Παρασκευή 28 Σεπτεμβρίου 2012

Η εγκαθίδρυση του Ελληναρά


   Τα γλειψίματα και η εφηβική ρητορική του Προέδρου της ελληνικής Βουλής δεν έσκασαν από
    το πουθενά μέσα στην αίθουσα του Κοινοβουλίου. Πρέπει πάντα να υπάρχει γόνιμο έδαφος ώστε ένας έμπειρος πολιτικάντης όπως ο κ. Μεϊμαράκης να μπορεί να παραγνωρίζει τις ευθύνες που σηκώνει το τρίτο πρόσωπο στην ιεραρχία της ελληνικής Δημοκρατίας και να ξεφτιλίζει τον θεσμό που ο ίδιος υπηρετεί.

Το γόνιμο έδαφος δεν γίνεται γόνιμο από μόνο του. Θέλει υπομονετικό σκάψιμο, άλεσμα, ενδεχομένως κάποιο ζιζανιοκτόνο και ιδιαίτερη δουλειά. Θέλει χρόνο. Τα «γαλλικά» του κ. Μεϊμαράκη δεν είναι κάτι απόμακρο από την ελληνική επικοινωνία.
Η βωμολοχία και η αγένεια είναι στοιχεία που συναντάμε καθημερινά τριγύρω μας. Η διαδικασία όμως που η γλώσσα του δρόμου έχει την ευκολία να χρησιμοποιείται και από τον Πρόεδρο της Βουλής, είναι πιο σύνθετη και χρονοβόρα από την ευκολία που μία παρέα 15χρονων αποκαλεί «μαλάκα» ο ένας τον άλλο. Χρειάζεται μία αποδομημένη κοινωνία. Μία κοινωνία που έχει ισοπεδώσει τους θεσμούς οι οποίοι θα έπρεπε να λειτουργούν ως πυλώνες εγγύησης της εύρυθμης και δημοκρατικής λειτουργίας της. Θα πρέπει οι ίδιοι οι θεσμικοί λειτουργοί να μην κάνουν σωστά το λειτούργημά τους, εμπνεόμενοι από την κοινωνία που επίσης ξευτιλίζει τους θεσμούς και οι μεν να ανατροφοδοτούν τους δε.

Οι θεσμοί είναι συλλογικές οντότητες. Χρειάζονται μία ελάχιστη υποχώρηση από όλα τα μέλη μίας κοινωνίας προκειμένου να παραμένουν σεβαστοί και αντικειμενικά αλώβητοι. Να μεταλλάσσονται και να εξελίσσονται συνεχώς βάσει διαδικασιών που οι ίδιοι ορίζουν. Η σαπίλα του πολιτικού συστήματος, με το συνεχές σιγοντάρισμα των πολιτικών δυνάμεων ολόκληρου του πολιτικού φάσματος, έπαιξε έναν σημαντικό ρόλο στην απομυθοποίηση των θεσμών στα μάτια της κοινωνίας. Τα «αθώα» φάσκελα προς τη Βουλή, η διάχυτη διαφθορά σε όλα τα κοινωνικά στρώματα, η συνεχής ατιμωρησία σε σημαντικές ή ασήμαντες παρανομίες, η διόγκωση των άκρων με αποτέλεσμα την φασιστοποίηση Δεξιάς και Αριστεράς, τα κλειστά τσιφλίκια των Πανεπιστημίων, η εξίσωση της σοβαρής επιχειρηματολογίας με την σκουπιδολογία, η διαρκής ανάδειξη ανθρωπάριων και του λόγου τους από τα mainstream ΜΜΕ, και ένα σωρό άλλες καταστάσεις που βιώνουμε εδώ και είκοσι χρόνια και κλιμακώθηκαν τα τελευταία τρία, είναι μερικοί από τους παράγοντες που αποδυνάμωσαν τους θεσμούς.



Λένε πως το χαστούκι του Κασσιδιάρη, συνοδεία του λεκτικού «παλιοκομμούνι» εκτόξευσε τα ποσοστά της Χρυσής Αυγής. Τα πραγματικά ποσοστά όμως. Χωρίς ψήφους διαμαρτυρίας και αντίδρασης στο «σάπιο πολιτικό σύστημα». Τα ποσοστά αυτών των συμπολιτών μας που την επόμενη μέρα σιγομουρμούριζαν «ε καιρός της ήταν και της Λιάνας να φάει τις μπάτσες της». Και ξαφνικά, μέσα σε μία μέρα, η βία και η αυτοδικία πήραν το πράσινο φως από ένα κοινοβουλευτικό κόμμα, ώστε να σπάσουν το ταμπού του φασισμού που κρατούσε δεκαετίες τώρα.



Το
νεοναζιστικό κόμμα που έγινε μόδα δεν ήρθε να προτείνει κάτι νέο ή κάποια λύση για την έξοδο από την οικονομική και κοινωνική κρίση. Απλά έκλεισε το μάτι στον Ελληναρά που κυκλοφορεί ανάμεσά μας και που ανεχόμαστε χρόνια τώρα. Αυτόν που ανέκαθεν είχε μία απέχθεια στους θεσμούς και τις κοινωνικές συμβάσεις. Και αυτός με τη σειρά του, κορδώθηκε, φόρεσε το τσαμπουκαλεμένο και μίζερο βλέμμα του και βγαίνει πλέον καθημερινά στις τηλεοράσεις, κάνει δημόσιες εμφανίσεις, δε δίνει λογαριασμό σε κανένα και γράφει τους θεσμούς του στο αγαπημένο του ανθρώπινο όργανο που το'χει κρυφό καμάρι.



Έτσι και ο Πρόεδρος της ελληνικής Βουλής είδε ότι το έδαφος είναι πλέον γόνιμο ολόγυρά του, και με τη σειρά του έκλεισε το μάτι στον Ελληναρά. Αυτόν που ούτως ή άλλως έκρυβε μέσα του και που είχε σαγηνέψει τους 18.326 συμπολίτες μας που τον ψήφισαν και τους 233 βουλευτές που τον εξέλεξαν Πρόεδρο της Βουλής.

Π
ηγή: Το Ελληνάκι