Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΩΝ ΜΝΗΜΟΝΙΩΝ
«Η ιστορία είναι πάντοτε σύγχρονη [...]» (1) Α. Gramsci
Της ΑΙΜΙΛΙΑΣ ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ*
Η αδράνεια ως μηχανισμός κοινωνικής αυτοαναίρεσης
Το φαινόμενο ξενίζει. Το συνταγματικά κατοχυρωμένο κοινωνικό κράτος δικαίου (2) βάλλεται ολόπλευρα, η κυριαρχία έχει καταλυθεί, η συστηματικά ασκούμενη και διαρκώς εντεινόμενη οικονομική βία αναιρεί μεγάλο μέρος των θεμελιωδών δικαιωμάτων των πολιτών, η δημοκρατική αρχή και η συνταγματική νομιμότητα πλήττονται από μέτρα, διαδικασίες και αποφάσεις που παραβιάζουν κατάφωρα το Σύνταγμα και αντίκεινται στις θεμελιακές αρχές της δημοκρατίας, ο δημόσιος πλούτος εκποιείται με διάφορους τρόπους, η ανεργία και η συνακόλουθη μαζική μετανάστευση αφαιμάσσουν τη χώρα, οι παραγωγικές δομές καταρρέουν συμπαρασύροντας και μεγάλο μέρος των υπόλοιπων κοινωνικών δομών, ενώ τα μέχρι πρότινος θεωρούμενα ως αυτονόητα κοινωνικά κεκτημένα σαρώνονται από το επιθετικό κύμα κοινωνικού δαρβινισμού που κατακρημνίζει την ανθρώπινη αξία στο βάραθρο μιας ανελέητης και κτηνώδους κοινωνικής ευγονικής. Παρά, ωστόσο, τον καταλυτικό χαρακτήρα της προϊούσας καταστροφής, τα κοινωνικά αναχώματα μοιάζουν ανεπαρκή, οι κοινωνικές αντιδράσεις φαίνονται αναντίστοιχες προς το μέγεθος και την ένταση της επίθεσης.
Οι εξηγήσεις
Παρά τον φαινομενικά παράδοξο χαρακτήρα της, η σχετική αδράνεια των περισσοτέρων και ισχυροτέρων κοινωνικών μηχανισμών αναχαίτισης των αντικοινωνικών απειλών απέναντι σε μία από τις πλέον επιθετικές απόπειρες διάρρηξης του κοινωνικού ιστού είναι εξηγήσιμη.
Ο τοξικός συνδυασμός σειράς παραγόντων όπως ιδίως ο μαζικά καλλιεργούμενος φόβος για τις ενδεχόμενες συνέπειες της ενεργοποίησης των μηχανισμών αυτών στο πλαίσιο μιας παρατεταμένης, τεχνητά διαμορφωθείσας κατάστασης ανάγκης, η χρόνια και σκοπίμως καλλιεργούμενη αδιαφορία για τα κοινά και τα τεκταινόμενα στο δημόσιο χώρο (3) , η καθιέρωση και εδραίωση της αντίληψης σύμφωνα με την οποία η πραγματικότητα που συνιστά το αποτέλεσμα άσκησης οικονομικής βίας αποτελεί τουλάχιστον φυσιολογική ή ακόμη και δικαιολογημένη κατάσταση, η διαρκής εξύψωση του ιδιωτικού χώρου έναντι του δημοσίου και η συνακόλουθη υπερανάπτυξη ενός ακραίου, οπορτουνιστικού ατομισμού, αναιρεί, όσο παραμένει ενεργός, τη δυνατότητα αντιμετώπισης της πολυμέτωπης αυτής επίθεσης.
Κατά κανόνα οι παράγοντες αυτοί δρουν ταυτόχρονα ή παραπληρωματικά, ανάλογα ιδίως με τα χαρακτηριστικά του κοινωνικού υποσυνόλου στο οποίο επιδρούν σε κάθε περίπτωση αλλά και με την εκάστοτε συγκυρία στην οποία εγγράφονται. Δεν εκδηλώνονται όλοι με ταυτόσημο τρόπο ούτε έχουν τα ίδια χαρακτηριστικά αλλά συνδυάζονται και διαδρούν.
«Προσωρινότητα»
Ο φόβος απέναντι στο ενδεχόμενο «αντιποίνων» και συνεπώς «ολοκληρωτικής» καταστροφής συνδυάζεται τόσο με τη διαμόρφωση μιας τεχνητής κατάστασης ανάγκης, που δημιουργεί την εντύπωση της προσωρινότητας και συνεπώς την ελπίδα της επιστροφής αν όχι στην προηγούμενη κατάσταση, τουλάχιστον σε κάποια παρόμοια, όσο και με το σταδιακό χαρακτήρα της κατάλυσης κοινωνικών κεκτημένων και θεμελίων της κοινωνικής συμβίωσης που δημιουργεί την εντύπωση ότι κάπου υπάρχει όριο, ότι κάποια από αυτά τα θεμέλια θα περισωθούν.
Κάτι που σύμφωνα με την ίδια άποψη, η οποία αναπαράγεται συστηματικά από ισχυρούς και αναμφίβολα παχυλά αμειβόμενους «αναμεταδότες», δεν είναι καθόλου βέβαιο ή μπορεί ακόμη και να αποκλείεται σε περίπτωση ενεργοποίησης των προαναφερθέντων αμυντικών κοινωνικών μηχανισμών, που θα έχει -σύμφωνα με αυτή την άποψη- αναπόφευκτα ως συνέπεια την πλήρη καταστροφή κάθε κοινωνικού κεκτημένου ως αποτέλεσμα ενός είδους «τιμωρίας» για την «ανυπακοή». Ο συνδυασμός αυτός οδηγεί, συνεπώς, αναπόφευκτα στην αδράνεια και την παραίτηση.
Η αδιαφορία, εν συνεχεία, για τα κοινά υπήρξε κυρίως το αποτέλεσμα ενός χρόνιου εθισμού μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού σε πολιτιστικά υποπροϊόντα, τα οποία προωθούσαν συστηματικά ως ιδανικό έναν τρόπο ζωής ανεπτυγμένο γύρω από έναν άξονα ιλαρής ιδιωτείας. Στο πλαίσιό του, η ενασχόληση με την πολιτική παρουσιαζόταν ως περιθωριακή συμπεριφορά οπισθοδρομικών, οι οποίοι δεν είχαν συνειδητοποιήσει το δήθεν «τέλος της Ιστορίας» (4) . Η προσέγγιση αυτή αφομοιώθηκε πλήρως από ευρέα στρώματα του πληθυσμού που επεδίωκαν την ατομική ευημερία και την κοινωνική ανέλιξη έπειτα από μια μακρά περίοδο δυσπραγίας.
Η προοδευτική απαξίωση των δημοσίων δομών, αποτέλεσμα ιδίως της σκόπιμα εκτεταμένης διαφθοράς στους κόλπους τους αλλά και της προαναφερθείσας αδιαφορίας για τα κοινά, οδήγησε στη σταδιακή ενίσχυση της αξίας και του ρόλου του ιδιωτικού χώρου, καθώς επίσης και στην ταχεία ανάπτυξη και εδραίωση ενός άμεσα συναρτώμενου προς αυτήν ακραίου ατομισμού.
Σε ένα τέτοιο πλαίσιο δεν χωρεί ή χωλαίνει η ανάπτυξη κοινωνικής συνείδησης, συλλογικοτήτων, συναλληλίας και αλληλεγγύης και φυσικά περιορίζεται δραματικά ο κοινωνικός έλεγχος των πολιτικών διεργασιών, με αποτέλεσμα οι τελευταίες να μετατρέπονται ευκολότερα σε «τεχνοκρατική» υπόθεση, αλλοιούμενες ως προς την ίδια τους την ουσία όπως αυτή ορίζεται σε ένα δημοκρατικό πλαίσιο, ενώ οι κοινωνικές σχέσεις αποκτούν καθαρά ανταγωνιστικό χαρακτήρα με περαιτέρω συνέπεια τη διαμόρφωση προσφόρου εδάφους για την ανάπτυξη κοινωνικών παθογενειών όπως ο κοινωνικός αυτοματισμός ή η θεώρηση των αποτελεσμάτων της άσκησης οικονομικής βίας ως φυσιολογικής κατάστασης, απορρέουσας από τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας του θύματός της.
Η ουσιαστική ιδιωτικοποίηση, μερική ή πλήρης, των κοινωνικοπολιτικών λειτουργιών αποτελεί την ύστατη βαθμίδα στην πορεία προς τη διάλυση της κοινωνικής συνοχής και την κατάλυση του κοινωνικού ιστού που, με τη σειρά τους, μετατρέπουν την πρώην κοινωνία σε άθροισμα καθ' όλα χειραγωγήσιμων ατομικοτήτων ελεγχομένων από ανομιμοποίητα και αυθαίρετα κέντρα εξουσίας.
Αυθαιρεσίες
Σε ένα τέτοιο πλαίσιο μπορεί να νομιμοποιηθεί κάθε μορφή αυθαιρεσίας, ενώ τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα περιορίζονται δραματικά ή καταλύονται πλήρως de facto, ακόμη και αν τυπικά θεωρείται ότι παραμένουν σε ισχύ. Το φαινόμενο αυτό της άτυπης αλλά καταλυτικής αφαίρεσης από τους θεμελιακούς μηχανισμούς της δημοκρατίας της ίδιας τους της ουσίας επιβραδύνει σημαντικά τη συνειδητοποίηση εκ μέρους του κοινωνικού συνόλου της επικινδυνότητας της εν λόγω διεργασίας. Οταν δε αυτή καταστεί τελικά σαφής, η απουσία συλλογικών αξιακών βάσεων ή η ύπαρξη τέτοιων πλημμελώς ανεπτυγμένων, η συνακόλουθη έλλειψη ετοιμότητας και ο φόβος λειτουργούν κατασταλτικά των προστατευτικών της κοινωνίας μηχανισμών.
Στην πραγματικότητα, το άτυπο και υπόρρητο αυτό επιθετικό πλέγμα αποσάθρωσης των κοινωνικών δομών αποσκοπεί στην απόσυρση των λαών από το πολιτικό προσκήνιο και την υποταγή τους, με τη μορφή πλέον αποδομημένων αγελών, σε δημοκρατικά ανομιμοποίητες εξουσιαστικές δομές, διά της ασυναίσθητης παράδοσης της κυριαρχίας σε αυτές.
Πρόκειται ωστόσο για φαινόμενο αντικείμενο στην «κοινωνική μηχανική», όπως μας τη διδάσκει η Ιστορία. Αργά ή γρήγορα, οι κοινωνίες στις οποίες αυτό σοβεί είτε παύουν οριστικά να υπάρχουν, με όποια μορφή, αποσυντιθέμενες πλήρως, είτε συνήθως, αντιθέτως, αποκρούουν αυτή τη μορφή παθογένειας και επαναβεβαιώνουν το λαό εν είδει συλλογικής οντότητας ως τη μόνη πηγή εξουσίας. Η επιλογή, παρά τα πολλά εμπόδια που τίθενται, ανήκει τελικά στους λαούς, οι οποίοι και γράφουν την Ιστορία (5).
1. Φράση του Benedetto Croce όπως αυτή αναπαράγεται και ερμηνεύεται από τον Antonio Gramsci στα «Τετράδια Φυλακής» (Α. Gramsci, Quaderni del carcere, Torino, 1975, 1242).
2. Αρθρο 25 Σ.
3. Η έννοια γίνεται αντιληπτή όπως, μεταξύ άλλων, την καταγράφει και τη μελετά ιδίως ο Jurgen Habermas στο έργο του Strukturwandel der Offentlichkeit (Hermann Luchtermann Verlag, 1962).
4. Βλ. Francis Fukuyama, The End of History?, The National Interest, 1989 και (του ιδίου) The End of History And The Last Man, Free Press, 1992.
5. Αναφορά σε απόσπασμα από την τελευταία ομιλία του Salvador Allende, προέδρου της Χιλής, στις 11 Σεπτεμβρίου του 1973: «Η ιστορία είναι δική μας, και την γράφουν (κυρ. "φτιάχνουν") οι λαοί».
* Δικηγόρος Αθηνών και Παρισίων, υπ. διδάκτωρ Νομικής, Universite Paris ΙΙ, Pantheon-Assas, εντεταλμένη διδάσκουσα, Universite Paris ΙΙ, Pantheon-Assas, Universite Paris Ouest, Nanterre-La Defense
Οι εξηγήσεις
Παρά τον φαινομενικά παράδοξο χαρακτήρα της, η σχετική αδράνεια των περισσοτέρων και ισχυροτέρων κοινωνικών μηχανισμών αναχαίτισης των αντικοινωνικών απειλών απέναντι σε μία από τις πλέον επιθετικές απόπειρες διάρρηξης του κοινωνικού ιστού είναι εξηγήσιμη.
Ο τοξικός συνδυασμός σειράς παραγόντων όπως ιδίως ο μαζικά καλλιεργούμενος φόβος για τις ενδεχόμενες συνέπειες της ενεργοποίησης των μηχανισμών αυτών στο πλαίσιο μιας παρατεταμένης, τεχνητά διαμορφωθείσας κατάστασης ανάγκης, η χρόνια και σκοπίμως καλλιεργούμενη αδιαφορία για τα κοινά και τα τεκταινόμενα στο δημόσιο χώρο (3) , η καθιέρωση και εδραίωση της αντίληψης σύμφωνα με την οποία η πραγματικότητα που συνιστά το αποτέλεσμα άσκησης οικονομικής βίας αποτελεί τουλάχιστον φυσιολογική ή ακόμη και δικαιολογημένη κατάσταση, η διαρκής εξύψωση του ιδιωτικού χώρου έναντι του δημοσίου και η συνακόλουθη υπερανάπτυξη ενός ακραίου, οπορτουνιστικού ατομισμού, αναιρεί, όσο παραμένει ενεργός, τη δυνατότητα αντιμετώπισης της πολυμέτωπης αυτής επίθεσης.
Κατά κανόνα οι παράγοντες αυτοί δρουν ταυτόχρονα ή παραπληρωματικά, ανάλογα ιδίως με τα χαρακτηριστικά του κοινωνικού υποσυνόλου στο οποίο επιδρούν σε κάθε περίπτωση αλλά και με την εκάστοτε συγκυρία στην οποία εγγράφονται. Δεν εκδηλώνονται όλοι με ταυτόσημο τρόπο ούτε έχουν τα ίδια χαρακτηριστικά αλλά συνδυάζονται και διαδρούν.
«Προσωρινότητα»
Ο φόβος απέναντι στο ενδεχόμενο «αντιποίνων» και συνεπώς «ολοκληρωτικής» καταστροφής συνδυάζεται τόσο με τη διαμόρφωση μιας τεχνητής κατάστασης ανάγκης, που δημιουργεί την εντύπωση της προσωρινότητας και συνεπώς την ελπίδα της επιστροφής αν όχι στην προηγούμενη κατάσταση, τουλάχιστον σε κάποια παρόμοια, όσο και με το σταδιακό χαρακτήρα της κατάλυσης κοινωνικών κεκτημένων και θεμελίων της κοινωνικής συμβίωσης που δημιουργεί την εντύπωση ότι κάπου υπάρχει όριο, ότι κάποια από αυτά τα θεμέλια θα περισωθούν.
Κάτι που σύμφωνα με την ίδια άποψη, η οποία αναπαράγεται συστηματικά από ισχυρούς και αναμφίβολα παχυλά αμειβόμενους «αναμεταδότες», δεν είναι καθόλου βέβαιο ή μπορεί ακόμη και να αποκλείεται σε περίπτωση ενεργοποίησης των προαναφερθέντων αμυντικών κοινωνικών μηχανισμών, που θα έχει -σύμφωνα με αυτή την άποψη- αναπόφευκτα ως συνέπεια την πλήρη καταστροφή κάθε κοινωνικού κεκτημένου ως αποτέλεσμα ενός είδους «τιμωρίας» για την «ανυπακοή». Ο συνδυασμός αυτός οδηγεί, συνεπώς, αναπόφευκτα στην αδράνεια και την παραίτηση.
Η αδιαφορία, εν συνεχεία, για τα κοινά υπήρξε κυρίως το αποτέλεσμα ενός χρόνιου εθισμού μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού σε πολιτιστικά υποπροϊόντα, τα οποία προωθούσαν συστηματικά ως ιδανικό έναν τρόπο ζωής ανεπτυγμένο γύρω από έναν άξονα ιλαρής ιδιωτείας. Στο πλαίσιό του, η ενασχόληση με την πολιτική παρουσιαζόταν ως περιθωριακή συμπεριφορά οπισθοδρομικών, οι οποίοι δεν είχαν συνειδητοποιήσει το δήθεν «τέλος της Ιστορίας» (4) . Η προσέγγιση αυτή αφομοιώθηκε πλήρως από ευρέα στρώματα του πληθυσμού που επεδίωκαν την ατομική ευημερία και την κοινωνική ανέλιξη έπειτα από μια μακρά περίοδο δυσπραγίας.
Η προοδευτική απαξίωση των δημοσίων δομών, αποτέλεσμα ιδίως της σκόπιμα εκτεταμένης διαφθοράς στους κόλπους τους αλλά και της προαναφερθείσας αδιαφορίας για τα κοινά, οδήγησε στη σταδιακή ενίσχυση της αξίας και του ρόλου του ιδιωτικού χώρου, καθώς επίσης και στην ταχεία ανάπτυξη και εδραίωση ενός άμεσα συναρτώμενου προς αυτήν ακραίου ατομισμού.
Σε ένα τέτοιο πλαίσιο δεν χωρεί ή χωλαίνει η ανάπτυξη κοινωνικής συνείδησης, συλλογικοτήτων, συναλληλίας και αλληλεγγύης και φυσικά περιορίζεται δραματικά ο κοινωνικός έλεγχος των πολιτικών διεργασιών, με αποτέλεσμα οι τελευταίες να μετατρέπονται ευκολότερα σε «τεχνοκρατική» υπόθεση, αλλοιούμενες ως προς την ίδια τους την ουσία όπως αυτή ορίζεται σε ένα δημοκρατικό πλαίσιο, ενώ οι κοινωνικές σχέσεις αποκτούν καθαρά ανταγωνιστικό χαρακτήρα με περαιτέρω συνέπεια τη διαμόρφωση προσφόρου εδάφους για την ανάπτυξη κοινωνικών παθογενειών όπως ο κοινωνικός αυτοματισμός ή η θεώρηση των αποτελεσμάτων της άσκησης οικονομικής βίας ως φυσιολογικής κατάστασης, απορρέουσας από τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας του θύματός της.
Η ουσιαστική ιδιωτικοποίηση, μερική ή πλήρης, των κοινωνικοπολιτικών λειτουργιών αποτελεί την ύστατη βαθμίδα στην πορεία προς τη διάλυση της κοινωνικής συνοχής και την κατάλυση του κοινωνικού ιστού που, με τη σειρά τους, μετατρέπουν την πρώην κοινωνία σε άθροισμα καθ' όλα χειραγωγήσιμων ατομικοτήτων ελεγχομένων από ανομιμοποίητα και αυθαίρετα κέντρα εξουσίας.
Αυθαιρεσίες
Σε ένα τέτοιο πλαίσιο μπορεί να νομιμοποιηθεί κάθε μορφή αυθαιρεσίας, ενώ τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα περιορίζονται δραματικά ή καταλύονται πλήρως de facto, ακόμη και αν τυπικά θεωρείται ότι παραμένουν σε ισχύ. Το φαινόμενο αυτό της άτυπης αλλά καταλυτικής αφαίρεσης από τους θεμελιακούς μηχανισμούς της δημοκρατίας της ίδιας τους της ουσίας επιβραδύνει σημαντικά τη συνειδητοποίηση εκ μέρους του κοινωνικού συνόλου της επικινδυνότητας της εν λόγω διεργασίας. Οταν δε αυτή καταστεί τελικά σαφής, η απουσία συλλογικών αξιακών βάσεων ή η ύπαρξη τέτοιων πλημμελώς ανεπτυγμένων, η συνακόλουθη έλλειψη ετοιμότητας και ο φόβος λειτουργούν κατασταλτικά των προστατευτικών της κοινωνίας μηχανισμών.
Στην πραγματικότητα, το άτυπο και υπόρρητο αυτό επιθετικό πλέγμα αποσάθρωσης των κοινωνικών δομών αποσκοπεί στην απόσυρση των λαών από το πολιτικό προσκήνιο και την υποταγή τους, με τη μορφή πλέον αποδομημένων αγελών, σε δημοκρατικά ανομιμοποίητες εξουσιαστικές δομές, διά της ασυναίσθητης παράδοσης της κυριαρχίας σε αυτές.
Πρόκειται ωστόσο για φαινόμενο αντικείμενο στην «κοινωνική μηχανική», όπως μας τη διδάσκει η Ιστορία. Αργά ή γρήγορα, οι κοινωνίες στις οποίες αυτό σοβεί είτε παύουν οριστικά να υπάρχουν, με όποια μορφή, αποσυντιθέμενες πλήρως, είτε συνήθως, αντιθέτως, αποκρούουν αυτή τη μορφή παθογένειας και επαναβεβαιώνουν το λαό εν είδει συλλογικής οντότητας ως τη μόνη πηγή εξουσίας. Η επιλογή, παρά τα πολλά εμπόδια που τίθενται, ανήκει τελικά στους λαούς, οι οποίοι και γράφουν την Ιστορία (5).
1. Φράση του Benedetto Croce όπως αυτή αναπαράγεται και ερμηνεύεται από τον Antonio Gramsci στα «Τετράδια Φυλακής» (Α. Gramsci, Quaderni del carcere, Torino, 1975, 1242).
2. Αρθρο 25 Σ.
3. Η έννοια γίνεται αντιληπτή όπως, μεταξύ άλλων, την καταγράφει και τη μελετά ιδίως ο Jurgen Habermas στο έργο του Strukturwandel der Offentlichkeit (Hermann Luchtermann Verlag, 1962).
4. Βλ. Francis Fukuyama, The End of History?, The National Interest, 1989 και (του ιδίου) The End of History And The Last Man, Free Press, 1992.
5. Αναφορά σε απόσπασμα από την τελευταία ομιλία του Salvador Allende, προέδρου της Χιλής, στις 11 Σεπτεμβρίου του 1973: «Η ιστορία είναι δική μας, και την γράφουν (κυρ. "φτιάχνουν") οι λαοί».
* Δικηγόρος Αθηνών και Παρισίων, υπ. διδάκτωρ Νομικής, Universite Paris ΙΙ, Pantheon-Assas, εντεταλμένη διδάσκουσα, Universite Paris ΙΙ, Pantheon-Assas, Universite Paris Ouest, Nanterre-La Defense
http://www.enet.gr/