Γραμπόβας Χρήστος
Σήμερα, έχει ξημερώσει μία ακόμα όμορφη μέρα. Ο Α. ξυπνάει και ετοιμάζεται να πάει στο σχολείο. Ντρέπεται λίγο στην τάξη, επειδή ο μπαμπάς του είναι ο δάσκαλος, αλλά αυτό που του αρέσει στο σχολείο είναι πως βρίσκεται με τους φίλους του και στα διαλείμματα παίζουν μπάλα. Η Κ. ετοιμάζει πρωινό για τα δύο παιδιά της. Πόσα νέα συναισθήματα ένιωσε με τη γέννησή τους και πόσο όμορφα άλλαξε η ζωή της! Η Μ. έχει μόλις ξυπνήσει. Άργησε πάλι και πρέπει να τρέξει. Το πανεπιστήμιο είναι μακριά και η Μ. δεν θέλει να χάσει ένα μάθημα που τόσο της αρέσει. Ο Ρ. είναι ήδη στο χωράφι και δουλεύει. Σήμερα έχει και τον μεγάλο του γιο μαζί, που μόλις έκλεισε τα 12. Η δουλειά στον αγρό είναι δύσκολη και χρειάζονται χέρια.
Μπαίνουν στο χωριό και σπάνε κάθε πόρτα. Βρίσκουν τον δάσκαλο, τον σκοτώνουν και περιφέρουν το σώμα του στους δρόμους. Μαθαίνει πράγματα του Σατανά στον κόσμο, λένε. Τα νέα αγόρια δεν χρειάζονται βιβλία, λένε, ένα όπλο χρειάζονται στα χέρια, να μαρτυρήσουν για την πίστη τους. Ο Α. κοιτάζει, μια τον μπαμπά του, μια το όπλο...
Βόμβες αρχίζουν να πέφτουν. Εκρήξεις παντού, σπίτια καταρρέουν, άνθρωποι αλλόφρονες τρέχουν να σωθούν. Ξεπροβάλει μέσα από τα συντρίμμια η Κ., με το λίγων μηνών μωρό στην αγκαλιά της, νεκρό, και την τρίχρονη κόρη της στο πόδι της αγκιστρωμένη...
Την έπιασαν με το που βγήκε από το σπίτι. Απειλές, βρισιές, προσβολές. «Τι θα πει είσαι κατά του καθεστώτος;», «Ποιοι άλλοι είστε;», «Δώσε ονόματα». Άρχισαν τα βασανιστήρια, η Μ. τους περιφρονεί, κι όσο δεν σπάει, τόσο εξαγριώνονται... Τη βιάζουν...
Είναι άλλη μια χρονιά απόλυτης ξηρασίας. Η σοδειά πολύ περιορισμένη εδώ και χρόνια. Ό,τι ήταν να δανειστεί, το δανείστηκε. Ό,τι ήταν να πουληθεί, το πούλησε. Πουλώντας γη, μειώθηκε κι άλλο η σοδειά. Ξέμεινε, ο Ρ., με ένα χωραφάκι για να θρέψει γυναίκα, τρία παιδιά και δύο γέρους γονείς. Οι μεσάζοντες, όμως, αγοράζουν πολύ φθηνά, κι ό,τι παίρνει του το τρώνε οι τοκογλύφοι. Και κάπως έτσι έρχεται η πείνα...
Ο Α. έτρεξε στην κρυψώνα με τις οικονομίες του μπαμπά για ώρα ανάγκης, τις πήρε και έφυγε. Η Κ. έθαψε το μωρό της και τον άντρα της, πούλησε το σπίτι, πήρε την κόρη της και έφυγε. Η Μ. βγήκε από τη φυλακή, δανείστηκε από τους φίλους της και έφυγε. Ο Ρ. δεν άντεξε να βλέπει τα παιδιά του να λιμοκτονούν χωρίς να κάνει κάτι, πούλησε το χωραφάκι και έφυγε.
Οι πρόσφυγες και οι μετανάστες είναι απλοί άνθρωποι όπως όλοι μας. Δεν είναι «δούλοι» που κάποιοι «δουλέμποροι τους πετάνε στις ακτές μας», όπως τα ελληνικά ΜΜΕ αρέσκονται να τους αποκαλούν. Είναι άνθρωποι που μέσα από τις τραυματικές εμπειρίες που έζησαν αναγκάστηκαν να αφήσουν τον τόπο τους. Άφησαν τον τόπο τους προς αναζήτηση ενός μέρους που θα προσφέρει σε αυτούς και στις οικογένειές τους τα ελάχιστα που χρειάζεται ο κάθε άνθρωπος για να επιβιώσει: Ασφάλεια για τη ζωή του, ελευθερία (ατομική, κοινωνική και πολιτική) και ένα (έστω) ελάχιστο επίπεδο οικονομικής διαβίωσης. Αυτά, βέβαια, είναι τα βασικά. Ίσως, όμως, πού και πού, να πρέπει να θυμόμαστε τα βασικά σε έναν, μονίμως, αποπροσανατολιστικό δημόσιο διάλογο.
Σήμερα, έχει ξημερώσει μία ακόμα όμορφη μέρα. Ο Α. ξυπνάει και ετοιμάζεται να πάει στο σχολείο. Ντρέπεται λίγο στην τάξη, επειδή ο μπαμπάς του είναι ο δάσκαλος, αλλά αυτό που του αρέσει στο σχολείο είναι πως βρίσκεται με τους φίλους του και στα διαλείμματα παίζουν μπάλα. Η Κ. ετοιμάζει πρωινό για τα δύο παιδιά της. Πόσα νέα συναισθήματα ένιωσε με τη γέννησή τους και πόσο όμορφα άλλαξε η ζωή της! Η Μ. έχει μόλις ξυπνήσει. Άργησε πάλι και πρέπει να τρέξει. Το πανεπιστήμιο είναι μακριά και η Μ. δεν θέλει να χάσει ένα μάθημα που τόσο της αρέσει. Ο Ρ. είναι ήδη στο χωράφι και δουλεύει. Σήμερα έχει και τον μεγάλο του γιο μαζί, που μόλις έκλεισε τα 12. Η δουλειά στον αγρό είναι δύσκολη και χρειάζονται χέρια.
Μπαίνουν στο χωριό και σπάνε κάθε πόρτα. Βρίσκουν τον δάσκαλο, τον σκοτώνουν και περιφέρουν το σώμα του στους δρόμους. Μαθαίνει πράγματα του Σατανά στον κόσμο, λένε. Τα νέα αγόρια δεν χρειάζονται βιβλία, λένε, ένα όπλο χρειάζονται στα χέρια, να μαρτυρήσουν για την πίστη τους. Ο Α. κοιτάζει, μια τον μπαμπά του, μια το όπλο...
Βόμβες αρχίζουν να πέφτουν. Εκρήξεις παντού, σπίτια καταρρέουν, άνθρωποι αλλόφρονες τρέχουν να σωθούν. Ξεπροβάλει μέσα από τα συντρίμμια η Κ., με το λίγων μηνών μωρό στην αγκαλιά της, νεκρό, και την τρίχρονη κόρη της στο πόδι της αγκιστρωμένη...
Την έπιασαν με το που βγήκε από το σπίτι. Απειλές, βρισιές, προσβολές. «Τι θα πει είσαι κατά του καθεστώτος;», «Ποιοι άλλοι είστε;», «Δώσε ονόματα». Άρχισαν τα βασανιστήρια, η Μ. τους περιφρονεί, κι όσο δεν σπάει, τόσο εξαγριώνονται... Τη βιάζουν...
Είναι άλλη μια χρονιά απόλυτης ξηρασίας. Η σοδειά πολύ περιορισμένη εδώ και χρόνια. Ό,τι ήταν να δανειστεί, το δανείστηκε. Ό,τι ήταν να πουληθεί, το πούλησε. Πουλώντας γη, μειώθηκε κι άλλο η σοδειά. Ξέμεινε, ο Ρ., με ένα χωραφάκι για να θρέψει γυναίκα, τρία παιδιά και δύο γέρους γονείς. Οι μεσάζοντες, όμως, αγοράζουν πολύ φθηνά, κι ό,τι παίρνει του το τρώνε οι τοκογλύφοι. Και κάπως έτσι έρχεται η πείνα...
Ο Α. έτρεξε στην κρυψώνα με τις οικονομίες του μπαμπά για ώρα ανάγκης, τις πήρε και έφυγε. Η Κ. έθαψε το μωρό της και τον άντρα της, πούλησε το σπίτι, πήρε την κόρη της και έφυγε. Η Μ. βγήκε από τη φυλακή, δανείστηκε από τους φίλους της και έφυγε. Ο Ρ. δεν άντεξε να βλέπει τα παιδιά του να λιμοκτονούν χωρίς να κάνει κάτι, πούλησε το χωραφάκι και έφυγε.
Οι πρόσφυγες και οι μετανάστες είναι απλοί άνθρωποι όπως όλοι μας. Δεν είναι «δούλοι» που κάποιοι «δουλέμποροι τους πετάνε στις ακτές μας», όπως τα ελληνικά ΜΜΕ αρέσκονται να τους αποκαλούν. Είναι άνθρωποι που μέσα από τις τραυματικές εμπειρίες που έζησαν αναγκάστηκαν να αφήσουν τον τόπο τους. Άφησαν τον τόπο τους προς αναζήτηση ενός μέρους που θα προσφέρει σε αυτούς και στις οικογένειές τους τα ελάχιστα που χρειάζεται ο κάθε άνθρωπος για να επιβιώσει: Ασφάλεια για τη ζωή του, ελευθερία (ατομική, κοινωνική και πολιτική) και ένα (έστω) ελάχιστο επίπεδο οικονομικής διαβίωσης. Αυτά, βέβαια, είναι τα βασικά. Ίσως, όμως, πού και πού, να πρέπει να θυμόμαστε τα βασικά σε έναν, μονίμως, αποπροσανατολιστικό δημόσιο διάλογο.
εφημ. Αυγή.