“Δεν βγαίνει”. Οι περικοπές του 25% σε μισθούς, συντάξεις και δαπάνες, που έγιναν μεσοσταθμικά με το Μνημόνιο 1, ταυτόχρονα κατέστησαν το δημόσιο χρέος εξώφθαλμα μη διαχειρίσιμο, -παρά το PSI, και φυσικά αδυνατούν να καταστήσουν το ίδιο το δημόσιο έλλειμμα ελέγξιμο. Ένα νέο κύμα επιπρόσθετων περικοπών της τάξης του 20% είναι απλώς ανεφάρμοστες, έωλες και καταστροφικές.
Η κυβέρνηση αποφάσισε ότι τα μέτρα θα είναι ένας συνδυασμός 9,5 δισ. περικοπών και 3 δισ. αύξησης των εσόδων τη διετία 2013 και 2014. Αυτά αφορούν σε μια οικονομία πλέον που οι πρωτογενείς δαπάνες του Δημοσίου είναι 52 δισ. Οι μισθοί του Δημοσίου είναι μόλις 14 δισ. και οι συντάξεις του Δημοσίου μόλις 6,5. Το μεγάλο κονδύλι είναι φυσικά η επιδότηση των ταμείων, που από κοινού με την πρόνοια και την περίθαλψη είναι περίπου 17 δισ. Τι απομένει; Τα εξοπλιστικά προγράμματα, οι δημόσιες επενδύσεις και οι λειτουργικές δαπάνες, που όλα μαζί είναι άλλα 10 δισ.
Τα δημόσια έσοδα είναι περίπου 50 δισ., άρα το έλλειμμα είναι ήδη μικρό. Ο λόγος που δεν κλείνει είναι φυσικά οι τόκοι του δημόσιου χρέους, 16 δισ. τον χρόνο, άρα εγγράφεται ένα έλλειμμα κοντά στα 20 δισ. ετησίως, που τείνει να αποδειχθεί, αν δεν είναι ήδη, μη διαχειρίσιμο. Το χειρότερο είναι ότι το έλλειμμα των 20 δισ. (κοντά στο 10% του ΑΕΠ) είναι σταθερό παρά τα Μνημόνια 1 και 2. Η εικόνα συμπληρώνεται από το ασφαλιστικό μας σύστημα, το οποίο έχει άλλα 30 δισ. εισφορές τον χρόνο και δαπανά περίπου 40 δισ. Αυτές καλύπτει η δημόσια χρηματοδότηση.
Τα δημόσια έσοδα, από την άλλη, είναι 50 δισ., 30 από έμμεσους και 20 από άμεσους φόρους και, φυσικά, περίπου 30 δισ. είναι οι ασφαλιστικές εισφορές. Η φορολογική πολιτική του Μνημονίου 1 επεδίωξε να αυξήσει το φορολογικό βάρος με οριζόντια μέτρα, προκειμένου να καλύψει το κενό που προκαλούσε η ύφεση, η οποία αθροιστικά πλέον φθάνει στο 20% του ΑΕΠ του 2008. Σε αριθμούς, η συρρίκνωση του ΑΕΠ από 245 σε περίπου 200 δισ. μείωσε λογικά τα έσοδα κατά περίπου 10 δισ.
Το θέμα των νέων περικοπών πρέπει, συνεπώς, να συζητηθεί σε αυτό ακριβώς το συγκεκριμένο πλαίσιο των δημοσιονομικών μεγεθών και της ύφεσης. Και το συμπέρασμα είναι προφανές. “Δεν βγαίνει”. Οι περικοπές του 25% σε μισθούς, συντάξεις και δαπάνες, που έγιναν μεσοσταθμικά με το Μνημόνιο 1, ταυτόχρονα κατέστησαν το δημόσιο χρέος εξώφθαλμα μη διαχειρίσιμο, παρά το PSI, και φυσικά αδυνατούν να καταστήσουν το ίδιο το δημόσιο έλλειμμα ελέγξιμο. Ένα νέο κύμα επιπρόσθετων περικοπών της τάξης του 20% είναι απλώς ανεφάρμοστες, έωλες και καταστροφικές.
Μεγαλύτερη αποτυχία οικονομικού προγράμματος δεν θα ήταν υπό οποιεσδήποτε συνθήκες δυνατή. Συνεπώς, το θέμα που τίθεται με κατεπείγοντα τρόπο είναι η ίδια η βιωσιμότητα του “ελληνικού προγράμματος". Εάν εφαρμοστούν τα μέτρα και δεν συμβεί τίποτα άλλο, η ελληνική οικονομία δεν θα αντέξει πάνω από έξι μήνες. Υγιείς επιχειρήσεις και κλάδοι θα αντιμετωπίσουν άμεσα την προοπτική της πτώχευσης. Η ύφεση εντός ενός έτους θα είναι της τάξης του 10% και αυτό το νούμερο καθιστά το όποιο δημοσιονομικό πρόγραμμά τους ανεφάρμοστο.
Συνεπώς, καθώς όλα τα παραπάνω είναι πλέον κοινός τόπος για τους εταίρους, το ΔΝΤ, την ελληνική κυβέρνηση, τους αναλυτές των αγορών, τίθεται πλέον ως διακύβευμα το ίδιο το “ελληνικό πρόγραμμα”. Η κυβέρνηση για πρώτη φορά θυμήθηκε την ανάγκη μιας νέας πολιτικής συμφωνίας με τους εταίρους. Ταυτόχρονα ανακάλυψε τις ρήτρες κάθε μορφής και είδους που θα προσδεθούν στην εφαρμογή των μέτρων, αναγνωρίζοντας ότι μάλλον η οικονομία θα ακολουθήσει άλλες ατραπούς, συνεπώς και τα μέτρα πρέπει να παραμείνουν υπό αίρεση.
Τι, άραγε, θα μπορούσε να περιλαμβάνει η πολιτική συμφωνία; Μα, όλα τα προφανή που έθετε ο ΣΥΡΙΖΑ από την αρχή. Αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους, πιο αργή δημοσιονομική προσαρμογή, αυτόνομη διαχείριση του ζητήματος των τραπεζών, αλλαγή της δημοσιονομικής πολιτικής προς δικαιότερη κατανομή των βαρών, και, φυσικά, μέτρα ανάσχεσης της ύφεσης. Η εμμονική προσκόλληση στο Μνημόνιο φτάνει στα όριά της, δυστυχώς με τον πιο επώδυνο τρόπο για την ελληνική κοινωνία.
Η κυβέρνηση αποφάσισε ότι τα μέτρα θα είναι ένας συνδυασμός 9,5 δισ. περικοπών και 3 δισ. αύξησης των εσόδων τη διετία 2013 και 2014. Αυτά αφορούν σε μια οικονομία πλέον που οι πρωτογενείς δαπάνες του Δημοσίου είναι 52 δισ. Οι μισθοί του Δημοσίου είναι μόλις 14 δισ. και οι συντάξεις του Δημοσίου μόλις 6,5. Το μεγάλο κονδύλι είναι φυσικά η επιδότηση των ταμείων, που από κοινού με την πρόνοια και την περίθαλψη είναι περίπου 17 δισ. Τι απομένει; Τα εξοπλιστικά προγράμματα, οι δημόσιες επενδύσεις και οι λειτουργικές δαπάνες, που όλα μαζί είναι άλλα 10 δισ.
Τα δημόσια έσοδα είναι περίπου 50 δισ., άρα το έλλειμμα είναι ήδη μικρό. Ο λόγος που δεν κλείνει είναι φυσικά οι τόκοι του δημόσιου χρέους, 16 δισ. τον χρόνο, άρα εγγράφεται ένα έλλειμμα κοντά στα 20 δισ. ετησίως, που τείνει να αποδειχθεί, αν δεν είναι ήδη, μη διαχειρίσιμο. Το χειρότερο είναι ότι το έλλειμμα των 20 δισ. (κοντά στο 10% του ΑΕΠ) είναι σταθερό παρά τα Μνημόνια 1 και 2. Η εικόνα συμπληρώνεται από το ασφαλιστικό μας σύστημα, το οποίο έχει άλλα 30 δισ. εισφορές τον χρόνο και δαπανά περίπου 40 δισ. Αυτές καλύπτει η δημόσια χρηματοδότηση.
Τα δημόσια έσοδα, από την άλλη, είναι 50 δισ., 30 από έμμεσους και 20 από άμεσους φόρους και, φυσικά, περίπου 30 δισ. είναι οι ασφαλιστικές εισφορές. Η φορολογική πολιτική του Μνημονίου 1 επεδίωξε να αυξήσει το φορολογικό βάρος με οριζόντια μέτρα, προκειμένου να καλύψει το κενό που προκαλούσε η ύφεση, η οποία αθροιστικά πλέον φθάνει στο 20% του ΑΕΠ του 2008. Σε αριθμούς, η συρρίκνωση του ΑΕΠ από 245 σε περίπου 200 δισ. μείωσε λογικά τα έσοδα κατά περίπου 10 δισ.
Το θέμα των νέων περικοπών πρέπει, συνεπώς, να συζητηθεί σε αυτό ακριβώς το συγκεκριμένο πλαίσιο των δημοσιονομικών μεγεθών και της ύφεσης. Και το συμπέρασμα είναι προφανές. “Δεν βγαίνει”. Οι περικοπές του 25% σε μισθούς, συντάξεις και δαπάνες, που έγιναν μεσοσταθμικά με το Μνημόνιο 1, ταυτόχρονα κατέστησαν το δημόσιο χρέος εξώφθαλμα μη διαχειρίσιμο, παρά το PSI, και φυσικά αδυνατούν να καταστήσουν το ίδιο το δημόσιο έλλειμμα ελέγξιμο. Ένα νέο κύμα επιπρόσθετων περικοπών της τάξης του 20% είναι απλώς ανεφάρμοστες, έωλες και καταστροφικές.
Μεγαλύτερη αποτυχία οικονομικού προγράμματος δεν θα ήταν υπό οποιεσδήποτε συνθήκες δυνατή. Συνεπώς, το θέμα που τίθεται με κατεπείγοντα τρόπο είναι η ίδια η βιωσιμότητα του “ελληνικού προγράμματος". Εάν εφαρμοστούν τα μέτρα και δεν συμβεί τίποτα άλλο, η ελληνική οικονομία δεν θα αντέξει πάνω από έξι μήνες. Υγιείς επιχειρήσεις και κλάδοι θα αντιμετωπίσουν άμεσα την προοπτική της πτώχευσης. Η ύφεση εντός ενός έτους θα είναι της τάξης του 10% και αυτό το νούμερο καθιστά το όποιο δημοσιονομικό πρόγραμμά τους ανεφάρμοστο.
Συνεπώς, καθώς όλα τα παραπάνω είναι πλέον κοινός τόπος για τους εταίρους, το ΔΝΤ, την ελληνική κυβέρνηση, τους αναλυτές των αγορών, τίθεται πλέον ως διακύβευμα το ίδιο το “ελληνικό πρόγραμμα”. Η κυβέρνηση για πρώτη φορά θυμήθηκε την ανάγκη μιας νέας πολιτικής συμφωνίας με τους εταίρους. Ταυτόχρονα ανακάλυψε τις ρήτρες κάθε μορφής και είδους που θα προσδεθούν στην εφαρμογή των μέτρων, αναγνωρίζοντας ότι μάλλον η οικονομία θα ακολουθήσει άλλες ατραπούς, συνεπώς και τα μέτρα πρέπει να παραμείνουν υπό αίρεση.
Τι, άραγε, θα μπορούσε να περιλαμβάνει η πολιτική συμφωνία; Μα, όλα τα προφανή που έθετε ο ΣΥΡΙΖΑ από την αρχή. Αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους, πιο αργή δημοσιονομική προσαρμογή, αυτόνομη διαχείριση του ζητήματος των τραπεζών, αλλαγή της δημοσιονομικής πολιτικής προς δικαιότερη κατανομή των βαρών, και, φυσικά, μέτρα ανάσχεσης της ύφεσης. Η εμμονική προσκόλληση στο Μνημόνιο φτάνει στα όριά της, δυστυχώς με τον πιο επώδυνο τρόπο για την ελληνική κοινωνία.