Γράφει ο Αλέξανδρος Πιστοφίδης
Στο διάλογό του με τίτλο «Θεαίτητος» (βλέπε Θεαίτητος 175 Β) γράφει ο Πλάτων «είναι
Στο διάλογό του με τίτλο «Θεαίτητος» (βλέπε Θεαίτητος 175 Β) γράφει ο Πλάτων «είναι
ανόητοι εκείνοι, οι οποίοι, επειδή έχουν..
εφτά προγόνους πλούσιους εξυμνούν το γένος τους, πιστεύοντας ότι είναι ευγενικής καταγωγής. Λόγω ελλείψεως μορφώσεως δεν μπορούν να υπολογίσουν ότι καθένας μας έχει αναρίθμητες μυριάδες προγόνων και μέσα σ’ αυτές τις αναρίθμητες μυριάδες των προγόνων μας κάποιοι ήταν πλούσιοι και κάποιοι φτωχοί, κάποιοι ήταν βασιλείς και κάποιοι δούλοι, κάποιοι βάρβαροι και κάποιοι Ελληνες». (απλή Πλατωνική-Αριστοτελική λογική).
Και σήμερα υπάρχουν κάποιοι, γεννημένοι στο Κολωνάκι ή στο Μαρούσι, των οποίων οι πρόγονοι 7ης γενιάς μιλούσαν αρβανίτικα (δηλ. αλβανικά) αλλά με τη δημιουργία του νεοελληνικού κράτους πήραν οφίτσια, έκαναν περιουσία και πήγαν στο Παρίσι για σπουδές, οι οποίοι, λόγω ελλείψεως πραγματικής μορφώσεως, θεωρούν τους υπόλοιπους Ελληνες βλάχους, τουρκόσπορους ή βουλγάρους. (Αυτοί ή δεν διάβασαν τον Θεαίτητο ή αν τον διάβασαν θα αμφισβητούν την ελληνικότητα του Πλάτωνα. «Αλλά τι μπορείς να περιμένεις από κάποιον που τη μάνα του την λέγανε Περικτιόνη και κατά πάσα πιθανότητα γεννήθηκε στην Αίγινα»;)
Ο Ηρόδοτος πάλι, πουθενά δεν περιγράφει τους άλλους λαούς ως κατώτερους, ούτε καν τους κυριότερους εχθρούς των Ελλήνων τους Πέρσες. Όταν μάλιστα αναφέρει τους άλλους λαούς ως βαρβάρους εννοεί πως ομιλούν μια ακατανόητη γλώσσα η οποία ηχεί ως βαρ-βαρ ( στη Σουμερική διάλεκτο το Bar-bar σήμαινε ξένος). Εκτός αυτού, ο Ηρόδοτος έκανε και ένα άλλο ατόπημα, ισχυρίστηκε ότι οι Ελληνες πήραν το αλφάβητο από τους Φοίνικες (Οποία βλασφημία. Οι Ελληνες δεν πήραν από κανέναν μόνο έδωσαν).
Τον Αισχύλο θα μπορούσε να τον κατηγορήσει κάποιος ότι στο συγκλονιστικό του έργο «Πέρσαι» κάνει τους Ελληνεςς θεατές να κλάψουν για τη δυστυχία που επεφύλαξε η μοίρα στην κακότυχη Ατοσσα, σύζυγο του Δαρείου και μητέρα του Ξέρξη. (Αίσχος κύριε Αισχύλε. Εδώ μέχρι και ο Ιησούς χαρακτήρισε μια Συροφοινίκισσα σκυλάκι γιατί δεν ήταν από τη φυλή του Ισραήλ βλέπε: Κατά Μάρκον 7,ζ).
Οσον αφορά στον Ομηρο, ο οποίος μιλούσε για «βαρβαρόφωνους» και όχι για βαρβάρους, δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία για την εθνικότητά του. Στην Ιλιάδα, παρουσιάζει τον αρχηγό των Ελλήνων Αγαμέμνονα σαν το πιο μισητό πρόσωπο και τους Πρίαμο, Εκάβη, Ανδρομάχη και Κασσάνδρα σαν δυστυχή θύματα της ελληνικής βαρβαρότητας και στις ξένες γλώσσες προφέρεται ως Ομέρ, δημιουργώντας περίεργους συνειρμούς με τον Ομέρ Βρυώνη, ώστε κάποιοι τρισηλίθιοι τούρκοι ιστορικοί (ηλίθιοι υπάρχουν παντού) να βγάλουν το συμπέρασμα ότι ο Ομηρος δεν μπορεί να ήταν Ελληνας.
Αυτό που δεν μπορούν να καταλάβουν όλοι οι ανιστόρητοι, είναι το εξής απλό. Οι Αρχαίοι πρόγονοί μας, ήταν τόσο σίγουροι για τον εαυτό τους και για την εκ των πραγμάτων πολιτισμική υπεροχή τους, που δεν χρειαζόταν να το πουν ούτε να το επιδείξουν. Όπως ένας, πράγματι ευγενής στην αγωγή του, δεν το επιδεικνύει ούτε το λέει αφού το νιώθει μέσα του. Το ίδιο συμβαίνει με έναν αληθινό πατριώτη ή έναν αληθινό Χριστιανό. Δεν το διακηρύττει αλλά όταν χρειαστεί το δείχνει στην πράξη, ρισκάροντας ακόμη και τη ζωή του.
Το να διαλαλείς παντού, γιατί δεν κοστίζει τίποτα, ότι είσαι υπερπατριώτης, υπερχριστιανός και καθαρόαιμος Ελληνας, είναι το ευκολότερο. Στη χώρας μας, ζουν ακόμη πολλοί, που το 41 ανύψωσαν στο μπαλκόνι τους τη Βουλγαρική, τη Γερμανική
και την Ιταλική σημαία, το 43-44 τη σημαία με το σφυροδρέπανο και το 46 την Ελληνική σημαία αυτοβαπτιζόμενοι υπερπατριώτες. (σήμερα, την ελληνική σημαία αναρτημένη όλο το χρόνο, τη βλέπεις σε δημόσια κτίρια ή σε κάτι σπίτια οφθαλμοφανών καταπατητών μέσα σε δάση, που μπορεί να είναι και Αλβανοί).
Πολλοί απ’ αυτούς που μιλούν για την Ελληνική φυλετική υπεροχή, καλά θα κάνουν να ξαναδιαβάσουν την αρχαιοελληνική γραμματεία. Οι Αρχαίοι πρόγονοί μας δεν ταύτισαν ποτέ το καλό και ευγενές με τους Ελληνες και το κακό και ποταπό με τους βαρβάρους. Είχαν επίγνωση της ανωτερότητάς τους και δεν την έβγαζαν στα μπαλκόνια τους
Πολλοί απ’ αυτούς που φωνάζουν δυνατά, για να ακουστεί:«τιμή και αίμα», πλείστοι των οποίων προέρχονται από περιοχές όπου πριν αρκετούς αιώνες εγκαταστάθηκαν μαζικά Αλβανοί, Εζερίτες, Μηλιγγίτες, Σλάβοι, κ.α. και το 1832 άλλαξαν την ονομασία των χωριών και των πόλεών τους, καλά θα κάνουν να διαβάσουν τα βιβλία των Βυζαντινών αυτοκρατόρων Κ. Πορφυρογέννητου και Ι. Κατακουζηνού. Μ’ αυτές τις παρατηρήσεις δεν αμφισβητώ την ελληνικότητά τους, θεωρώ όμως πως είναι άκρως επικίνδυνο και μάλιστα σήμερα, να αρχίσουμε πάλι να χωρίζουμε τους Ελληνες σε γνήσιους και μη και να διχαζόμαστε για το ποιος είναι πιο πατριώτης. Αυτό το δείχνει κανείς στην πράξη. Οποιος αγαπάει πραγματικά την πατρίδα του, το δείχνει σήμερα στα αυτονόητα απλά και εύκολα(με σεβασμό στο περιβάλλον, στους συνανθρώπους και στους θεσμούς) και όταν χρειαστεί και στα δύσκολα.
Σκοπός της φυλετικής υπεροχής δεν ήταν ποτέ να αποκλείει ανθρώπους, πολύ λιγότερο να τους εξοντώνει, αλλά να τους κρατάει μέσα στο σύστημα ως «υπανθρώπους», ώστε να υφίστανται οικονομική εκμετάλλευση και όταν το απαιτούν οι συγκυρίες, να χρησιμοποιούνται πολιτικά ως αποδιοπομπαίοι τράγοι.
εφτά προγόνους πλούσιους εξυμνούν το γένος τους, πιστεύοντας ότι είναι ευγενικής καταγωγής. Λόγω ελλείψεως μορφώσεως δεν μπορούν να υπολογίσουν ότι καθένας μας έχει αναρίθμητες μυριάδες προγόνων και μέσα σ’ αυτές τις αναρίθμητες μυριάδες των προγόνων μας κάποιοι ήταν πλούσιοι και κάποιοι φτωχοί, κάποιοι ήταν βασιλείς και κάποιοι δούλοι, κάποιοι βάρβαροι και κάποιοι Ελληνες». (απλή Πλατωνική-Αριστοτελική λογική).
Και σήμερα υπάρχουν κάποιοι, γεννημένοι στο Κολωνάκι ή στο Μαρούσι, των οποίων οι πρόγονοι 7ης γενιάς μιλούσαν αρβανίτικα (δηλ. αλβανικά) αλλά με τη δημιουργία του νεοελληνικού κράτους πήραν οφίτσια, έκαναν περιουσία και πήγαν στο Παρίσι για σπουδές, οι οποίοι, λόγω ελλείψεως πραγματικής μορφώσεως, θεωρούν τους υπόλοιπους Ελληνες βλάχους, τουρκόσπορους ή βουλγάρους. (Αυτοί ή δεν διάβασαν τον Θεαίτητο ή αν τον διάβασαν θα αμφισβητούν την ελληνικότητα του Πλάτωνα. «Αλλά τι μπορείς να περιμένεις από κάποιον που τη μάνα του την λέγανε Περικτιόνη και κατά πάσα πιθανότητα γεννήθηκε στην Αίγινα»;)
Ο Ηρόδοτος πάλι, πουθενά δεν περιγράφει τους άλλους λαούς ως κατώτερους, ούτε καν τους κυριότερους εχθρούς των Ελλήνων τους Πέρσες. Όταν μάλιστα αναφέρει τους άλλους λαούς ως βαρβάρους εννοεί πως ομιλούν μια ακατανόητη γλώσσα η οποία ηχεί ως βαρ-βαρ ( στη Σουμερική διάλεκτο το Bar-bar σήμαινε ξένος). Εκτός αυτού, ο Ηρόδοτος έκανε και ένα άλλο ατόπημα, ισχυρίστηκε ότι οι Ελληνες πήραν το αλφάβητο από τους Φοίνικες (Οποία βλασφημία. Οι Ελληνες δεν πήραν από κανέναν μόνο έδωσαν).
Τον Αισχύλο θα μπορούσε να τον κατηγορήσει κάποιος ότι στο συγκλονιστικό του έργο «Πέρσαι» κάνει τους Ελληνεςς θεατές να κλάψουν για τη δυστυχία που επεφύλαξε η μοίρα στην κακότυχη Ατοσσα, σύζυγο του Δαρείου και μητέρα του Ξέρξη. (Αίσχος κύριε Αισχύλε. Εδώ μέχρι και ο Ιησούς χαρακτήρισε μια Συροφοινίκισσα σκυλάκι γιατί δεν ήταν από τη φυλή του Ισραήλ βλέπε: Κατά Μάρκον 7,ζ).
Οσον αφορά στον Ομηρο, ο οποίος μιλούσε για «βαρβαρόφωνους» και όχι για βαρβάρους, δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία για την εθνικότητά του. Στην Ιλιάδα, παρουσιάζει τον αρχηγό των Ελλήνων Αγαμέμνονα σαν το πιο μισητό πρόσωπο και τους Πρίαμο, Εκάβη, Ανδρομάχη και Κασσάνδρα σαν δυστυχή θύματα της ελληνικής βαρβαρότητας και στις ξένες γλώσσες προφέρεται ως Ομέρ, δημιουργώντας περίεργους συνειρμούς με τον Ομέρ Βρυώνη, ώστε κάποιοι τρισηλίθιοι τούρκοι ιστορικοί (ηλίθιοι υπάρχουν παντού) να βγάλουν το συμπέρασμα ότι ο Ομηρος δεν μπορεί να ήταν Ελληνας.
Αυτό που δεν μπορούν να καταλάβουν όλοι οι ανιστόρητοι, είναι το εξής απλό. Οι Αρχαίοι πρόγονοί μας, ήταν τόσο σίγουροι για τον εαυτό τους και για την εκ των πραγμάτων πολιτισμική υπεροχή τους, που δεν χρειαζόταν να το πουν ούτε να το επιδείξουν. Όπως ένας, πράγματι ευγενής στην αγωγή του, δεν το επιδεικνύει ούτε το λέει αφού το νιώθει μέσα του. Το ίδιο συμβαίνει με έναν αληθινό πατριώτη ή έναν αληθινό Χριστιανό. Δεν το διακηρύττει αλλά όταν χρειαστεί το δείχνει στην πράξη, ρισκάροντας ακόμη και τη ζωή του.
Το να διαλαλείς παντού, γιατί δεν κοστίζει τίποτα, ότι είσαι υπερπατριώτης, υπερχριστιανός και καθαρόαιμος Ελληνας, είναι το ευκολότερο. Στη χώρας μας, ζουν ακόμη πολλοί, που το 41 ανύψωσαν στο μπαλκόνι τους τη Βουλγαρική, τη Γερμανική
και την Ιταλική σημαία, το 43-44 τη σημαία με το σφυροδρέπανο και το 46 την Ελληνική σημαία αυτοβαπτιζόμενοι υπερπατριώτες. (σήμερα, την ελληνική σημαία αναρτημένη όλο το χρόνο, τη βλέπεις σε δημόσια κτίρια ή σε κάτι σπίτια οφθαλμοφανών καταπατητών μέσα σε δάση, που μπορεί να είναι και Αλβανοί).
Πολλοί απ’ αυτούς που μιλούν για την Ελληνική φυλετική υπεροχή, καλά θα κάνουν να ξαναδιαβάσουν την αρχαιοελληνική γραμματεία. Οι Αρχαίοι πρόγονοί μας δεν ταύτισαν ποτέ το καλό και ευγενές με τους Ελληνες και το κακό και ποταπό με τους βαρβάρους. Είχαν επίγνωση της ανωτερότητάς τους και δεν την έβγαζαν στα μπαλκόνια τους
Πολλοί απ’ αυτούς που φωνάζουν δυνατά, για να ακουστεί:«τιμή και αίμα», πλείστοι των οποίων προέρχονται από περιοχές όπου πριν αρκετούς αιώνες εγκαταστάθηκαν μαζικά Αλβανοί, Εζερίτες, Μηλιγγίτες, Σλάβοι, κ.α. και το 1832 άλλαξαν την ονομασία των χωριών και των πόλεών τους, καλά θα κάνουν να διαβάσουν τα βιβλία των Βυζαντινών αυτοκρατόρων Κ. Πορφυρογέννητου και Ι. Κατακουζηνού. Μ’ αυτές τις παρατηρήσεις δεν αμφισβητώ την ελληνικότητά τους, θεωρώ όμως πως είναι άκρως επικίνδυνο και μάλιστα σήμερα, να αρχίσουμε πάλι να χωρίζουμε τους Ελληνες σε γνήσιους και μη και να διχαζόμαστε για το ποιος είναι πιο πατριώτης. Αυτό το δείχνει κανείς στην πράξη. Οποιος αγαπάει πραγματικά την πατρίδα του, το δείχνει σήμερα στα αυτονόητα απλά και εύκολα(με σεβασμό στο περιβάλλον, στους συνανθρώπους και στους θεσμούς) και όταν χρειαστεί και στα δύσκολα.
Σκοπός της φυλετικής υπεροχής δεν ήταν ποτέ να αποκλείει ανθρώπους, πολύ λιγότερο να τους εξοντώνει, αλλά να τους κρατάει μέσα στο σύστημα ως «υπανθρώπους», ώστε να υφίστανται οικονομική εκμετάλλευση και όταν το απαιτούν οι συγκυρίες, να χρησιμοποιούνται πολιτικά ως αποδιοπομπαίοι τράγοι.