Δευτέρα 1 Ιουλίου 2013

Τον Νερούδα να τον αφήσετε ήσυχο κ. Σαμαρά


Τι συμβαίνει όταν ένας ακροδεξιός πολιτικός, όπως ο Αντώνης Σαμαράς, αρχίζει να χρησιμοποιεί στις ομιλίες του αποσπάσματα μαρξιστών ποιητών όπως ο Πάμπλο Νερούδα;

Τις περισσότερες φορές μπορεί και να την γλιτώσει σχετικά φτηνά, ιδίως αν ο ποιητής έχει υμνήσει τη ζωή και τον έρωτα. Τότε η δυνατότητα άντλησης πανέμορφων αλλά πολιτικά ακίνδυνων στίχων αφήνει μεγάλα περιθώρια κινήσεων.

Πάντα όμως ο κίνδυνος παραμονεύει στη γωνία.

Ο Σαμαράς εκφράζει και παλεύει στη ζωή του για όλα αυτά τα οποία ο Νερούδα απεχθανόταν.

Ο Νερούδα κυνηγήθηκε για τη σχέση του με το κομμουνιστικό κόμμα Χιλής. Ο Σαμαράς έφερε στην κυβέρνησή του τα ιδεολογικά τέκνα της χούντας των συνταγματαρχών.
Ο Νερούδα πολεμούσε με τα ποιήματά του τον φασισμό. Ο Σαμαράς ανοίγει διάπλατα τις πόρτες για συνεργασία με τους ναζιστές τη Χρυσής Αυγής – το “αδελφό κόμμα” όπως την αποκαλούσαν τα στελέχη της ΝΔ πριν από τις εκλογές.

Ο Νερούδα στάθηκε δίπλα στον σοσιαλιστή ηγέτη Σαλβαδόρ Αλιέντε όταν εθνικοποιούσε τις επιχειρήσεις για να τις ξαναφέρει στα χέρια του λαού της Χιλής. Ο Σαμαράς τοποθέτησε σε θέσεις κλειδιά του κρατικού μηχανισμού του θιασώτες του νεοφιλελεύθερου δικτάτορα Πινοσέτ για να ξεπουλήσουν ό,τι έμεινε όρθιο.

Ως διπλωμάτης ο Νερούδα εξασφάλισε τη μεταφορά 2.000 προσφύγων του Ισπανικού εμφυλίου στη Χιλή. Ο Σαμαράς στήνει στρατόπεδα συγκέντρωσης και αφήνει την αστυνομία να βασανίζει τους πρόσφυγες που φτάνουν στη χώρα μας.

Ο Νερούδα έγραφε ποιήματα ενάντια στις πολυεθνικές εταιρείες που λειτουργούν σαν στρατός κατοχής. Ο Σαμαράς τις αποκαλεί “επενδύσεις” και στέλνει τα ΜΑΤ να τις προστατεύσουν.

Την επόμενη φορά λοιπόν κύριες πρωθυπουργέ που θα θελήσετε να “ατακάρετε” Νερούδα θα σας παρακαλούσαμε, αν τολμάτε, να διαβάστε το παρακάτω ποίημα ενάντια στο φασισμό. Μην το φοβηθείτε. Έχει και μερικές γραμμές για την Ελλάδα.

Καινούριο τραγούδι αγάπης
Στο Στάλινγκραντ

Pablo Neruda

Εγώ έγραψα για το νερό και για το χρόνο
περίγραψα το πένθος και το μαύρο μέταλλό του,
έγραψα για τον ουρανό και για τα μήλα,
και τώρα γράφω για το Στάλινγκραντ.
Με το μαντήλι της έχει φυλάξει η νύφη
του ερωτευμένου μου έρωτα τη λάμψη.
Πάνω στο χώμα είναι η καρδιά μου, τώρα,
στο φως και στον καπνό του Στάλινγκραντ.
Άγγιξα με τα χέρια το σκισμένο
σωκάρδι της γαλάζιας δύσης:
τώρα καθώς το πρωινό της ζωής γεννιέται
τ’ αγγίζω στον ήλιο του Στάλινγκραντ.
Ξέρω πως ο αιώνιος νέος με τα εφήμερα φτερά του,
σαν ένας κύκνος δεμένος,
το γνώριμό του πόνο ξεδιπλώνει
με την κραυγή μου αγάπης για το Στάλινγκραντ.
Αφήνω την ψυχή μου όθε μ’ αρέσει.
Εμένα δε με τρέφουν κουρασμένα
χαρτιά μουτζουρωμένα και μελάνι.
Γεννήθηκα να τραγουδήσω το Στάλινγκραντ.
Ήταν μαζί με τους αθάνατους νεκρούς σου
στα τρυπημένα τείχη σου η φωνή μου,
κ’ ήχησε σαν καμπάνα ή σαν αγέρας
κοιτάζοντάς σε να πεθαίνεις, Στάλινγκραντ.
Πολεμιστές Αμερικάνοι τώρα
λεφούσια, άσπροι και μαύροι
σκοτώνουνε στην έρημο το φίδι.
Τώρα δεν είσαι μόνο, Στάλινγκραντ.
Γυρίζει στα παλιά οδοφράγματα η Γαλλία
με μια σημαία τρικυμίας στημένη
πάνω σε δάκρυα που μόλις εστεγνώσαν.
Τώρα δεν είσαι μόνο, Στάλινγκραντ.
Τα τρομερά λιοντάρια της Αγγλίας
πάνω απ’ την άγρια θάλασσα πετώντας
στη μαύρη γη καρφώνουνε τα νύχια.
Τώρα δεν είσαι μόνο, Στάλινγκραντ.
Μόνο οι δικοί σου δεν είναι θαμμένοι
στο χώμα των βουνών της τιμωρίας:
εκεί το κρέας των πεθαμένων τρέμει
που αγγίξανε το μέτωπό σου, Στάλινγκραντ.
Νικημένα φεύγουνε των εισβολέων τα χέρια,
και δίχως φως στα μάτια του στρατιώτη,
πλημμυρισμένα με αίμα τα παπούτσια
που πάτησαν την πόρτα τη δική σου, Στάλινγκραντ.
Με περηφάνεια είναι το ατσάλι σου φτιαγμένο,
η χαίτη σου από φωτεινούς πλανήτες,
οι επάλξεις σου είναι από καρβέλια μοιρασμένα,
το μέτωπό σου σκοτεινιασμένο, Στάλινγκραντ.
Η πατρίδα σου είναι από σφυριά και δάφνες,
στο χιονισμένο μεγαλείο σου είναι το αίμα,
πάνω στο χιόνι είναι η ματιά του Στάλιν,
με το αίμα σου πλεγμένη, Στάλινγκραντ.
Οι δάφνες, τα μετάλλια που οι νεκροί σου
απόθεσαν στο τρυπημένο στήθος
της γης, και τη συγκίνηση όλης
της ζωής και του θανάτου, Στάλινγκραντ.
Η βαθιά πίστη που τώρα ξαναφέρνεις
στην καρδιά του κουρασμένου ανθρώπου
με τη γενιά των ρούσων καπετάνιων
από το αίμα σου βγαλμένων Στάλινγκραντ.
Η ελπίδα που γεννιέται μες στους κήπους
σαν το λουλούδι που προσμένουμε του δέντρου,
σελίδα χαραγμένη με τουφέκια,
τα γράμματα απ’ το φως σου, Στάλιγκραντ.
Τον Πύργο σου που ανέβασες στα ύψη,
τους ματωμένους πέτρινους βωμούς σου,
τους υπερασπιστές της ώριμης ηλικίας,
τους γιους της σάρκας της δικής σου, Στάλινγκραντ.
Τους παθιασμένους σου αετούς των βράχων,
τα μέταλλα που βύζαξε η ψυχή σου,
τους χαιρετισμούς με δάκρυα δίχως τέλος
και τα κύματα της αγάπης, Στάλινγκραντ.
Τα κόκκαλα καταραμένων δολοφόνων
τα σφαλισμένα μάτια του εισβολέα,
και τους καταχτητές καταδιωγμένους
πίσω απ’ τη λάμψη τη δική σου, Στάλινγκραντ.
Αυτοί που ταπεινώσαν την Αψίδα
και πέρασαν τα νερά του Σηκουάνα
με την ίδια τη συγκατάθεση του σκλάβου,
εμείνανε στο Στάλινγκραντ.
Αυτοί που στην ωραία Πράγα, πάνω
σε δάκρυα, σε σιωπή και προδοσία
περάσανε πατώντας τις πληγές της,
πεθάνανε στο Στάλινγκραντ.
Αυτοί που στις ελληνικές σπηλιές λερώσαν
τον κρυστάλλινο σπασμένο σταλαχτίτη
και τη γαλάζια κλασσική του ακρίβεια,
που είναι χαμένοι τώρα, Στάλινγκραντ;
Αυτοί που γκρεμίσαν στην Ισπανία και κάψαν
κι’ αφήσαν την καρδιά αλυσσοδεμένη
της μάνας των δρυών και πολεμάρχων,
στα πόδια σου σαπίζουν, Στάλινγκραντ.
Εκείνοι που στην Ολλανδία ραντίσαν
τουλίπες και νερό με ματωμένη λάσπη,
κι άπλωσαν το σπαθί και το μαστίγιο,
τώρα αναπαύονται στο Στάλινγκραντ.
Εκείνοι που στης Νορβηγίας την άσπρη νύχτα
με ούρλιασμα τσακαλιού ξαμολυμένου
κάψαν την παγωμένη άνοιξή της,
βουβάθηκαν στο Στάλινγκραντ.
Τιμή σ’ εσέ γι’ αυτό που ο αγέρας φέρνει,
γι’ αυτό που τραγουδήθηκε, γι’ αυτό που τραγουδιέται,
τιμή για τα παιδιά σου, τις μανάδες
και για τους εγγονούς σου, Στάλινγκραντ.
Τιμή στον πολέμαρχο της ομίχλης,
τιμή στον κομισάριο, στο στρατιώτη,
τιμή στον ουρανό του φεγγαριού σου,
τιμή στον ήλιο το δικό σου, Στάλινγκραντ.
Φύλα μου ένα τουφέκι κ’ ένα αλέτρι,
κ’ ένα κομμάτι αφρού να μου φυλάξεις,
κ’ ένα κόκκινο στάχυ από τη γη σου,
μαζί μου να τα βάλουνε στο μνήμα,
για να γνωρίζουν, αν ποτέ αμφιβάλουν,
πως αν και δεν πολέμησα μαζί σου,
πως πέθανα αγαπώντας σε, πως μ’ είχες αγαπήσει,
αυτό το μαύρο ρόδι αφήνω στην τιμή σου,
αυτόν τον ύμνο αγάπης για το Στάλινγκραντ.