Κυριακή 16 Σεπτεμβρίου 2012

μια θάλασσα μικρή


[Ποτέ μου δεν είχα φόβο μη και δεν έχω πατρίδα και σημαία, μη νιώσω ξέμπαρκος στο πέλαγος της φαντασιακής ενότητας και της ιδεοληπτικής ασφάλειας. Πάντοτε όμως, όταν ανέβαινα σε καράβι -ακόμα και τώρα ίσως- είχα το φόβο μη πνιγώ, μη πλέω ξέμπαρκος σε μια αφιλόξενη μοβόρα θάλασσα, απέραντη και σκοτεινή όπως φαίνεται από ψηλά όταν δεν κολυμπάς μέσα της. Μέσα της όμως, όλα είναι αλλιώς. Γίνεσαι φίλος, σε αγγίζουν παντού τα νερά της, τη μαθαίνεις, γνωρίζεστε. Ο φόβος γεννιέται μόνο αν είσαι έξω. Όταν την κοιτάς, όχι όταν κολυμπάς. Ο φόβος υπάρχει μόνο άμα δεν είσαι φίλος.]



Βλέπω το κοριτσάκι που ούτε πατρίδα πλέον έχει, ούτε φόβο για τη θάλασσα, ούτε φόβους για τίποτα. Τα έπνιξε όλα το κύμα της αφιλόξενης μοβόρας θάλασσας. Εκείνο ακολούθησε τους γονείς του ή κάποια μακρινή υπόσχεση μιας άγνωστης φωνής, σ'ένα ταξίδι στην άλλη θάλασσα -που'σαι ρε Θόδωρε γαμώτο- και βρέθηκε να παλεύει σ'αυτήν εδώ τη θάλασσα, να παλεύει μέσα στα νερά και τα ξύλα και τα σίδερα να βρει το απάγκιο της μακρινής υπόσχεσης, να παρηγορηθεί από την άγνωστη φωνή.

 Τα'χε προσέξει όλα πριν το μεγάλο ταξίδι· με την αθλητική του φόρμα, έτοιμο να τρέξει προς τη μακρινή υπόσχεση -και να γίνει πλέον μακρινός μόνο ο φόβος· με τις ασορτί κάλτσες του -δε γράφω καλτσούλες, μην έρθει η βάρβαρη μελούρα και τα ισοπεδώσει όλα· έτσι κι αλλιώς, όλη η τρυφερότητα κρύβεται στο ασορτί. Κι η μακριά κοτσίδα του, απείραχτη,
σαν τις χορδές του ανέμου, σημάδι μιας άλλης ανθρωπιάς, ενός πολιτισμού που δεν τα'χει χάσει όλα, επειδή έχει χάσει πατρίδες κι έχει γεμίσει φόβους· που όσο πρόσφυγας κι αν εγκαταλείπει την πατρίδα, τόσο άνθρωπος θέλει να κάνει το μεγάλο ταξίδι: φορώντας τα καλά του, χτενισμένο, με ασορτί κάλτσες και μια καινούρια καθαρή αθλητική φόρμα. Το παιδί θέλει να ταξιδέψει παιδί και όχι νούμερο σε στατιστικές ή έκπτωτο της ανερμάτιστης νομοθεσίας κάποιας μεσόγειας αποικιοκρατίας. Το παιδί,σαν παιδί, πιστεύει τους γονείς του ή την άγνωστη φωνή με τη μακρινή υπόσχεση, ότι κάπου υπάρχει ένας καλύτερος τόπος, μια καλύτερη δουλειά για το μπαμπά, καλύτεροι φίλοι, καλύτερο σχολείο, καλύτεροι φόβοι, καλύτερες θάλασσες. Η μοβόρα θάλασσα, που ξέρει από τόπους, που τους βρέχει κάθε μέρα, που μετρά στα βάθη της κορμιά σαν βάρκες και χέρια σαν κουπιά, που πνίγει φόβους και ανθρώπους, δεν το πιστεύει.


Το ασάλευτο σώμα του κοριτσιού υποφέρει τώρα στην απάνθρωπη αγκαλιά τουπλέον -του οριστικού, της πραγματικότητας, της φωτογραφικής σκληράδας.Πλέον δεν υπάρχει. Δηλαδή υπάρχει, αλλά πλέον είναι κάτι άλλο. Τα χέρια δείχνουν ζωντανά, σα να κρατάνε κάτι, σα να σφίγγουν κάτι μέσα τους, ερμητικά για να μη φύγει, αλλά πλέον δεν κρατάνε, πλέον δεν αγγίζουν. Δηλαδή αγγίζουν, αλλά δεν το ξέρουν. Πλέον δεν νιώθουν. Πλέον δεν πιστεύουν σε καλύτερους τόπους, όχι γιατί χάθηκαν οι τόποι, αλλά γιατί χάθηκαν τα μάτια.Πλέον θα είναι σφιγμένα, και τα χέρια και τα μάτια.

Κι αυτή η άλλη θάλασσα, μικρό κορίτσι, δεν ξημέρωσε μέχρι τώρα καλύτερους τόπους για κανέναν. Αυτή η θάλασσα, μικρή, πικρά σ'αποχαιρέτισε· και σε περιμένει. Αλλά σου γνέφει, μικρό κορίτσι με την απείραχτη πλεξούδα και τις ασορτί κάλτσες, πως
"πίσω απ'τους λόφους, πίσω απ'τα βλέφαρα, υπάρχει τόπος και για σένα". Χωρίς τα χέρια τα σφιγμένα.
http://blog.costinho.gr