα ανατρέπει συγχρόνως την κυριαρχία του συστημικού αυταρχισμού. Δουλεύοντας ακριβώς εκεί όπου η μηχανική πρόσδεση της συμπεριφοράς με αξιακούς προσανατολισμούς παίρνει καθημερινά τη μορφή της απτής συμβίωσης: στους χώρους εργασίας και εκπαίδευσης, στις οικογένειες, στις γειτονιές και στις συνοικίες, στα δίκτυα κοινωνικής υποστήριξης και στους δημόσιους χώρους. Μόνο έτσι θα μπορέσει η Αριστερά της κοινωνίας να συναντηθεί ανοιχτά με την πολιτική Αριστερά πλέκοντας μαζί τον καμβά όπου θα υφανθούν τα επόμενα χρόνια οι πολύμορφες πρωτοβουλίες μιας ευρύτερης μεταβολής. Γιατί η αντιμετώπιση του φασισμού δεν είναι ξεκομμένη από την αντιμετώπιση του συστημικού αυταρχισμού, δεν είναι μια επιμέρους προσπάθεια να επιστρέψουμε στο «μικρότερο κακό», σε συστημικές πηγές νοηματοδότησης του βίου και σε θεσμικά κριτήρια προσανατολισμού της συμπεριφοράς που (υποτίθεται) έχουν πρόσκαιρα διαταραχθεί. Αν θέλουμε να καταρρίψουμε σταδιακά όλες τις πολιτισμικές νοηματοδοτήσεις που οδηγούν σταθερά σε φαινόμενα ακραίας βίας κατά των αδυνάμων, ακραίου κοινωνικού αποκλεισμού και ακραίου διανοητικού ολοκληρωτισμού, οφείλουμε να κινηθούμε στον αστερισμό ενός οικουμενικά προσανατολισμένου δρώντος υποκειμένου.
Σε καθαρά πολιτικό επίπεδο, η κατά τόπους ηγεμονική φυσική παρουσία της ΧΑ στους δημόσιους χώρους επείγει να αντιμετωπιστεί πρακτικά, για δύο βασικούς λόγους. Κατ’ αρχάς, επειδή η εύλογη κοινωνική υπεράσπιση των μεταναστευτικών και άλλων ομάδων των οποίων τα μέλη η ίδια στοχοποιεί, στιγματίζοντάς τα για να τα καταστήσει ευάλωτα αντικείμενα της φασιστικής βίας, είναι ανέφικτη χωρίς τη φυσική προστασία τους. Δεύτερον επειδή, παρά τη δυνητική πραγματικότητα της κοινωνίας της πληροφορίας που μας περιβάλλει, οι φυσικοί χώροι των πόλεων παραμένουν σε μεγάλο βαθμό βασικοί χώροι όπου αυθόρμητα διαμορφώνονται απαραίτητα εργαλεία (κοινωνικότητα, συλλογική διαμόρφωση των αναγκών, καθημερινή συνύπαρξη και συλλογική διάδραση) που χρειάζεται το οικουμενικά προσανατολισμένο υποκείμενο για να δράσει.
*Ο Μιχάλης Ψημίτης είναι κοινωνιολόγος στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου
Πηγή:
Επίσης, υπάρχει η άποψη που προσεγγίζει τον ακραίο ρατσισμό των ημερών μας αποκλειστικά μέσα από την οπτική γωνία της σφιχτής οργάνωσης, προσδίδοντάς του έναν αμιγώς πολιτικό φασιστικό προσδιορισμό. Αυτή η άποψη μπορεί μεν συναισθηματικά να ικανοποιεί αριστερά και αντιρατσιστικά αντανακλαστικά, ωστόσο αναπαράγει τραγικά ιστορικά λάθη της Αριστεράς, όπως π.χ. την κυρίαρχη στον καιρό της αντίληψη της Κομιντέρν ότι το φασιστικό φαινόμενο του Μεσοπολέμου συνιστούσε απλώς «τρομοκρατική οργάνωση στρατιωτικού χαρακτήρα στην υπηρεσία του μεγάλου μονοπωλιακού κεφαλαίου». Σύμφωνα με τον Πουλαντζά τέτοιες αντιλήψεις, εστιάζοντας στη στρατιωτική οργάνωση και την πολιτική συγκρότηση του φασιστικού φαινομένου, δεν μπόρεσαν ποτέ να κατανοήσουν τον κοινωνικό χαρακτήρα και τη μαζική παρουσία που είχε στις κοινωνίες που αυτό εμφανίστηκε. Θα προσθέταμε ότι δεν κατανόησαν ποτέ, ως πηγή κινήτρων συμμετοχής και αφοσίωσης των απλών ανθρώπων, τη σημασία του ισχυρού κοινοτικού δεσμού που ανέπτυξε το φασιστικό φαινόμενο.
Ξεκινώντας αποφατικά από την κριτική των δύο παραπάνω απόψεων, μπορούμε καταφατικά να διατυπώσουμε τη θέση μας: ο όρος «φασιστικός ρατσισμός» είναι κατάλληλος για την περιγραφή της δράσης της Χρυσής Αυγής, υπό την προϋπόθεση ότι δεχόμαστε και την πολιτισμική κατασκευή αυτής της δράσης (σε αντίθεση με μια «υλικά αντικειμενική» τεκμηρίωσή της) και τη βαρύτητα του κοινοτικού δεσμού που θεμελιώνει αυτή τη δράση στην κοινωνία (σε αντίθεση με μια καθαρά μιλιταριστική προσέγγιση). Εδώ η «πολιτισμική κατασκευή» δεν σημαίνει καθόλου τεχνητή επινόηση ή αυθαίρετη σύλληψη και ο «κοινοτικός δεσμός» δεν σημαίνει αναγκαστικά, παρόλη τη νοσταλγική ρητορική του, εξ ολοκλήρου επιστροφή σε ιεροποιημένα πρότυπα του παρελθόντος. Ας δούμε αναλυτικότερα αυτή τη θέση.
Αν υπάρχει ένα φαινόμενο που εδώ και πολλά χρόνια συνοψίζει το μεγάλο πρόβλημα της ελληνικής κοινωνίας, διαπερνώντας λίγο ή πολύ οριζόντια όλα τα άλλα, αυτό είναι ο φανερός και λανθάνων αυταρχισμός που χαρακτηρίζει τη λειτουργία της σε όλα τα πεδία, των θεσμών αλλά και του καθημερινού βίου. Το πρόβλημα είναι ότι μια βαθιά συντηρητική πνοή διαπερνάει της ανθρώπινες σχέσεις σε όλα τα επίπεδα (εργασία, οικογένεια, φιλία, πολιτική κοκ.) και γεμίζει με τα δικά της νοήματα τα φαρδιά διάκενα επικοινωνίας και συνεννόησης μεταξύ απομονωμένων και χειραγωγήσιμων ατόμων. Αυτή η συντηρητική πνοή σε καθημερινό επίπεδο νομιμοποιεί αξιολογικά την ανοχή στην αυταρχικότητα, την υποταγή στην έμμεση βία και υποθάλπει την τάση να ζυγίζονται τα κριτήρια της επιτρεπτής ευτυχίας και του αξιοβίωτου της ζωής στη ζυγαριά μιας ποσοτικά μετρήσιμης και θεσμικά θεμελιωμένης αντίληψης περί ατομικής «επιτυχίας». Χρησιμοποιούμε όλο και περισσότερο αυταρχισμό και ετεροπροσδιορισμό στον πρόσληψη των ιδιοτήτων μας, πράγμα που βαρύνει αφόρητα στην απόδοση των ρόλων μας, αφού οι αποδοσμένοι ρόλοι μας τείνουν να γίνουν ιδιότητες-κλουβιά, στην κυριολεξία η φυλακή μας: o μαθητής που αποστηθίζει χωρίς να διαμαρτύρεται, η γυναίκα που υπομένει χωρίς να αντιδρά, ο εργαζόμενος που παράγει χωρίς να διεκδικεί, ο υφιστάμενος που εκτελεί χωρίς να κρίνει κοκ. Παρωχημένοι και αποστεωμένοι ορισμοί των ιδιοτήτων μας, μάς απαγορεύουν να υπερβούμε τους στενούς ρόλους μας, να αποπειραθούμε τη χειραφέτηση και την αυτο-ολοκλήρωσή μας.
Αυτή τη συντηρητική πνοή ανέδειξε η υβριδική και πολλαπλή συλλογική ταυτότητα που έδρασε τον Δεκέμβρη του 2008, σαρώνοντας για ενάμισι μήνα το πνεύμα του αυταρχισμού που τυλίγεται σαν βρόχος στο λαιμό της ελληνικής κοινωνίας. Εκείνος ο Δεκέμβρης των νέων επέτρεψε στους εξεγερμένους να αμφισβητήσουν τις ιεραρχίες και να απορρίψουν τους θεσμισμένους κοινωνικούς ρόλους τους, απονομιμοποιώντας στα πεδία των καθημερινών σχέσεων (και όχι απλώς στο μακροπολιτικό επίπεδο) τον συστημικό προσδιορισμό των ιδιοτήτων τους ως ανενεργών υποκειμένων (υπάκουοι μαθητές, πειθήνιοι άνεργοι, παθητικοί μετανάστες κοκ.). Μαζί με τους κοινωνικά αποδοσμένους ρόλους τους, οι εξεγερμένοι νέοι αμφισβήτησαν ταυτόχρονα και τις αντίστοιχες σχέσεις εξουσίας των οποίων θύματα είναι συνήθως οι ίδιοι. Μόλις όμως ο κύκλος διαμαρτυρίας του Δεκέμβρη ολοκληρώθηκε και η συστημική κανονικότητα –έστω και λαβωμένη- επανήλθε, ρεβανσιστικά αναδύθηκαν δύο νέα αυταρχικά φαινόμενα: το κυνήγι των μεταναστών ως υπαίτιων των δεινών της ελληνικής κοινωνίας και η συστηματική απόσυρση επιείκειας ή ανεκτικότητας απέναντι σε οποιαδήποτε ριζοσπαστική μορφή διαμαρτυρίας. Πράγματι, ο εντυπωσιακός βαθμός νομιμοποίησης της δημόσιας παρουσίας και των καθημερινών επιθέσεων της ΧΑ εναντίον των μεταναστών συνδέεται και με τα δύο αυτά φαινόμενα. Δηλαδή, αφενός, με το γεγονός ότι το πολιτικό και το μιντιακό σύστημα έχουν καταστήσει εξαιρετικά εύθραυστη τη σχέση αλληλεγγύης (ή έστω ανεκτικότητας) της ελληνικής κοινωνίας συνολικά απέναντι στους μετανάστες και αφετέρου με το γεγονός ότι η δράση της ΧΑ εμφανίζεται πολλαχόθεν ως «δεξιός ακτιβισμός» που συμψηφιστικά αντισταθμίζει ακραίες αριστερές κινητοποιήσεις.
Αυτή η δράση όμως είναι σήμερα η αντανάκλαση μιας συστημικής κανονικότητας που επιβάλλεται με ποικίλες πειθαρχικές και ιδεολογικές πρακτικές στην κοινωνία μας. Η βία της XA αντιπροσωπεύει ειρωνικά την «ελευθερία» να επιλέγεις μια δράση χωρίς υποκείμενο. Έτσι, η ανάγκη πολλών ανθρώπων να απαλλαγούν από μια δύσκαμπτη παθητική στάση απέναντι σε απρόσωπους μηχανισμούς συντριπτικής κυριαρχίας, χωρίς ταυτόχρονα να χρειαστεί να μεταβάλουν τη συντηρητική κοσμοθεωρία τους, μπορεί τώρα να τελεσφορήσει εγχειρηματικά. Η φασιστική βία νομιμοποιείται επειδή αποφορτίζεται ιδεολογικά από το ιστορικό παρελθόν της και προσφέρεται πλέον σαν σύγχρονη επιλογή που μεταλλάσσει την παθητική στάση απέναντι στα προβλήματα της καθημερινότητας σε ενεργό αντίδραση, όταν οι συνθήκες φαίνεται να απαιτούν κάποιον που να επιβάλει δια πυρός και σιδήρου τη διασαλευμένη νομιμότητα. Αποσιωπώντας βέβαια ότι η «νομιμότητα» που υπερασπίζονται οι φασίστες είναι η αναγκαιότητα της δραστικής ελάττωσης και εντέλει εξαφάνισης των διαφορών στα πεδία όχι μόνο της φυλής, της γλώσσας και της θρησκείας, αλλά και σε εκείνα της υγείας, της σεξουαλικότητας, της συμπεριφοράς, του τρόπου ζωής, της συλλογικής δράσης και πάει λέγοντας.
Η φασιστική δράση, λοιπόν, δεν εμφανίζεται σαν «μαύρη κηλίδα» στον κόσμο μας, ουσιαστικά επιβάλλει (όχι σαν «πράκτορας», αλλά με τον δικό της ιδιαίτερο τρόπο και τις δικές της στοχεύσεις) αδρά, συνοπτικά και μέσω της τρομοκράτησης και της ωμής βίας, τις ίδιες επιταγές συμπεριφοράς που οι κυρίαρχες μορφές εξουσίας στον σύγχρονο καπιταλισμό της αποδυναμωμένης δημοκρατίας και των αποπροσανατολισμένων κοινωνικών υποκειμένων καλλιεργούν σταθερά και σε μαζική κλίμακα διαμέσου του έμμεσου κοινωνικού ελέγχου και των πολιτικών πειθάρχησης. Το σύγχρονο «αξιακό υπόστρωμα» εμφανίζεται σαν μια προστατευτική πολιτισμική φωλιά που σε γωνίες της επωάζει το φαινόμενο του φασισμού. Πρόκειται για τον τρόπο νοηματοδότησης και την αυτό-επιβεβαίωση ενός ηθικά εκτροχιασμένου χρηματιστικού καπιταλισμού (επιβιωτικός ανταγωνισμός, κοινωνικός δαρβινισμός, η εξουσία ως αρχή όλων των σχέσεων, πειθαρχία, συντριπτική υπεροχή των τυπικών θεσμών έναντι νέων κοινωνικών θεσμίσεων, η αρχή των ισότιμων μεγεθών κοκ.) που συνοδεύεται απαραίτητα από μια ακρωτηριασμένη και μιντιακά κατευθυνόμενη πολιτική δημοκρατία, ενώ συμπληρώνεται από έναν πανίσχυρο σχετικισμό των ανθρωπιστικών αξιών που δρα ως μηχανισμός θεμιτής παραγωγής ακραίου καιροσκοπισμού σε όλες τις εκφάνσεις του καθημερινού βίου.
Ας μη γελιόμαστε, όμως. Ο νέος φασισμός ανδρώνεται μεν σε ένα φιλικό και φιλόξενο συστημικό αξιακό περιβάλλον, όμως αυτό από μόνο του δεν θα εξηγούσε την αλματώδη άνοδό του. Η ΧΑ δεν διαθέτει απλώς μια σημαντική μάζα υποστηρικτών και ψηφοφόρων που πλαισιώνουν υποστηρικτικά, σε επίπεδο κοινής γνώμης και έμμεσης συνδρομής, μερικές μιλιταριστικές ομάδες εφόδου. Διαθέτει επίσης και μια ρηξικέλευθη δυναμική κοινωνικής αυτό-εδραίωσης, μια προοπτική συμπερίληψης μελών ευρύτερων κοινωνικών ομάδων στις τάξεις της. Αυτό σημαίνει ότι στην πραγματικότητα τα πολιτισμικά όρια που τη διαχωρίζουν από την υπόλοιπη κοινωνία είναι εξαιρετικά πορώδη, επιτρέπουν -χωρίς κάποιο ιδιαίτερο κόστος για τη συνοχή της προσωπικής βιογραφίας του δυνητικού μέλους– μετατοπίσεις και παλινδρομήσεις που εντάσσουν την επιλογή της ΧΑ στο φάσμα των πιθανών και θεμιτών πολιτικών επιλογών. Η υποτιθέμενη ηθική συνέπεια και ο τετράγωνος, απλοϊκός και συνολιστικός λόγος της ΧΑ την εμφανίζουν ως αντίπαλο ενός συστήματος που καλλιεργεί τον αξιακό σχετικισμό, τον καθημερινό καιροσκοπισμό και την ισχυρή ώθηση να συνάπτουμε σχέσεις πρόσκαιρες και «ακρωτηριασμένες», δηλαδή βασισμένες σε κατακερματισμένες αντιλήψεις του εαυτού με βάση ασύνδετες μεταξύ τους ιδιότητες που εξαλείφουν την ενότητα και την ακεραιότητα του υποκειμένου. Έτσι, η ΧΑ μπορεί να εμφανίζεται ταυτόχρονα σαν δίκτυο ασφαλείας, συμπαράστασης και κοινωνικής αρωγής στους καθημερινούς βιόκοσμους και σαν «θεραπεία» της αστικής σήψης στο πολιτικό επίπεδο.
Η κοινοτιστική εδραίωση του σύγχρονου φασιστικού φαινομένου είναι σε φάση ανάπτυξης και, όπως συνέβαινε και με τον ιστορικό φασισμό, αυτό αποτελεί το πιο επικίνδυνο από τα χαρακτηριστικά του. Η ΧΑ μπορεί να θεωρηθεί ένα υβρίδιο συστημικής κανονικότητας και απείθαρχου κοινοτισμού. Είναι ένα κοινωνικό αντικίνημα που αντιγράφει από τα κοινωνικά κινήματα πολλαπλά στοιχεία τους: επικαλείται φαινόμενα καταπίεσης και αποκλεισμού, χρησιμοποιεί χειραφετητική ρητορική, αξιοποιεί πολλαπλά ρεπερτόρια δράσης, συνδυασμούς νόμιμων και παράνομων, ειρηνικών και βίαιων πρακτικών, προσδιορίζει τους αντιπάλους της σε συνάρτηση με τον λόγο αλληλεγγύης που απευθύνει προς τους «ομοίους», προσελκύει τη προσοχής των ΜΜΕ. Στα στοιχεία όμως που αντιγράφει από τα κοινωνικά κινήματα προσδίδει ένα αντεστραμμένο κοινωνικό περιεχόμενο, δεδομένου ότι προσπαθεί να ανατρέψει τόσο τα δικαιώματα που κατακτήθηκαν με τους αγώνες των κοινωνικών κινημάτων όσο και το κοινωνικό νόημα αυτών των κατακτήσεων. Για παράδειγμα, όταν οι χρυσαυγίτες επιτίθενται εναντίον των μεταναστών, δεν ακυρώνουν απλώς τα –de jure ή de facto- δικαιώματά τους στην εργασία, στην αξιοπρέπεια, στην εκπαίδευση, στην παρουσία στους δημόσιους χώρους, κοκ. Συγχρόνως καταστρέφουν και την αντίληψη της κοινωνικής αλληλεγγύης που έχτισαν τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα τα ποικίλα δίκτυα και οι διάφορες οργανώσεις υποστήριξης προς τους μετανάστες. Για την ακρίβεια, εμπεδώνουν στα κοινωνικά δίκτυα της καθημερινότητας ως μόνη νόμιμη μορφή αλληλεγγύης την «αλληλεγγύη από ομοιότητα» που αναπαράγει την πολιτισμική απομόνωση και τον κοινωνικό σεχταρισμό, απονομιμοποιώντας την «αλληλεγγύη από διαφορά» που υπερασπίζεται την καθολικότητα του υποκειμένου. Έτσι, κατά μείζονα λόγο, εξουδετερώνουν την προοπτική να συνειδητοποιηθεί ευρύτερα στη βάση της κοινωνίας ότι η αλληλεγγύη δεν είναι απλώς εργαλείο επιβίωσης (πολύ περισσότερο των «εκλεκτών»), αλλά συνιστά εργαλείο ανταγωνιστικών στον καπιταλισμό μορφών συμβίωσης και δράσης.
Γνωρίζουμε ότι αυτή η κοινοτιστική εδραίωση της ΧΑ είναι γεμάτη ανεπίλυτες αντιφάσεις. Ο φασισμός δεν οικοδομεί ένα αληθινό υποκείμενο της δράσης, απλώς επιβάλλει την «επιλογή» της μίας και μοναδικής εκδοχής της δράσης. Η δυνατότητα της επιλογής σημαίνει όντως προαιρετική μετακίνηση από την απάθεια στην ενεργητικότητα, αλλά ασκείται μέσα σε ασφυκτικά όρια πειθαρχίας και υποταγής που καταργούν τη σημασία της μετακίνησης. Η χειραφέτηση εν μέρει απεγκλωβίζει μεν από ορισμένες κοινωνικά αποδοσμένες ιεραρχίες (π.χ. των εφήβων μέσα στην οικογένεια και στο σχολείο), αλλά η γοητεία της εξαντλείται όταν γίνεται φανερό ότι απλώς αντικαθιστά τις παλαιές και κατεστημένες ιεραρχίες με νέες επιλεγμένες αλλά και πιο αυταρχικές. Η αλληλεγγύη αυτό-ακυρώνεται στο μέτρο που αποδεικνύεται πολεμικό εργαλείο προσβολής και εξαφάνισης του αντιπάλου.
Παρ’ όλα αυτά, ο φασιστικός κοινοτικός δεσμός παραμένει ενεργός και με δυναμική εξάπλωσης στην ελληνική κοινωνία. Η Αριστερά καλείται να αντιμετωπίσει το φαινόμενο σε όλες τις όψεις εμφάνισής του σε συνθήκες εντεινόμενης οικονομικής και κοινωνικής κρίσης. Στο πολιτισμικό πεδίο δουλεύοντας μέσα στα καθημερινά δίκτυα για να ξαναδώσει το δικό της κοινωνικό περιεχόμενο σε αξιακά νοηματοδοτημένες βιωματικές πρακτικές όπως συλλογικότητα, συμπαράσταση, εγκαρδίωση, οικειότητα, εμπιστοσύνη, μοίρασμα κοινών οραμάτων, χειραφέτηση, αφοσίωση, δέσμευση, εκφραστική επικοινωνία, παραγωγή απελευθερωτικής γνώσης, συντροφικότητα, αλληλεγγύη. Επίσης, για να καταστήσει ξανά επίκαιρα, αλλά και διαχρονικά, δικαιώματα όπως η αυτονομία, η ισότητα, η συμπληρωματικότητα και ο σεβασμός όλων των διαφορών.
Έτσι, αντιμετωπίζοντας το φασιστικό φαινόμενο θα ανατρέπει συγχρόνως την κυριαρχία του συστημικού αυταρχισμού. Δουλεύοντας ακριβώς εκεί όπου η μηχανική πρόσδεση της συμπεριφοράς με αξιακούς προσανατολισμούς παίρνει καθημερινά τη μορφή της απτής συμβίωσης: στους χώρους εργασίας και εκπαίδευσης, στις οικογένειες, στις γειτονιές και στις συνοικίες, στα δίκτυα κοινωνικής υποστήριξης και στους δημόσιους χώρους. Μόνο έτσι θα μπορέσει η Αριστερά της κοινωνίας να συναντηθεί ανοιχτά με την πολιτική Αριστερά πλέκοντας μαζί τον καμβά όπου θα υφανθούν τα επόμενα χρόνια οι πολύμορφες πρωτοβουλίες μιας ευρύτερης μεταβολής. Γιατί η αντιμετώπιση του φασισμού δεν είναι ξεκομμένη από την αντιμετώπιση του συστημικού αυταρχισμού, δεν είναι μια επιμέρους προσπάθεια να επιστρέψουμε στο «μικρότερο κακό», σε συστημικές πηγές νοηματοδότησης του βίου και σε θεσμικά κριτήρια προσανατολισμού της συμπεριφοράς που (υποτίθεται) έχουν πρόσκαιρα διαταραχθεί. Αν θέλουμε να καταρρίψουμε σταδιακά όλες τις πολιτισμικές νοηματοδοτήσεις που οδηγούν σταθερά σε φαινόμενα ακραίας βίας κατά των αδυνάμων, ακραίου κοινωνικού αποκλεισμού και ακραίου διανοητικού ολοκληρωτισμού, οφείλουμε να κινηθούμε στον αστερισμό ενός οικουμενικά προσανατολισμένου δρώντος υποκειμένου.
Σε καθαρά πολιτικό επίπεδο, η κατά τόπους ηγεμονική φυσική παρουσία της ΧΑ στους δημόσιους χώρους επείγει να αντιμετωπιστεί πρακτικά, για δύο βασικούς λόγους. Κατ’ αρχάς, επειδή η εύλογη κοινωνική υπεράσπιση των μεταναστευτικών και άλλων ομάδων των οποίων τα μέλη η ίδια στοχοποιεί, στιγματίζοντάς τα για να τα καταστήσει ευάλωτα αντικείμενα της φασιστικής βίας, είναι ανέφικτη χωρίς τη φυσική προστασία τους. Δεύτερον επειδή, παρά τη δυνητική πραγματικότητα της κοινωνίας της πληροφορίας που μας περιβάλλει, οι φυσικοί χώροι των πόλεων παραμένουν σε μεγάλο βαθμό βασικοί χώροι όπου αυθόρμητα διαμορφώνονται απαραίτητα εργαλεία (κοινωνικότητα, συλλογική διαμόρφωση των αναγκών, καθημερινή συνύπαρξη και συλλογική διάδραση) που χρειάζεται το οικουμενικά προσανατολισμένο υποκείμενο για να δράσει.
*Ο Μιχάλης Ψημίτης είναι κοινωνιολόγος στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου
Πηγή: