Για ένα νέο πολιτισμικό υπόδειγμα
Στο Σημειωματάριο ενός κριτικού, ο αμερικανός κριτικός λογοτεχνίας Ίρβινγκ Χάου προτείνει τον όρο τιμωρητικό μυθιστόρημα (punitive novel) για να χαρακτηρίσει εκείνες τις μυθοπλασίες στις οποίες κυριαρχεί, σχεδόν δεσποτικά, ο πόνος και η ενοχή.[1] Σε αυτή τη λογοτεχνία, διατείνεται, η συσσώρευση μαρτυρίων φτιάχνει έναν «κανόνα του πόνου» ο οποίος υπονομεύει κάθε λυτρωτικό στοιχείο. Η αφήγηση εξαντλείται στο να μεταδίδει στον αναγνώστη έντονη δυσφορία και πόνο, δίχως να προχωρεί πιο πέρα, αποδίδοντας, λογοτεχνικά, την «πληρότητα της ανθρώπινης ύπαρξης».
Το λυτρωτικό στοιχείο δεν πρέπει να ταυτίζεται εδώ με το happy ending, τη μαγική επίλυση των δραματικών συγκρούσεων με την οποία ανταμείβεται, ενίοτε, ο υπομονετικός αναγνώστης. Το ζήτημα το οποίο θέτει ο Χάου είναι η πραγματική «των παθημάτων κάθαρσις», και όχι η εξάλειψή τους σε ένα φινάλε απατηλής εκπλήρωσης.
Από μια άποψη πιστεύω ότι αντιμετωπίζουμε σήμερα ένα ανάλογο πρόβλημα. Το μυθιστόρημα της ελληνικής κρίσης τείνει, όλο και περισσότερο, να λάβει τον χαρακτήρα και το ύφος μιας «τιμωρητικής νουβέλας». Οι εξιστορήσεις απωλειών και η περιγραφή των συλλογικών και προσωπικών μας δεινών αντιστοιχούν σε έναν «κανόνα του πόνου». Έτσι, οι μνημονιακές δυνάμεις επιμένουν στην καθολική ενοχή και η Αριστερά στην ενοχή συγκεκριμένων συμφερόντων και πρακτικών. Οι πρώτες χειρίζονται τον πόνο για να νομιμοποιήσουν τα χειρουργεία των αλλεπάλληλων μέτρων. Και η Αριστερά όμως, παρά τις αναφορές στην ελπίδα, δείχνει κυρίως προς τα σημάδια των καταστροφών που επήλθαν και προς αυτές που, μάλλον, θα συμβούν.
Τι λείπει; Θα έλεγα ότι λείπει η λυτρωτική διάσταση. Λείπει, ακόμα, μια εξιστόρηση ικανή να αποδώσει σημασία στην «πληρότητα της ελληνικής εμπειρίας» των τελευταίων δεκαετιών. Η ελπίδα, αν δεν είναι απλώς το κέλυφος μιας νοσταλγίας, θα έπρεπε ίσως να αποβλέπει στη μεταμόρφωση της σωρευμένης εμπειρίας, στη μετάπλασή της σε ένα νέο πολιτισμικό υπόδειγμα. Αυτό ωστόσο το στοιχείο της κριτικής επεξεργασίας αναβάλλεται διαρκώς, όταν δεν υποχωρεί τελείως εμπρός στη βιαιότητα των όσων επαπειλούνται στο παρόν. Η οδύνη του παρόντος οδηγεί έτσι, ανεπαισθήτως, και σε ένα είδος συγχώρεσης της ελληνικής εμπειρίας η οποία προηγήθηκε της κρίσης. Η κριτική στους πόνους του παρόντος προσπερνά την ανάγκη κριτικής υπέρβασης του πολιτισμικού προτύπου το οποίο στέγασε την Ελλάδα των χρόνων της ανόδου.
Ποια ήταν τα χαρακτηριστικά αυτού του πολιτισμικού προτύπου; Θα έλεγε κανείς ότι σε αυτό το πρότυπο η επαγγελία του νεωτερικού διολίσθησε ευθύς εξαρχής στις παθολογίες του μοντέρνου, σε ένα ασταθές μίγμα επίπεδου «τεχνοκρατικού» νεοφιλελευθερισμού και ατομικιστικού ηδονισμού. Αυτό το μίγμα προσκολλήθηκε για κάποια χρόνια στις διάφορες πλατφόρμες εκσυγχρονισμού, οι οποίες φυσικά δεν ήταν ιδέες του αέρα: απαντούσαν στην προφανή δυναμική μεγέθυνσης των ευκαιριών, των υλικών και συμβολικών ωφελημάτων για ένα μεγάλο τμήμα των μεσαίων τάξεων.
Στον πυρήνα του παλιότερου πολιτισμικού υποδείγματος θα βρούμε, έτσι, μια σειρά κακότυχων μεταπτώσεων: ο ρεαλισμός προσδέθηκε στον εύκολο κρατικό ή ιδιωτικό κυνισμό και η έξοδος από την πολιτιστική καθυστέρηση ανατέθηκε στη δημοκρατία του καταναλωτή. Η εμπειρία της κρίσης είναι, εκτός των άλλων, μια διαδικασία καταστροφής της συλλογικής ταυτότητας η οποία σμιλεύτηκε σύμφωνα με αυτό το πρότυπο. Αλλά η κατάρρευση πραγματοποιείται με τρόπο άναρχο και χαοτικό. Ζήσαμε κάποια χρόνια με την αδιόρατη γιγάντωση ενός πολιτισμικού κενού. Και τώρα, αυτό το κενό «καλύπτεται» με έναν φασιστικό μηδενισμό. Η κατάρρευση των «εκσυγχρονιστικών» επαγγελιών, η πολιτική και ηθική τους διάψευση γεννάει πλέον τέρατα. Ο συντηρητικός αντιορθολογισμός, στοιχείο υπαρκτό στο προηγούμενο συλλογικό ήθος σύρεται πλέον προς το μίσος για τη δημοκρατία και προς τη νομιμοποίηση όλων των εκδοχών ρατσισμού. Οι παλιότερες ευαισθησίες του συντηρητικού κόσμου της ζωής, του λαού της Δεξιάς ανασυγκροτούνται, με πολύ διαφορετικούς όρους, στο έδαφος ενός ακροδεξιού ριζοσπαστισμού. Και αυτή η σκλήρυνση, αυτή η κίνηση προς την ωμότητα και την έλλειψη ηθικών και πολιτικών ενδοιασμών, δημιουργεί μια κοινωνική κουλτούρα της «αντίδρασης», έναν αντιδραστικό γαλαξία. Αυτή η κοινωνική κουλτούρα στρέφει την απέχθεια για τους «ενόχους του δράματος» προς την φαντασίωση ενός καισαρισμού, μιας αυταρχικής κοινότητας των Καθαρών Ελλήνων: προς τη φαντασίωση μιας ψευδο-οργανικής «πολιτείας των Άσπιλων».
Η παλιότερη εικόνα, αυτή στην οποία συνέβαλε καθοριστικά το φιλελεύθερο Κέντρο, αντιστοιχούσε σε ένα πολιτισμικό κενό, μια ρηχή αποτύπωση του νεωτερικού και των μετασχηματισμών του. Αυτό το τελευταίο ταυτίστηκε στα μάτια πολλών με το καθεστώς της διεφθαρμένης ανισότητας και της πολιτικής ισχύος του πλούτου. Η σημερινή εικόνα ενδέχεται να οδηγήσει σε μια υπόγεια πολιτισμική εκτροπή: σε μια καθολική έλλειψη εμπιστοσύνης, σε ένα αίσθημα καταδίωξης, συνωμοσίας και ερεθισμένης βαναυσότητας.
Το κυρίαρχο χαρακτηριστικό αυτής της πολιτισμικής εκτροπής είναι άλλη μια επικίνδυνη σύγχυση: αναφέρομαι στην ταύτιση ανάμεσα στην ιδέα της κοινωνικής δικαιοσύνης και στον πειρασμό της Νεμέσεως, της εκδίκησης και της ανταπόδοσης. Η ταύτιση παίρνει αυτή τη μορφή: ο πόνος που εκπορεύεται από τους «πάνω» εναντίον μας, εναντίον του λαού, πρέπει να αντιστραφεί και να κατευθυνθεί εναντίον τους. Αυτή η ιδέα στρεβλώνει το αίτημα της κοινωνικής δικαιοσύνης με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο ο «εκσυγχρονισμός», πριν κάποια χρόνια, αλλοίωσε την επαγγελία της νεωτερικότητας.
Με όλα αυτά, θέλω να πω ότι η Αριστερά πρέπει να επανέλθει, με πολύ πιο καθαρό και επίμονο τρόπο, στην υπόθεση μιας διπλής υπέρβασης: υπέρβαση του κληρονομημένου πολιτισμικού κενού αλλά και ανάσχεση της πολιτισμικής εκτροπής η οποία υφαίνει γύρω μας έναν ιστό ακραίων ανορθολογισμών και αυταρχικών συνδρόμων.
Με ποιο τρόπο μπορεί να συμβεί αυτό; Η δική μου αίσθηση είναι ότι η στιγμή της κατάδειξης των δεινών, η στιγμή της άρνησης, δεν είναι ικανή να δημιουργήσει αξίες και λόγους δράσης. Ή ακριβέστερα: δεν είναι ικανή από μόνη της. Η αναλυτική έκθεση των πόνων και των υπαιτίων τους εγκλωβίζεται στο ελληνικό «μυθιστόρημα της τιμωρίας». Προϋπόθεση εξόδου από αυτό τον κύκλο του ζόφου είναι η δοκιμή μιας νέας γλώσσας, μιας πιο καταφατικής γλώσσας με αιχμή την ενθάρρυνση στον πειραματισμό, την ευφάνταστη μετάπλαση των αρνητικών εμπειριών, την εμβάθυνση στο πλούσιο νόημα της δημοκρατίας όπως πολύ ωραία τονίζει ο Μάκης Κουζέλης.
Λέει, ξανά, ο αριστερός Ίρβινγκ Χάου, για τη γλώσσα της λογοτεχνίας: «Κάθε γλώσσα πείθει τους ομιλητές της να δουν τον κόσμο με ορισμένους τρόπους, αποκλείοντας κάποιους άλλους τρόπους. Για αυτό περιορίζει τις δυνατότητες επιλογής για κάθε συγγραφέα».
Μεταφράζοντας την παραπάνω υπόθεση στην καθ’ ημάς κοινωνική εμπειρία, ισχυρίζομαι ότι η γλώσσα της καταστροφής και της τιμωρίας, των ποινών και των αντιποίνων, προσφέρει μια πολύ περιορισμένη θέα στις δυνατότητες αλλαγής αυτής της κοινωνίας, της πολιτικής και του συλλογικού ήθους. Το ερώτημα είναι: Ποια συλλογική ταυτότητα θέλουμε να αντικαταστήσει την εποχή του κενού η οποία στην πτώση της, στην θλιβερή της κατάρρευση, γίνεται πράγματι εποχή των τεράτων; Προφανώς, η απάντηση δεν βρίσκεται στις ισορροπίες του παρελθόντος, αλλά εκεί όπου κάποιος, και συγκεκριμένα η Αριστερά, θα θέσει με τόλμη νέους κανόνες και κριτήρια δικαιοσύνης και ελευθερίας.
Ο Νικόλας Σεβαστάκης διδάσκει στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ.
Πηγή: Ενθέματα Αυγής
Στο Σημειωματάριο ενός κριτικού, ο αμερικανός κριτικός λογοτεχνίας Ίρβινγκ Χάου προτείνει τον όρο τιμωρητικό μυθιστόρημα (punitive novel) για να χαρακτηρίσει εκείνες τις μυθοπλασίες στις οποίες κυριαρχεί, σχεδόν δεσποτικά, ο πόνος και η ενοχή.[1] Σε αυτή τη λογοτεχνία, διατείνεται, η συσσώρευση μαρτυρίων φτιάχνει έναν «κανόνα του πόνου» ο οποίος υπονομεύει κάθε λυτρωτικό στοιχείο. Η αφήγηση εξαντλείται στο να μεταδίδει στον αναγνώστη έντονη δυσφορία και πόνο, δίχως να προχωρεί πιο πέρα, αποδίδοντας, λογοτεχνικά, την «πληρότητα της ανθρώπινης ύπαρξης».
Το λυτρωτικό στοιχείο δεν πρέπει να ταυτίζεται εδώ με το happy ending, τη μαγική επίλυση των δραματικών συγκρούσεων με την οποία ανταμείβεται, ενίοτε, ο υπομονετικός αναγνώστης. Το ζήτημα το οποίο θέτει ο Χάου είναι η πραγματική «των παθημάτων κάθαρσις», και όχι η εξάλειψή τους σε ένα φινάλε απατηλής εκπλήρωσης.
Από μια άποψη πιστεύω ότι αντιμετωπίζουμε σήμερα ένα ανάλογο πρόβλημα. Το μυθιστόρημα της ελληνικής κρίσης τείνει, όλο και περισσότερο, να λάβει τον χαρακτήρα και το ύφος μιας «τιμωρητικής νουβέλας». Οι εξιστορήσεις απωλειών και η περιγραφή των συλλογικών και προσωπικών μας δεινών αντιστοιχούν σε έναν «κανόνα του πόνου». Έτσι, οι μνημονιακές δυνάμεις επιμένουν στην καθολική ενοχή και η Αριστερά στην ενοχή συγκεκριμένων συμφερόντων και πρακτικών. Οι πρώτες χειρίζονται τον πόνο για να νομιμοποιήσουν τα χειρουργεία των αλλεπάλληλων μέτρων. Και η Αριστερά όμως, παρά τις αναφορές στην ελπίδα, δείχνει κυρίως προς τα σημάδια των καταστροφών που επήλθαν και προς αυτές που, μάλλον, θα συμβούν.
Τι λείπει; Θα έλεγα ότι λείπει η λυτρωτική διάσταση. Λείπει, ακόμα, μια εξιστόρηση ικανή να αποδώσει σημασία στην «πληρότητα της ελληνικής εμπειρίας» των τελευταίων δεκαετιών. Η ελπίδα, αν δεν είναι απλώς το κέλυφος μιας νοσταλγίας, θα έπρεπε ίσως να αποβλέπει στη μεταμόρφωση της σωρευμένης εμπειρίας, στη μετάπλασή της σε ένα νέο πολιτισμικό υπόδειγμα. Αυτό ωστόσο το στοιχείο της κριτικής επεξεργασίας αναβάλλεται διαρκώς, όταν δεν υποχωρεί τελείως εμπρός στη βιαιότητα των όσων επαπειλούνται στο παρόν. Η οδύνη του παρόντος οδηγεί έτσι, ανεπαισθήτως, και σε ένα είδος συγχώρεσης της ελληνικής εμπειρίας η οποία προηγήθηκε της κρίσης. Η κριτική στους πόνους του παρόντος προσπερνά την ανάγκη κριτικής υπέρβασης του πολιτισμικού προτύπου το οποίο στέγασε την Ελλάδα των χρόνων της ανόδου.
Ποια ήταν τα χαρακτηριστικά αυτού του πολιτισμικού προτύπου; Θα έλεγε κανείς ότι σε αυτό το πρότυπο η επαγγελία του νεωτερικού διολίσθησε ευθύς εξαρχής στις παθολογίες του μοντέρνου, σε ένα ασταθές μίγμα επίπεδου «τεχνοκρατικού» νεοφιλελευθερισμού και ατομικιστικού ηδονισμού. Αυτό το μίγμα προσκολλήθηκε για κάποια χρόνια στις διάφορες πλατφόρμες εκσυγχρονισμού, οι οποίες φυσικά δεν ήταν ιδέες του αέρα: απαντούσαν στην προφανή δυναμική μεγέθυνσης των ευκαιριών, των υλικών και συμβολικών ωφελημάτων για ένα μεγάλο τμήμα των μεσαίων τάξεων.
Στον πυρήνα του παλιότερου πολιτισμικού υποδείγματος θα βρούμε, έτσι, μια σειρά κακότυχων μεταπτώσεων: ο ρεαλισμός προσδέθηκε στον εύκολο κρατικό ή ιδιωτικό κυνισμό και η έξοδος από την πολιτιστική καθυστέρηση ανατέθηκε στη δημοκρατία του καταναλωτή. Η εμπειρία της κρίσης είναι, εκτός των άλλων, μια διαδικασία καταστροφής της συλλογικής ταυτότητας η οποία σμιλεύτηκε σύμφωνα με αυτό το πρότυπο. Αλλά η κατάρρευση πραγματοποιείται με τρόπο άναρχο και χαοτικό. Ζήσαμε κάποια χρόνια με την αδιόρατη γιγάντωση ενός πολιτισμικού κενού. Και τώρα, αυτό το κενό «καλύπτεται» με έναν φασιστικό μηδενισμό. Η κατάρρευση των «εκσυγχρονιστικών» επαγγελιών, η πολιτική και ηθική τους διάψευση γεννάει πλέον τέρατα. Ο συντηρητικός αντιορθολογισμός, στοιχείο υπαρκτό στο προηγούμενο συλλογικό ήθος σύρεται πλέον προς το μίσος για τη δημοκρατία και προς τη νομιμοποίηση όλων των εκδοχών ρατσισμού. Οι παλιότερες ευαισθησίες του συντηρητικού κόσμου της ζωής, του λαού της Δεξιάς ανασυγκροτούνται, με πολύ διαφορετικούς όρους, στο έδαφος ενός ακροδεξιού ριζοσπαστισμού. Και αυτή η σκλήρυνση, αυτή η κίνηση προς την ωμότητα και την έλλειψη ηθικών και πολιτικών ενδοιασμών, δημιουργεί μια κοινωνική κουλτούρα της «αντίδρασης», έναν αντιδραστικό γαλαξία. Αυτή η κοινωνική κουλτούρα στρέφει την απέχθεια για τους «ενόχους του δράματος» προς την φαντασίωση ενός καισαρισμού, μιας αυταρχικής κοινότητας των Καθαρών Ελλήνων: προς τη φαντασίωση μιας ψευδο-οργανικής «πολιτείας των Άσπιλων».
Η παλιότερη εικόνα, αυτή στην οποία συνέβαλε καθοριστικά το φιλελεύθερο Κέντρο, αντιστοιχούσε σε ένα πολιτισμικό κενό, μια ρηχή αποτύπωση του νεωτερικού και των μετασχηματισμών του. Αυτό το τελευταίο ταυτίστηκε στα μάτια πολλών με το καθεστώς της διεφθαρμένης ανισότητας και της πολιτικής ισχύος του πλούτου. Η σημερινή εικόνα ενδέχεται να οδηγήσει σε μια υπόγεια πολιτισμική εκτροπή: σε μια καθολική έλλειψη εμπιστοσύνης, σε ένα αίσθημα καταδίωξης, συνωμοσίας και ερεθισμένης βαναυσότητας.
Το κυρίαρχο χαρακτηριστικό αυτής της πολιτισμικής εκτροπής είναι άλλη μια επικίνδυνη σύγχυση: αναφέρομαι στην ταύτιση ανάμεσα στην ιδέα της κοινωνικής δικαιοσύνης και στον πειρασμό της Νεμέσεως, της εκδίκησης και της ανταπόδοσης. Η ταύτιση παίρνει αυτή τη μορφή: ο πόνος που εκπορεύεται από τους «πάνω» εναντίον μας, εναντίον του λαού, πρέπει να αντιστραφεί και να κατευθυνθεί εναντίον τους. Αυτή η ιδέα στρεβλώνει το αίτημα της κοινωνικής δικαιοσύνης με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο ο «εκσυγχρονισμός», πριν κάποια χρόνια, αλλοίωσε την επαγγελία της νεωτερικότητας.
Με όλα αυτά, θέλω να πω ότι η Αριστερά πρέπει να επανέλθει, με πολύ πιο καθαρό και επίμονο τρόπο, στην υπόθεση μιας διπλής υπέρβασης: υπέρβαση του κληρονομημένου πολιτισμικού κενού αλλά και ανάσχεση της πολιτισμικής εκτροπής η οποία υφαίνει γύρω μας έναν ιστό ακραίων ανορθολογισμών και αυταρχικών συνδρόμων.
Με ποιο τρόπο μπορεί να συμβεί αυτό; Η δική μου αίσθηση είναι ότι η στιγμή της κατάδειξης των δεινών, η στιγμή της άρνησης, δεν είναι ικανή να δημιουργήσει αξίες και λόγους δράσης. Ή ακριβέστερα: δεν είναι ικανή από μόνη της. Η αναλυτική έκθεση των πόνων και των υπαιτίων τους εγκλωβίζεται στο ελληνικό «μυθιστόρημα της τιμωρίας». Προϋπόθεση εξόδου από αυτό τον κύκλο του ζόφου είναι η δοκιμή μιας νέας γλώσσας, μιας πιο καταφατικής γλώσσας με αιχμή την ενθάρρυνση στον πειραματισμό, την ευφάνταστη μετάπλαση των αρνητικών εμπειριών, την εμβάθυνση στο πλούσιο νόημα της δημοκρατίας όπως πολύ ωραία τονίζει ο Μάκης Κουζέλης.
Λέει, ξανά, ο αριστερός Ίρβινγκ Χάου, για τη γλώσσα της λογοτεχνίας: «Κάθε γλώσσα πείθει τους ομιλητές της να δουν τον κόσμο με ορισμένους τρόπους, αποκλείοντας κάποιους άλλους τρόπους. Για αυτό περιορίζει τις δυνατότητες επιλογής για κάθε συγγραφέα».
Μεταφράζοντας την παραπάνω υπόθεση στην καθ’ ημάς κοινωνική εμπειρία, ισχυρίζομαι ότι η γλώσσα της καταστροφής και της τιμωρίας, των ποινών και των αντιποίνων, προσφέρει μια πολύ περιορισμένη θέα στις δυνατότητες αλλαγής αυτής της κοινωνίας, της πολιτικής και του συλλογικού ήθους. Το ερώτημα είναι: Ποια συλλογική ταυτότητα θέλουμε να αντικαταστήσει την εποχή του κενού η οποία στην πτώση της, στην θλιβερή της κατάρρευση, γίνεται πράγματι εποχή των τεράτων; Προφανώς, η απάντηση δεν βρίσκεται στις ισορροπίες του παρελθόντος, αλλά εκεί όπου κάποιος, και συγκεκριμένα η Αριστερά, θα θέσει με τόλμη νέους κανόνες και κριτήρια δικαιοσύνης και ελευθερίας.
Ο Νικόλας Σεβαστάκης διδάσκει στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ.
Πηγή: Ενθέματα Αυγής