Για τον ΣΥΡΙΖΑ και την κυβέρνηση της Αριστεράς
Η απάντηση στο ερώτημα αν ο ΣΥΡΙΖΑ “θα κάνει τελικά αυτά που λέει” δεν εξαρτάται μόνο ή πρωτίστως από την αποφασιστικότητα και την ηθική ακεραιότητα των στελεχών του. Αν και οι ποιότητες αυτές θα παίξουν φυσικά ρόλο σε κρίσιμες στιγμές, η δραστικότητά τους θα κρίνεται κάθε φορά σε συνθήκες πολυπλοκότερες. Όπως και να το διατυπώσουμε, λοιπόν, το ερώτημα περί “συνέπειας” του ΣΥΡΙΖΑ ρωτά, στην πραγματικότητα, αν μια μη αστική κυβέρνηση μπορεί να “επιβιώσει” πολιτικά στο πλαίσιο ενός αστικού κράτους. Αυτό θα είναι μια κυβέρνηση της Αριστεράς: μία μη αστική κυβέρνηση εντός ενός καπιταλιστικού κράτους, καθώς το τελευταίο δεν ταυτίζεται φυσικά με την κυβέρνηση – εξ ου και δεν αλλάζει με κάθε πολιτική μεταβολή. Απο εκεί, νομίζω, ξεκινά μια (απαιτητική) συζήτηση για το τι πρέπει και τι μπορεί να κάνει μια κυβέρνηση της Αριστεράς.
Στο βαθμό που μια τέτοια κυβέρνηση δεν είναι “σαν τις άλλες”, δεν μπορεί εξ ορισμού να στηριχτεί στα θεμέλια των προηγούμενων: στο δόγμα “έτσι τα βρήκαμε, έτσι θα πάμε”. Από αυτή τη σκοπια, λοιπόν, το να κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ “αυτά που λέει” σημαίνει υποχρεωτικά μια ασυνέχεια μέσα στο κράτος, όψεις της οποίας περιγράφει με σαφήνεια η πολιτική απόφαση του Ιδρυτικού του Συνεδρίου [1]. Ασυνέχεια στο κράτος: ανατροπές του νομικού και θεσμικού πλαισίου που μέχρι τώρα θεωρούνταν δεδομένο (στην οικονομική πολιτική, τη δημόσια διοίκηση, την εκπαίδευση και τον πολιτισμό, το περιβάλλον, τις διεθνείς σχέσεις κ.ά), τουλάχιστον στις βασικές γραμμές, σε ό,τι αφορά δηλαδή το κυρίαρχο μοντέλος συσσώρευσης διά της αφαίρεσης πλούτου, τη διεύρυνση των όρων εκμετάλλευσης και την επιβολή μιας σειράς κοινωνικών ιεραρχιών (εθνικών, έμφυλων κ.ο.κ).
Το εύρος αυτής της ασυνέχειας δεν θα κριθεί από τις αγαθές προθέσεις του προσωπικού μιας κυβέρνησης της Αριστεράς. Θα εξαρτηθεί από την έκβαση συγκρούσεων με “μηχανισμούς και κατεστημένες νοοτροπίες”, που θά΄ λεγαν και οι νεοφιλελεύθεροι, καθώς και με το σημερινό προσωπικό του κράτους, που αν και δεν θεωρεί ότι επιτελεί πολιτικό ρόλο, επιτελεί πολιτικότατο. Ας ακούσουμε τι λέει ο Αλτουσέρ για την περίπτωση της Γαλλίας:
“Η τεράστια πλειοψηφία των υψηλόβαθμων δημόσιων υπαλλήλων, πολιτικών, στρατιωτικών ή αστυνομικών, είναι μεγαλοαστοί καταγωγής ή καριέρας. Και καθώς προχωράμε στην ιεραρχία και στην υπευθυνότητα, [τ]ο κράτος γίνεται πια τόσο πολύπλοκο που καθώς φτάνουμε μπροστά σ’ ένα γκισέ του PTT, SNCF, ή της Κοινωνικής Ασφάλισης, έχουμε χάσει εδώ και καιρό την ταξική πολιτική που από απόσταση αλλά επίμονα κυβερνά όλους τους διοικητικούς μηχανισμούς, και μπορούμε να έχουμε την εντύπωση ότι βρισκόμαστε μπροστά σε, σύνθετες ασφαλώς, «τυπικότητες», οι οποίες θα μπορούσαν να απλοποιηθούν και είναι «φυσικές». Τι πιο φυσικό από το να αγοράσουμε ένα καρνέ εισιτηρίων για το λεωφορείο ή μια κάρτα απεριορίστων διαδρομών; Ακριβώς όμως, στη Γαλλία σχετικά με την κάρτα απεριορίστων διαδρομών, υπάρχει ένα ολόκληρο κίνημα διαμαρτυρίας, που αμφισβητεί το καλώς-θεμελιωμένο της αύξησης της τιμής της. Από τη στιγμή δε που πρόκειται για χρήματα δεν έχουμε καθόλου πλέον την ίδια εντύπωση αυτής της «φυσικής τυπικότητας» όταν βρισκόμαστε μπροστά σ’ ένα ταμείο της εφορίας, ούτε ακόμα όταν καταπίνουμε τους τρομερούς έμμεσους φόρους που υφαρπάζουν υπεραξία από το λαϊκό πορτοφόλι” [2].
Με πιο θεωρητικούς όρους, ο Πουλαντζάς εξηγεί ότι
το καπιταλιστικό κράτος, μέσα από μια σειρά “τελετουργιών, μορφών λόγου και δομικών τρόπων θεματοποίησης και πραγμάτευσης των προβλημάτων”, μονοπωλεί τη γνώση και αποκλείει με αυτόν τον τρόπο τις μάζες από οποιαδήποτε αποτελεσματική συμμετοχή στην πολιτική εξουσία [3].
Μπροστά στις συγκρούσεις αυτές, λοιπόν, η έκβαση των οποίων είναι φυσικά άγνωστη εκ των προτέρων, θα δοκιμάζεται διαρκώς η δυνατότητα μιας κυβέρνησης της Αριστεράς να λειτουργεί στην ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση από αυτήν που περιγράφουν οι προαναφερθέντες: η δυνατότητά της, δηλαδή, να ασκεί αριστερή “αντιπολίτευση” στο κράτος. Και είναι γι΄ αυτό που, μπροστά στις συγκρούσεις αυτές, θα δοκιμάζεται η ισορροπία ανάμεσα σε δύο διαφορετικές λειτουργίες που χαρακτηρίζουν κάθε κόμμα: η πρώτη αφορά το κόμμα ως οργανωτή κοινωνικών συμμαχιών, σχέσεων κοινωνικής εκπροσώπησης· η δεύτερη έχει να κάνει με το κόμμα ως παραγωγό κρατικής πολιτικής [4].
Ο ΣΥΡΙΖΑ γνωρίζει ότι τα κόμματα της Αριστεράς που άσκησαν κυβερνητικά καθήκοντα μέχρι σήμερα, σε άλλες δεκαετίες μάλιστα με προγράμματα πιο συγκρουσιακά από το δικό του, υπέκυψαν στην “πεπατημένη”: στη συνέχεια του κράτους. Αυτός, εξάλλου, ήταν ένας από τους λόγους που παράτησαν τις ταξικές και κοινωνικές τους αναφορές, υιοθετώντας πιο εθνικά ιδιώματα - λες και κάτι τέτοιο θα ήταν χωρίς συνέπειες.
Προκρίνοντας λοιπόν την αποτελεσματικότητα ως προς τη δεύτερη λειτουργία, σε βάρος της πρώτης, τα κόμματα αυτά αφέθηκαν να μετατραπούν από “μεσίτες” της κοινωνίας προς το κράτος, σε “μεσίτες”-διαμεσολαβητές του κράτους προς την κοινωνία, απογοητεύοντας τα βασικά κοινωνικά τους στηρίγματα. Δεν συνέβη γιατί το πολιτικό τους προσωπικό υπήρξε ανέντιμο και “πρόδωσε” ή “βολεύτηκε”. Ασφαλώς υπήρξαν και τέτοιες διαστάσεις. Συνέβη γιατί τα κόμματα αυτά έχασαν (αν υποτεθεί ότι την έδωσαν ποτέ) μία πολιτική μάχη, υποτιμώντας ή αποτυγχάνοντας στο κοινωνικό πεδίο: σ΄ αυτό που, κάπως αφηρημένα και παραδοσιακά, λέμε ακόμα “οργάνωση του λαού” -σε κομματικές οργανώσεις, σωματεία, πολιτιστικά κέντρα, συνεταιρισμούς, συλλόγους φοιτητών, γυναικείες οργανώσεις και κινήματα- και στα συναφή ιδεολογικά-“ταυτοτικά περιεχόμενα” αυτής της υπόθεσης.
Όσο κι αν οι επικείμενες εκλογικές μάχες έχουν τα δικά τους, ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, νομίζω ότι είναι κρίσιμο ο ΣΥΡΙΖΑ να τις δώσει (και) υπ΄ αυτό το πρίσμα. Εξίσου κρίσιμο, από άλλη σκοπιά, είναι να κατοχυρώσει τις προϋποθέσεις μιας κομματικής λειτουργίας στην κατεύθυνση αυτή, με συγκεκριμένες επεξεργασίες και με “πρακτικά” παραδείγματα. Έχει πολύ σοβαρούς λόγους για να το αποπειραθεί, και ακόμα περισσότερους να το πετύχει. Κατά τα άλλα, το κράτος, όπως ξέρουμε και από άλλες περιπτώσεις, δεν είναι καθόλου ανίκητο.