Τρίτη 30 Ιουλίου 2013

30 Ιουλίου 1936: Οι δίκες της Μόσχας και οι εκκαθαρίσεις του Στάλιν




Ο δικαστής Ούρλιχ (φωτό) εκφωνεί την καταδικαστική απόφαση για τον Μπουχάριν, τον Μάρτιο του 1938
Στις 30 Ιουλίου του 1936, με το διάταγμα 447 και με την υπογραφή του Στάλιν, ξεκίνησε η μεγαλύτερη εσωκομματική εκκαθάριση που είχε γνωρίσει έως τότε η νεαρή Σοβιετική Ενωση.Η μεγάλη σφαγή των στελεχών, διά χειρός Στάλιν
Του Βλάση Αγτζίδη
Μαζί με την εκκαθάριση των μελών του κόμματος, που οι σταλινικοί θεωρούσαν ότι είχαν αποκλίνουσες απόψεις, ξεκίνησε μια γιγάντια επιχείρηση ενάντια στους σοβιετικούς λαούς και στις εθνικές μειονότητες, με στόχο την απόλυτη υποταγή μέσα από τον απόλυτο τρόμο. Ο Στάλιν ήταν ήδη ένας πανίσχυρος γραμματέας, που ήλεγχε απολύτως όλο τον κομματικό μηχανισμό, καθώς και τις υπηρεσίες ασφαλείας. Αξιοποιώντας το λενινιστικό μοντέλο του «κόμματος νέου τύπου» και τη μεσσιανική αντίληψη για το ρόλο του κόμματος στον κοινωνικό μετασχηματισμό, είχε καταφέρει να αναρριχηθεί στα ύπατα κομματικά αξιώματα και να συγκεντρώσει στα χέρια του απόλυτη εξουσία.

Οι διώξεις

Οι πρώτες διώξεις κατά των εσωκομματικών αντιπάλων του είχαν αρχίσει μετά την έναρξη της κολεκτιβοποίησης και κορυφώθηκαν την περίοδο 1936-1937, οπότε συμπεριέλαβαν και τις ανεπιθύμητες εθνικές ομάδες. Σύμφωνα με τα στοιχεία που αναφέρθηκαν από τον Νικίτα Χρουστσόφ στο 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ το 1956, η πλειοψηφία των αντιπροσώπων στο 17ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ (1934) εξοντώθηκαν (1.108 θύματα σε σύνολο 2.066 αντιπροσώπων), καθώς και τα περισσότερα εκλεγμένα μέλη στην Κ.Ε. (98 σε σύνολο 139). Δολοφονήθηκαν επίσης και οι περισσότεροι Λαϊκοί Επίτροποι (υπουργοί).

Η πρώτη Δίκη, μετά την υπογραφή του διατάγματος 447, ξεκίνησε στις 19 Αυγούστου του 1936 και αφορούσε τα κορυφαία στελέχη του Κομμουνιστικού Κόμματος Γριγκόρι Ζινόβιεφ και Λεφ Κάμενεφ. Στη Δίκη, και εξαιτίας των σκληρών βασανιστηρίων στα οποία είχαν υποβληθεί, ομολόγησαν ότι είχαν φιλοτροτσκιστική και αντεπαναστατική δράση. Καταδικάστηκαν σε θάνατο στις 24 Αυγούστου και εκτελέστηκαν την επόμενη μέρα.

Η δεύτερη Δίκη άρχισε στις 23 Ιανουαρίου του 1937 και αφορούσε 17 μεσαία στελέχη του Κομμουνιστικού Κόμματος. Από αυτούς, οι 13 καταδικάστηκαν σε θάνατο και εκτελέστηκαν αμέσως, ενώ οι υπόλοιποι στάλθηκαν με πολυετείς καταδίκες στα γκουλάγκ.
Η τρίτη Δίκη άρχισε στις 11 Ιουνίου του 1937 και αφορούσε το στρατάρχη Μ. Τσουχατσέφσκι και την υπόλοιπη ηγεσία του σοβιετικού στρατού. Οι κατηγορούμενοι καταδικάστηκαν σε θάνατο και εκτελέστηκαν.

Η τέταρτη Δίκη έγινε το διάστημα 2 έως 13 Μαρτίου του 1938 και αφορούσε κάποια κορυφαία στελέχη των μπολσεβίκων, όπως ο Νικολάι Μπουχάριν, ο Αλεξέι Ρίκοφ, ο Γκένριχ Γιάγκοντα κ.ά. Σχεδόν όλοι οι κατηγορούμενοι καταδικάστηκαν σε θάνατο και εκτελέστηκαν.

Η τρομοκρατία

Ο μεγάλος τρόμος, που υποχώρησε λίγο μετά τη δίκη και καταδίκη του Μπουχάριν το 1938, δεν εξαφανίστηκε ούτε κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Αναζωπυρώθηκε κατά τη μεταπολεμική περίοδο με την περίπτωση του Λένινγκραντ και άλλων και τελείωσε με τη σύλληψη των γιατρών του Κρεμλίνου το 1952. Στο πλαίσιο της τρομοκρατικής πολιτικής του σοβιετικού καθεστώτος εντασσόταν επίσης η μαζική και βίαιη μετακίνηση πολλών μικρών εθνοτήτων στην Κεντρική Ασία και στη Σιβηρία.

Η τρομοκρατία που εγκαινίασε ο Στάλιν και η ομάδα του κατά της πλειονότητας των μελών του Κομμουνιστικού Κόμματος, καθώς και οι τυφλές μαζικές διώξεις μαζί με τις εθνικές εκκαθαρίσεις κάποιων μειονοτήτων, λειτούργησαν ως μέσο υποταγής του λαού στην ανεξέλεγκτη ηγετική ομάδα.

Σύμφωνα με σοβιετικές πηγές που ανακοινώθηκαν το 1990, καταδικάστηκαν τις δεκαετίες '30 και '40 για «αντεπαναστικές δραστηριότητες» 3.777.234 άτομα. Από αυτούς εκτελέστηκαν οι 789.098. Μέχρι το 1990 είχαν επανεξεταστεί 856.582 φάκελοι καταδικασθέντων και από αυτούς αποκαταστάθηκαν μετά θάνατον οι 844.740.

Μεταξύ αυτών που εξοντώθηκαν ήταν και η ηγετική ομάδα των ελληνικών σοβιετικών κοινοτήτων, η πολιτική και πολιτιστική δράση των οποίων κατά το Μεσοπόλεμο συγκροτεί μία από τις πλέον ενδιαφέρουσες σελίδες της ιστορίας του εξωελλαδικού Ελληνισμού.

Η παρουσίαση από τον κομματικό Τύπο
Η δαιμονοποίηση των αντιπάλων του Στάλιν και ειδικά των τροτσκιστών εξαπλώθηκε σ' όλη τη Σοβιετική Ενωση μέσω των ειδησεογραφικών μέσων και ειδικά των κομματικών εφημερίδων.

Μια τέτοια καθεστωτική σοβιετική εφημερίδα, που μελετήθηκε σε βάθος, ήταν η ελληνόγλωσση εφημερίδα «Κόκκινος Καπνάς» (δηλαδή: Κόκκινος Καπνεργάτης), που εκδιδόταν στο Σοχούμι του Καυκάσου για την ελληνική μειονότητα από το τοπικό Κομμουνιστικό Κόμμα. Το περιεχόμενο της εφημερίδας, που αφορούσε τις εσωτερικές και διεθνείς ειδήσεις, καθώς και οι αναλύσεις που δημοσίευε ήταν πανομοιότυπες σ' όλο το σοβιετικό Τύπο. Ετσι, μέσω του «Κόκκινου Καπνά» έχουμε μια πλήρη εικόνα των χαρακτηριστικών όλων των σοβιετικών εντύπων εκείνης της εποχής.



Οπως προκύπτει από τα δημοσιεύματα της εφημερίδας, ο μεγαλύτερος εχθρός του σοβιετικού μοντέλου ήταν ο Τρότσκι, ο τροτσκισμός και οι οπαδοί του. Να σημειώσουμε ότι ο όρος «τροτσκισμός» εφευρέθηκε από τον Στάλιν στο πλαίσιο της εκστρατείας δυσφήμησης και ποινικοποίησης της πολιτικής δράσης του Τρότσκι και των οπαδών του.

Η παρουσίαση του φαινομένου αυτού από την εφημερίδα ξέφευγε από τα όρια της έστω και σκληρής παρουσίασης μιας αντίπαλης άποψης και έπαιρνε το χαρακτήρα δαιμονολογικής προσέγγισης. Οι δυνάμεις του κακού είχαν πάρει τη μορφή των τροτσκιστών. Η πλειονότητα των πληροφοριών που δημοσίευε η εφημερίδα για τον τροτσκισμό αφορούσε αρνητικούς σχολιασμούς.

Για παράδειγμα, αναφέρει ότι ο στρατάρχης Τουχατσέφσκι συνελήφθη γιατί συγκρότησε «στρατιωτικοφασιστική προδοτική συμμορία». Χαρακτηριστικές είναι οι πληροφορίες που δίνει ο «Κόκκινος Καπνάς» για τις εκκαθαρίσεις εντός της ελληνικής κοινότητας. Αναφέρει ότι τροτσκιστική ομάδα φοιτητών αποκαλύφθηκε και στην Ελληνική Παιδαγωγική Ακαδημία του Σοχούμι. Αναφέρει επίσης ότι η μεγαλύτερη «τροτσκιστική υπονομευτική» ομάδα που αποκαλύφθηκε στην Αμπχαζία το 1937 ήταν η προηγούμενη ηγετική (σταλινική) ομάδα της περιοχής αυτής.

Οι Ν. Λακόπα, Μ. Τσαλμάζ, Μ. Λακόπα, Π. Ζαντάρια, Κ. Παρωτίδης, Κ. Σεμερτσίεφ και Φ. Αναστασιάδης κατηγορήθηκαν ότι «ήταν τροτσκιστές και εχθροί του λαού» που υπονόμευαν την κολεκτιβιστική πολιτική και τη Σοβιετική Ενωση.

* Ο Βλάσης Αγτζίδης είναι διδάκτωρ Σύγχρονης Ιστορίας

Υποθέσεις και κατηγορητήρια που κινήθηκαν στη σφαίρα του παραλόγου
Του Χρήστου Κεφαλή



Από τον Στάλιν... τον καπηλευτή αυτό του σοσιαλιστικού ιδανικού, τον μικρόψυχο εξοντωτή των αντιπάλων του, έλειψε τραγικά και κάθε λογής ύψος και κάθε λογής ομορφιά... Στάθηκε ένας από εκείνους τους ευνοουμένους της Ιστορίας που ηδονίστηκαν να εξευτελίζουν τον άνθρωπο, να τον εξαναγκάζουν στην έσχατη δουλοπρέπεια, αυτοπεριφρόνηση και ταπείνωση. Αγγελος Τερζάκης



Οι καταδικασθέντες σε θάνατο, στις 24 Αυγούστου 1936, Λεφ Κάμενεφ

Θα μπορούσε ο Μπουχάριν, ένας από τους ιδρυτές του σοβιετικού κράτους και επιφανέστερους μαρξιστές, να γίνει πράκτορας των ναζί; Θα μπορούσε τη μέρα να ομολογεί τεράστια εγκλήματα που διέπραξε προς όφελός τους και το βράδυ, στο κελί της φυλακής του, να γράφει οξυδερκείς πολεμικές στη φασιστική ιδεολογία, όπως οι περιεχόμενες στο τελευταίο φιλοσοφικό του έργο, τα «Φιλοσοφικά Αραβουργήματα», γραμμένο λίγο καιρό πριν εκτελεστεί; Θα μπορούσε σχεδόν όλη η ηγεσία ενός κράτους να έχει στρατολογηθεί από τις γερμανικές και ιαπωνικές μυστικές υπηρεσίες και η ιστορική έρευνα να μην αποκαλύψει ποτέ ένα έγγραφο από τα αρχεία τους που να δίνει μια πληροφορία για έστω έναν από αυτούς, πώς στρατολογήθηκε, τι υπηρεσίες προσέφερε κ.ο.κ.;



Γκριγκόρι Ζινόβιεφ. Η εκτέλεσή τους έγινε την επόμενη ημέρα (φωτ. Αρχείο «Ε»)

Πρόκειται ολοφάνερα για υποθέσεις που κινούνται στη σφαίρα του παραλόγου, αυτού που με βάση τη λογική δεν μπορεί να συμβεί. Και όμως, το παράλογο έγινε κάποτε πιστευτό όχι μόνο στους κομμουνιστές όλου του κόσμου, αλλά και σε σχετικά πλατιά στρώματα της δυτικής κοινής γνώμης.

Μακιαβελική σκηνοθεσία

Οι Δίκες της Μόσχας παρέσυραν στο διάβα τους την κομματική ηγεσία του Οκτώβρη, την ηγεσία του Κόκκινου Στρατού, τα ανώτερα στρώματα του σοβιετικού κομματικού και κρατικού μηχανισμού και αμέτρητους άλλους αθώους. Σήμερα, 77 χρόνια μετά, αποτελεί κοινό τόπο πως επρόκειτο για μια μακιαβελική σκηνοθεσία του σταλινικού καθεστώτος. Είναι το ερώτημα πώς και γιατί συνέβη το παράλογο και πώς και γιατί έγινε πιστευτό που χρειάζεται κυρίως διερεύνηση.

Μια σειρά από εξηγήσεις έχουν υποδειχθεί: το πάθος του Στάλιν για την εξουσία, που τον ώθησε να απαλλαγεί από όλους τους εσωκομματικούς του αντιπάλους· η ανάγκη να βρεθούν αποδιοπομπαίοι τράγοι για να δικαιολογηθούν οι αποτυχίες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στην ΕΣΣΔ, αποτέλεσμα της βεβιασμένης κατάργησης της ΝΕΠ και της βίαιης κολεκτιβοποίησης· ο παρασιτικός χαρακτήρας της σταλινικής γραφειοκρατίας που δεν ανεχόταν αμφισβήτηση και θεωρούσε θανάσιμη απειλή για την κυριαρχία της κάθε ανεξάρτητη τάση στο Μπολσεβίκικο Κόμμα και στο σοβιετικό κράτος.

Αυτές οι ερμηνείες δίνουν μια σωστή αίσθηση των αιτίων της ιστορικής τραγωδίας που ορόσημό της στάθηκαν οι Δίκες της Μόσχας. Οσο για το δεύτερο ερώτημα, αναφορικά με την ικανότητα του παραλόγου να επιβληθεί, δύο σημεία μπορεί να επισημανθούν. Το πρώτο είναι η κληρονομιά της αμάθειας, πρόληψης, φανατισμού και ευπιστίας που αποτελεί το φορτίο αιώνων της ανθρωπότητας. Ανεξάρτητα πώς θα κριθεί η Οκτωβριανή Επανάσταση, είναι σαφές ότι το φορτίο αυτό ήταν πολύ βαρύ σε μια χώρα όπως η τσαρική Ρωσία και δεν δόθηκε ο χρόνος να μετακινηθεί. Και το δεύτερο, η εξουθενωτική ισχύς των μηχανισμών, όταν αυτονομούνται από τον έλεγχο της κοινωνίας. Η συνάρθρωση αυτών των δύο παραγόντων βρίσκεται πίσω όχι μόνο από την επιτυχία της σταλινικής προπαγάνδας, αλλά και το φαύλο κύκλο του ολοκληρωτισμού, της τυραννίας και του αίματος που εκπλήρωσε ο σταλινισμός.

Οι «Αναμνήσεις» του Φίσερ

Μερικές από τις πιο ενδιαφέρουσες προσεγγίσεις για το θέμα προέρχονται από παράγοντες του κομμουνιστικού κινήματος που αρχικά είχαν αποδεχθεί τη σταλινική εκδοχή των γεγονότων, αλλά αναγνώρισαν αργότερα πως είχαν παραπλανηθεί. Ο Αυστριακός κομμουνιστής Ερνστ Φίσερ, στις «Αναμνήσεις» του (εκδ. Ηριδανός, σελ. 467), υπογραμμίζει την ολοκληρωτική κίνηση που εγκαινίασε ο σταλινισμός, σε διάσταση με τους αρχικούς σοσιαλιστικούς σκοπούς:

«Ο στόχος προφανώς δεν ήταν πια ο σοσιαλισμός, όπως τον είχαν σχεδιάσει ο Μαρξ κι επίσης ο Λένιν, αλλά η βιομηχανοποιημένη Σοβιετική Ενωση, μονολιθικό κράτος, μεγάλη δύναμη πρώτου βαθμού και ο Στάλιν εξυψωμένος σαν θεός, Αύγουστος με απεριόριστη εξουσία. Μαζί με τη δική του δύναμη όμως μεγάλωσε και η δύναμη του μηχανισμού, που έγινε αυτοσκοπός, και από τη στιγμή που μπήκε σε κίνηση για να οργανώσει ορθολογικά την τρομοκρατία, εκτροχιάστηκε ανώμαλα... άρχισε ν' αρπάζει ό,τι έβρισκε γύρω του με μεθοδική παραφροσύνη, κι έτσι, σαν δύναμη αυτόνομη, λειτουργούσε με την τυφλή παρόρμηση να μην ανέχεται τίποτ' άλλο από τον εαυτό του».

Η καταγραφή Τερζάκη

Από την άλλη, ο Αγγελος Τερζάκης, στοχαστικός παρατηρητής της Ιστορίας, θα σταθεί στην έλλειψη θετικής αξίας στον Στάλιν και τις σταλινικές πρακτικές:

«Από τον Στάλιν... τον καπηλευτή αυτό του σοσιαλιστικού ιδανικού, τον μικρόψυχο εξοντωτή των αντιπάλων του, έλειψε τραγικά και κάθε λογής ύψος και κάθε λογής ομορφιά... Στάθηκε ένας από εκείνους τους ευνοουμένους της Ιστορίας που ηδονίστηκαν να εξευτελίζουν τον άνθρωπο, να τον εξαναγκάζουν στην έσχατη δουλοπρέπεια, αυτοπεριφρόνηση και ταπείνωση, για να διατρανώνουν έτσι, έμμεσα, την ανάπηρη υπεροχή τους. Και μόνο αυτό του το σύστημα θα ήταν αρκετό για να αποδείξει τη στειρότητά του» («Προσανατολισμός στον Αιώνα», σελ. 204-05).

Είναι άραγε ένας ιστορικός νόμος ότι οι επαναστάσεις τρώνε τα παιδιά τους; Κατόπιν όλων, κάτι παρόμοιο συνέβη στη Γαλλική Επανάσταση του 1789, με την καρατόμηση του Ροβεσπιέρου, του Σεν Ζιστ, του Νταντόν και πολλών άλλων ηγετών της.

Οπωσδήποτε, όταν ένα φαινόμενο επαναλαμβάνεται δεν αποτελεί σύμπτωση. Οι επαναστάσεις, με τις βίαιες ανατροπές που επιφέρουν, προκαλούν κάθε λογής απρόβλεπτες αντικινήσεις. Οι κίνδυνοι αυτοί απασχόλησαν άλλωστε επιφανείς μαρξιστές, όπως οι Τρότσκι, Λούκατς, Λούξεμπουργκ, Λένιν κ.ά.

Ωστόσο, θα ήταν παρακινδυνευμένο να εξαχθεί από δω ένα αναπόφευκτο αρνητικό πεπρωμένο των επαναστάσεων. Θετικά στοιχεία στην εμπειρία της ΕΣΣΔ, όπως ο αντιφασιστικός πόλεμος, η μερική αποσταλινοποίηση μετά το 1956 κ.λπ., προσφέρουν μια απόδειξη ότι οι ιστορικές διαψεύσεις δεν είναι μοιραίες. Είναι όμως πιθανές όταν οι επαναστάσεις ξεστρατίζουν, και αυτό πιστοποιούν τραγικά οι Δίκες της Μόσχας.

* Ο Χρήστος Κεφαλής είναι μέλος της Συντακτικής Επιτροπής του περιοδικού «Μαρξιστική Σκέψη»

Ελευθεροτυπία