Ελένη Καρασαββίδου
Αυτό που έχει μια τιμή μπορεί κάλλιστα να αντικατασταθεί από κάποιο άλλο ισοδύναμο του. Αντίθετα αυτό που είναι υπεράνω κάθε τιμής, αυτό που δεν επιδέχεται κανένα ισοδύναμο, είναι εκείνο που έχει αξιοπρέπεια.
Εμ. Καντ
1. Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά...
Αν ισχύει ότι η βασική αποστολή της διανόησης είναι να μας ξεβολεύει και όχι να χαίδεύει αυτιά, βγάζοντας μας έξω από τα όρια του κάθε αυτονόητου και της βολικής ή γοητευτικής εξουσίας που ασκεί επάνω μας (ώστε να πλατύνουμε τον ορίζοντα μας και να βαθύνουμε τις σχέσεις με τα άλλα πλάσματα κι άρα με την ζωή) τότε κάθε κείμενο που σκοπεύει (έστω κι αποτυχημένα) να προκαλέσει μια τέτοια διαδικασία θα μπορούσε να ξεκινά από εκείνη την φράση του Σόπεναουερ, που γράφτηκε όταν πλησίασε πιθανόν την σοφία περισσότερο από ποτέ: οι άνθρωποι, λέει, απαιτούμε ελευθερία λόγου “πάντα” ως αντιστάθμισμα στην ελευθερία της σκέψης, που δεν επιλέγουμε (σχεδόν) ποτέ. Η φράση αυτή σχετίζεται άμεσα με τον τρόπο πρόσληψης της 28ης Οκτωβρίου 1940 στην μεταπολεμική (και μετεμφυλιακή αφού το ένα ακολούθησε το άλλο) ελληνική κοινωνία. Πραγματικά, τα όρια της ιδεολογικής χρήσης της ιστορίας στην χώρα μας αναδεικνύονται όσο σε λίγα περιστατικά στον τρόπο διαχείρησης του λαμπρού ΟΧΙ.
Αν η ιστορία (θα πρεπε να) πατά πρώτα σε γεγονότα κι έπειτα να προχωρεί, (διακλαδιζόμενη πια λόγω του πολύσημου των ηθικών, ταξικών, ιδεολογικών, εμπειρικών κλπ “διαμεσολαβήσεων”), στην ερμηνεία τους, τα “στενά” γεγονότα της 28ης λένε πως ο Ιταλός πρεσβευτής Grazzi χτύπησε την “πρωθυπουργική” (τρόπος του λέγεν) οικία στης 3 τα ξημερώματα, κι επιδίδοντας το τελεσίγραφο του Ιταλικού φαασιστικού κόμματος, έλαβε την απάντηση... “Alors c'est la guerre!” “Λοιπόν αυτό σημαίνει πόλεμο!” Τυπικά λοιπόν ο Μεταξάς δεν είπε κανένα όχι. Αλλά το ίδιο ισχύει και για τον ελληνικό λαό. Η ουσιαστική πρώτη άρνηση όμως (εκπορευόμενη από ποικίλους λόγους που δεν ειναι της παρούσης και δεν είναι κατά την γνώμη μου και συνεκτικοί) προήλθε από τον δικτάτορα κι ήταν γεμάτη στιγμιαίο ιστορικό φως, παρόλο που δεν αθωώνει σε τίποτε τις σκοτεινές πλευρές του. Όποιος ή όποια ισχυρίζεται πως θα μπορούσε ξαφνικά μέσα στη νύχτα να στηθεί το παλλαϊκό θαύμα της αντίστασης και να σταματήσει τους εισβολείς από μια ντροπιαστική “παρέλαση” εντός των συνόρων, παραπλανά πρώτα τον εαυτό του (ως συνήθως στην πολιτική όπως ξαναεπισημάναμε) ώστε να αποπειράται μετά, πειστικά πρώτα για τον ίδιον ή την ίδιαν, να παραπλανήσει και να υποτιμήσει και τους άλλους.
Αλλά εξίσου αντικειμενικό είναι πως ο Μεταξάς, οι Μεταξάδες γενικά, δεν πολέμησαν. Μετά από εκείνη την γενναιόφρωνα ιστορική στιγμή ο πόλεμος έγινε, όπως πάντα σε Δύση και Ανατολή, γι αυτούς άσκηση επί χάρτου. Εκείνοι που εκ των συνθηκών είπαν το εμπράγματο όχι με συντριπτικό κίνδυνο ζωής κι άφατο πόνο, ήταν όχι ο ελληνικός στρατός γενικά, αλλά (παρά τις λαμπρές και θα πρεπε από όλους τιμημένες εξαιρέσεις ανωτέρων) τα μεσαία και κατώτερα στρώματά του. Ο στρατευμένος, με άλλα λόγια λαός, συνοδευόμενος από τους ηρωϊκούς άμαχους (και ιδίως τις ηρωϊκές άμαχες) της Ηπείρου, που εκπροσωπούσαν έναν λαό δεν είχε πάρει ανάσα καλά καλά από το 22 και που ακόμη και στο κέντρο των Αθηνών και στην εσχατιά της Κομοτηνής πρέπει να κρατούσε την ανάσα του.
Άλλωστε, το ότι στρατιωτικά αρχεία (που δεν έχουν βγει και όλα στο φως) δείχνουν πως το μέτωπο εναντίον των Γερμανών έπεσε τόσο εύκολα λίγους μήνες μετά, εξαιτίας της υψηλόβαθμης φράξιας των Γερμανόφιλων που κυριαρχούσαν στο βαθύ κράτος με πασιφανή ευθύνη και του Μεταξά, αφήνοντας τους μαχητές του υψώματος Ρούπελ να παλεύουν για ανεμόμυλους, αυτό δεν συντείνει στην αλήθεια πως δεν ετοιμάζεται κανένα λαϊκό Όχι σε ένα βράδυ; Ο Γερμανός που παρουσίασε όπλα στο Ρούπελ θα πρέπει να ξερε την τραγικότητα της περίστασης των φαντάρων και των αξιωματικών τους...
Όταν όμως η ιδεολογική αμηχανία (στην οποία συνέβαλλαν και οι διώξεις, σαφώς), και η ανελευθερία στην σκέψη, (η οποία σκέψη πανικοβάλλεται στο ενδεχόμενο να βγει εκτός ορίων του κοπαδιού), οδηγούν σε τόσο ολιστικές αναγνώσεις που ακυρώνουν τις ποικίλες, τις αντικρουόμενες συχνά πλευρές, (κι ας είναι αυτές που περιποιούν τιμή στην συνολική εμπειρία του να είσαι άνθρωπος) τότε αποδυναμώνεται ο ίδιος ο πολιτικός αγώνας για την ανθρώπινη απελευθέρωση, αφού ασυνείδητα αποξενώνεται από τις εμπειρίες των ανθρώπων και γίνεται λιγότερο πιστευτός. Ανίκανος να παράξει κριτικά δικακείμενους και θαραλλέους πολίτες. Η μη παραδοχή στην θεωρία όσων ξέρει ο κόσμος στην πράξη σχετικοποιεί τις αρνητικές πλευρές ακόμη και δικτατόρων όπως ο Μεταξάς αφού δυναμώνει ως διωκόμενες από μια ψευτοδιανόηση τις ελάχιστες αλλά υπαρκτές θετικές στιγμές του. Το να μιλάς γι αυτές καθαρά την ίδια ώρα που φωτίζεις τις υπόλοιπες δείχνει ότι θεμέλιο κάθε ριζοσπαστισμού είναι η πολιτική εντιμότητα.
2. Που σκληρά πολεμάτε...
Όπως όμως ο ελεύθερος χρόνος δεν είναι και τόσο ελεύθερος, έτσι και ο στρατευμένος δεν είναι πάντα και τόσο στρατευμένος. Γιατί το να αποδέχεσαι μια ελιτίστικη αντίληψη της ιστορίας από την άλλη που προσπαθεί να ξεχάσει ότι η ιστορία των πολέμων γράφεται από το αίμα των ανώνυμων ώστε να το αντικαταστήσει από το εύκολο μελάνι των διαταγών, σημαίνει πως παραδίνεις τον ματωμένο αγώνα των συνανθρώπων σου, με το αζημίωτο συνήθως, σε μια πολιτική και κοινωνική κουλτούρα που διαμορφώνει παραδείγματα ταύτισης σύμφωνα με τις ανάγκες, ή μάλλον τις επιλογές, μιας αυταρχικής, βαθιά ιεραρχικής (και μάλιστα ιεραρχικής όχι με βάση την αξία αλλά το υλικό και ψυχολογικό κέρδος της καρριέρας ή της ασφάλειας που όλα συντείνουν στην αναπαραγωγή μιας δυσβάσταχτης σε βάθος χρόνου μετριότητας) κοινωνίας. Συμβάλλοντας έτσι σε μια πανανθρώπινη και συντριπτική αλλοτρίωση που στηρίζεται στην “φυσιολογικοποίηση” της αυταρχικής κοινωνίας που ξεχωρίζει τα πόδια από το κεφάλι, κι ας είναι τα πόδια που σε πηγαίνουν παντού.
Η αντίληψη αυτή της ιστορικής αμηχανίας που διαπερνά τον τρόπο διαχείρησης του ΟΧΙ και στους δυο ιδεολογικούς πόλους ανάγει την υποκειμενικότητα ή αλλιώς την συνείδηση σε μια απλή αντανάκλαση μιας μυστικοποιημένης, ιεροποιημένης “αντικειμενικότητας” (“έτσι έγινε και τέλος”, με παράλληλη αγνόηση των διαμεσολαβήσεων ανάμεσα στο άτομο και στην κοινωνία) και συνεισφέρει σε νέες θρησκείες αντί στην κατάκτηση της πολύφερνης διαλεκτικής σκέψεις και στάσης ζωής.
Κι όμως όμοια με τα επίκαιρα της εποχής, οι επισημάνσεις του είδους “με το χαμόγελο στα χείλη” λένε την αλήθεια μα εξακολουθούν να παραπλανούν. Σε μια από τις κορυφαίες στιγμές στην ιστορία του κινηματογράφου, το Σταυροί στο Μέτωπο, ο λοχαγός (παιγμένος από τον Κερκ Ντάγκλας σε μια από τις κορυφαίες, αν όχι την κορυφαία, ερμηνείες της καρριέρας του) διατάσσεται από τους μεγαόσχημους χαρτογιακάδες να οδηγήσει τους άνδρες του στη σφαγή για την κατάληψη ενός υψώματος. Είναι κάτι άνευ σημασίας για το μεγάλο θέρετρο του πολέμου, αλλά οι άνδρες του πεθαίνουν ένας ένας δίχως πραγματική ελπίδα να κερδηθεί το ύψωμα, αφού άλλωστε ο αληθινός λόγος αυτής της άσκησης επί χάρτου είναι να παρασημοφρηθούν οι εντελώς ασφαλείς βαθμοφόροι που παίζουν πόκεμον αντί πολέμου μιας και κινδυνεύουν πραγματικά.
Στην δίκη που ακολουθεί ο Ντάγκλας ξεκινά την απολογία του με κείνη την γνωστή κι αναπαραγμένη φράση: “Σήμερα ντρέπομαι να λέγομαι άνθρωπος”. Όποιος διαβάσει τα απομνημονεύματα όχι... κακών αριστερών μα έντιμων αστών όπως ο Ελύτης (όταν μιλά με αφορμή τον Σαραντάρη για την επιμελητεία) ή ο Βαρβιτσιώτης (όταν μιλά για τον αδερφό του που είχε αηδιάσει) θα διαπιστώσει πως δεν ήταν “όλοι οι φαντάροι μας που πήγαιναν μπροστά”. Οι καλές 100 οικογένειες, σε μια αστική τάξη λατινοαμερικάνικου τύπου, οι απόγονοι των οποίων στέκονται συχνά μπροστά στις παρελάσεις, απλά δεν πολέμησαν. Παρόλο που παιδιά “καλών οικογενειών” (τι όρος μα τον Δία!!) φυσικά και πολέμησαν. Δεν είναι η ιστορία συνεκτική, εξου και η γοητεία να την ανακαλύψεις. Για να μην μιλήσουμε για την αηδία, τον αποτροπιασμό, που ένιωσε ο Σεφέρης όταν γνώρισε την καμαρίλα της Μεσης Ανατολής και την Αγγλική διπλωματία κι είδε να ετοιμάζουν τον εμφύλιο, γράφοντας τον σπαρακτικό Τελευταίο Σταθμό: “όμως ο τόπος που τον πελεκούν και που τον καίνε....”
3. Πάνω στα βουνά...
Βουνά της Κορυτσάς, αρχές του 2000. Έχουμε φτάσει για ένα ποιητικό συμπόσιο. Ο διευθυντής της τοπικής τηλεόρασης (και πολύ καλλιεργημένος άνθρωπος που υπέφερε σαν μετανάστης στην Ελλάδα) μας πάει με πολύ σεβασμό και μας δείχνει ξασπρισμένα κόκκαλα. Μα δεν θα πρεπε κάποτε να τα μαζέψουν;; αναρωτιέται. Πόσο θα κόστιζε ένα κενοτάφιο για να μην παίζουν μπάλα τ αγρίμια; Έλα ντε! Ίσως το κόστος να 'ναι το ξεπέρασμα των Βαλκανικών εθνικισμών που θα ενοχλούνταν από μνημείο των άλλων στην περιοχή τους. Ίσως το κόστος να ταν η αξιοπρέπεια του δικού σου κράτους τόσες δεκαετίες να τα “μαζέψει”. Μπα! Το κόστος θα ταν υψηλό. Ίσα με μια παρέλαση επισήμων. Ίσως η απόφαση και των δυο χωρών για συνεργασία να ταν πρέπουσα. Το όραμα το Βελεστινλή σε μια άκρη της σκέψης. Δε βαριέσαι... Περπατώ δίπλα τους. Θυμάμαι ένα σχολικό (μόνο πια) τραγουδάκι: “Που σκληρά πολεμάτε πάνω στα βουνά”...ή “Γονείς Τίμα” και “Ύβριν απέχου”. Τα Δελφικά παραγγέλματα στο μυαλό. Και στα βουνά της Κορυτσάς και στα βουνά του Μεξικού. Με ποιον να το μοιραστείς σ' έναν κόσμο που στηρίζεται στην ύβρη; Μέρος της κι εμείς. Φεύγουμε ματωμένοι για την πόλη.
Κι όμως, η μόνη μνεία (πέρα από τα συνήθως μίζερα ηρώα των χωριών) στον κεντρικό δημόσιο χώρο των ανωνύμων που πολέμησαν και πολύ σωστά έπραξαν στις τότε συνθήκες για το χώμα τους (Μπακούνιν) ή τις πεζούλες τους (Άρης) εναντίον του φασισμού κι εναντίον της σκλαβιάς είναι το Μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη. Κι αυτό που δεν κατανοεί αυτός ή αυτοί οι υπερεπαναστάτες που πάνε να μαγαρίσουν το μνημείο, είναι πως δεν τα βάζουν με το σύστημα, αλλά με μια υποχώρησή του, σημειολογικού έστω τύπου, υπερ των “υπηκόων του”. Κι ότι ακόμη κι όταν έχεις αποστηθίσει 2, 3 τσιτάτα (κι 100) δεν γίνεσαι ...αντιεθνικιστής υπερεπαναστάτης (αν δεν είσαι προβοκάτορας) μαγαρίζοντας την μνήμη του γιου μιας γιαγιάς στο χωριό ή τον παππού του διπλανού σου στην Αθήνα.
Ποτέ καμιά ριζοσπαστική ιδεολογία, όπως δείχνουν οι μεγάλες ιστορικές στιγμές και τα απομνημονεύματα των πρωταγωνιστων τους, δεν καρπίζει αν δεν βρει ρίζα, αν δεν τιμήσει την πατρίδα την δική της και των άλλων, όχι των πατριδοκάπηλων, αλλιώς καταντά φύλλο στον άνεμο. Ότι ο αγώνας ήταν και εθνικός, δεν το χουν γράψει... εθνίκια κι αργυραμοιβοί αλλά αριστεροί (όταν η αριστερά δεν ήταν της μόδας να μπαίνουν και δήθεν...) και μάλιστα με το αίμα τους, από την Διδώ Σωτηρίου, μέχρι την Ηλέκτρα Αποστόλου και τον Άρη. Κι αυτή η παραδοχή στιγμή δεν σε κάνει εθνικιστή, όπως εκ των υστέρων κι εκ του ασφαλούς, θα λέγανε κάποιοι με μονοσήμαντη, προβλέψιμη σκέψη που δεν κατανοούν πως η λέξη Κωνσταντινούπολη στο στόμα πχ της Διδώς δεν έχει καμιά (μα καμιά!) σχέση με την Κωνσταντινούπολη του χρυσαυγίτη. Πρόθυμο να μοιραστείς, σαν έρθουν οι συνθήκες, και με σωστό τρόπο αν ωριμάσεις, το σπιτικό που θα κατέχεις, όχι αυτό που θα νοικιάζεις σε ξένους και ντόπιους “αφεντάδες”, σε κάνει...
Το πρώτο ΟΧΙ (μια λέξη που τυπικά δεν ακούστηκε ποτέ) το είπε ο Μεταξάς στους Ιταλούς (όχι στους Γερμανούς). Ήταν μεγάλη μερίδα (μερίδα όμως) του ελληνικού λαού που το τίμησε επί 4 χρόνια όπως ίσως πουθενά αλλού στην Ευρώπη. Αυτήν την μερίδα που 'χε φτερά την μακέλεψαν μετεμφυλιακά και της έμαθαν πως ο έξυπνος επιβιώνει, ο γενναίος διώκεται. Το τραγικό είναι πως πίσω απ την Μακρόνησο ξεπρόβαλλε το Μπούλκες, κακοποίηση της πιο όμορφης ιδεολογίας στη γη. Το λυτρωτικό είναι πως καμιά Μακρόνησος και κανένα Μπούλκες δεν ακυρώνει την ωραιότητα του αγώνα τους.“Τον καιρό του πολέμου είχα μια βεβαιότητα: τον κόσμο που θα ρχότανε υστερ’ από τον πόλεμο, έγραψε ο Αντωνης Σαμαράκης...είχα κι εγώ πιστέψει πως θα ρχότανε αυτός ο κόσμος, ένας κόσμος καινούριος, αλλιώτικος… ένας κόσμος που θα έδινε σ’ όλους τους ανθρώπους ελευθερία και ειρήνη και ψωμί…' Πότε έπαψαν αυτά να είναι επίκαιρα; Πότε έπαψαν να είναι αναγκαία;
Τελικά, ο τρόπος που διαχειριζόμαστε την λέξη ΟΧΙ, μπορεί να θυμίζει την ευεξήγητη μα κι ασυγχώρητη πια ιστορική μας αμηχανία. Ο τρόπος που αντισταθήκαμε όμως, το εμπράγματο με άλλα λόγια ΟΧΙ, όπως κι ο τρόπος που προσπαθούμε ν' αντισταθούμε στην βαρβαρότητα και στο χωράφι της (την μονομέρεια, οικονομικού ή ιδεολογικού, σωστότερα ιδεοληπτικού τύπου) θυμίζει πως οι άνθρωποι παραμένουμε (για να θυμηθούμε τον Έρνστ Μπλοχ) “το σύνολο των μη πραγματωμένων δυνατοτήτων μας”. Κι αυτές, μικρές λυχνίες από φως, κρύβονται και μας προσμένουν ακόμη και στο πιο βαθύ σκοτάδι...