Τη συνέντευξη στην ΕΠΟΧΗ πήρε ο Αδάμος Ζαχαριάδης
Μοιάζει να πρόκειται για μια επικύρωση της γενικής τάσης των αποτελεσμάτων του 2012, και από αυτήν την άποψη πιστοποιείται ότι είμαστε πλέον σε μια νέα περίοδο, που σηματοδοτείται από το 2012. Ωστόσο, πρόκειται για μεταβατική περίοδο, με άδηλες τάσεις και δυναμικές, τουλάχιστον για μένα. Εάν έχουμε μια σχετική σταθεροποίηση, έχουμε να κάνουμε ασφαλώς με ασταθή ισορροπία. Δεν μπορούμε να προβλέψουμε το πώς ακριβώς θα εξελιχθεί το πολιτικό σύστημα, γιατί αυτό θα εξαρτηθεί από τον τρόπο με τον οποίο θα πολιτευτούν οι πολιτικές δυνάμεις, και κυρίως ο ΣΥΡΙΖΑ που αποτελεί το στοιχείο της ελληνικής εξαίρεσης.
Υπάρχει όμως και κοινωνική πόλωση η οποία ίσως τροφοδοτείται και εκφράζεται και στο πολιτικό σύστημα.
Ισχύει αλλά όχι απολύτως. Υπάρχει σίγουρα μια μεγάλη κοινωνική πλειονότητα που θίγεται σοβαρά από τις πολιτικές που ασκούνται στο όνομα της κρίσης, και αυτή σε μεγάλο βαθμό εκφράζεται με τον έναν ή τον άλλο τρόπο αντι-μνημονιακά, και, από την άλλη πλευρά, η μειονότητα όσων ευνοούνται ή δεν αισθάνονται να απειλούνται. Δεν μπορώ όμως να μιλήσω για σταθεροποίηση του πολιτικού συστήματος. Δεν θα μείνει έτσι όπως είναι. Θα πάει προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση, ανάλογα με την έκβαση των κοινωνικών και πολιτικών συγκρούσεων που έχουμε μπροστά μας. Είναι τόσο έκτακτη και έκρυθμη η κατάσταση που δεν μπορώ να πιστέψω ότι θα παγιωθεί το πολιτικό σύστημα όπως είναι σήμερα.
Παρακολουθούμε ότι μετά τις εκλογές εντείνονται οι πιέσεις προς τα ενδιάμεσα κόμματα. Αυτό όμως μπορεί να λειτουργήσει και ως μπούμερανγκ για το σύστημα. Από την άποψη ότι στην προσπάθειά τους να αποτρέψουν τον ΣΥΡΙΖΑ να βρει εταίρους, χάνουν και αυτοί έναν πιθανό σύμμαχο. Αυτό πως το ερμηνεύεις;
Η πόλωση σίγουρα αυξάνεται, και νομίζω πράγματι ότι πρόκειται για μια αμφίσημη εξέλιξη. Για τη ΝΔ το στοίχημα είναι να κερδηθεί το παιχνίδι της ενδο-δεξιάς ηγεμονίας. Να υπάρξει δηλαδή, μια ενιαία και συμπαγής δεξιά παράταξη, στην οποία πλέον, δυστυχώς, η θέση και ο ρόλος των σκληρών ακρο-δεξιών στοιχείων θα είναι αναβαθμισμένος. Αυτό όμως είναι δύσκολο να επιτευχθεί, καθώς η ρήξη μεταξύ μνημονιακής και αντι-μνημονιακής δεξιάς ανατροφοδοτείται από τις μνημονιακές πολιτικές επιλογές και τις κοινωνικές επιπτώσεις τους. Στο μέτρο, λοιπόν, που αυτή η ενοποίηση δεν επιτυγχάνεται, η εν λόγω πόλωση θα μπορούσε να ευνοήσει τον ΣΥΡΙΖΑ, γιατί είναι ο πιο σαφής και σταθερός πόλος της. Με άλλα λόγια, ο ΣΥΡΙΖΑ θα ευνοείται στο μέτρο που η πόλωση (σχηματικά) μνημόνιο – αντιμνημόνιο θα αναπαράγεται στο εσωτερικό μόνο του ενός από τους δύο πόλους της πόλωσης. Σε αυτό, πρέπει να συνυπολογιστεί επιπλέον και αυτό που είπατε, δηλαδή η εν δυνάμει συρρίκνωση μιας πολιτικής ενδοχώρας του συστήματος στον «κεντροαριστερό» χώρο. Από την άλλη πλευρά, η τάση για ακραία συμπίεση των ενδιάμεσων κομμάτων αναστέλλει την αναδιάταξη του πολιτικού–κομματικού τοπίου και φέρνει συνθήκες ασφυξίας όσον αφορά τις πιθανές συμμαχίες του ΣΥΡΙΖΑ, σε ενδεχόμενη πρωτιά χωρίς αυτοδυναμία.
Πως λοιπόν πρέπει να προχωρήσει ο ΣΥΡΙΖΑ για να αξιοποιήσει τη δυναμική του;
Προφανώς η στόχευση του ΣΥΡΙΖΑ είναι τα στρώματα εκείνα που, παρά το γεγονός ότι θίγονται από τη μνημονιακή πολιτική, «αντιστέκονται» περισσότερο στο κάλεσμά του. Ας πούμε, ο αγροτικός κόσμος ή οι συνταξιούχοι. Πρόκειται για τα συντηρητικότερα στρώματα της ελληνικής κοινωνίας, με την έννοια ότι παρουσιάζουν ισχυρές πολιτικές και ιδεολογικές αδράνειες. Σε αυτές τις αδράνειες πρέπει να αποδώσουμε τη σχετικά μικρότερη ανταπόκρισή τους στην έγκληση του ΣΥΡΙΖΑ, μιας και πράγματι υφίστανται τις επιπτώσεις των μνημονίων ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ έχει την μόνη βιώσιμη απάντηση για την προοπτική τους. Η λύση αυτής της ελλειμματικής κατάστασης από πλευράς του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι να πλειοδοτήσει στα αιτήματα και τις φιλοδοξίες αυτών των στρωμάτων (στα οποία, επαναλαμβάνω, επί της ουσίας ανταποκρίνεται επαρκώς), αλλά η άρθρωση μιας πειστικής ηγεμονικής πρότασης σε μια συγκυρία που, κατά την άποψή μου, τείνει προς ορισμένες μετατοπίσεις. Δεν βρισκόμαστε απολύτως στη φάση της επιθετικής εμπέδωσης των μνημονίων, ούτε βέβαια στο μυθικό «τέλος των μνημονίων», αλλά τείνουμε προς την κανονικοποίηση των μνημονίων, στη μετατροπή του έκτακτου σε καθεστώς: κάπου διάβασα πρόσφατα την εκτίμηση του Ευκλείδη Τσακαλώτου ότι το μνημόνιο γίνεται καθεστώς, και συμφωνώ. Γενικότερα, θα έλεγα ότι αυτό είναι το νέο καθήκον του ΣΥΡΙΖΑ στη νέα κατάσταση που τείνει να διαμορφωθεί: χωρίς να αμβλύνει τις αιχμές του για την ακόμα έκτακτη κατάσταση του νέο-φιλελεύθερου «αστραπιαίου πολέμου» (π.χ., το ζήτημα της αντιμετώπισης της «ανθρωπιστικής κρίσης»), ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να αρχίσει να επεξεργάζεται την απάντηση σε αυτή τη νέα κανονικότητα, στο νέο κοινωνικό και πολιτικό «παράδειγμα» που τείνει να εμπεδωθεί -και για το οποίο, θυμίζω, από την αρχή λέγαμε ότι αποτελεί τον πραγματικό στόχο των μνημονίων, τον στόχο του «ελληνικού πειράματος». Με άλλα λόγια, ενδέχεται το επόμενο διάστημα η κοινωνική κατάσταση να αρχίσει να χειροτερεύει με κάπως πιο αργούς ρυθμούς σε σχέση με την προηγούμενη τετραετία, και να αρχίσει να διαφαίνεται μια τάση προς το πολύ χειρότερο: τη σχετική σταθεροποίηση ενός ζοφερού κοινωνικού και πολιτικού τοπίου, που θα επέχει πλέον θέση «κανόνα». Πρέπει λοιπόν να αρχίσουμε να ετοιμαζόμαστε πιο ηγεμονικά απέναντι σε αυτό, τόσο σε επίπεδο προγραμματικού λόγου όσο και σε επίπεδο συνθημάτων. Όταν μια καταστροφή τείνει να αποκτά στοιχεία κανονικότητας, δεν έχει τόσο νόημα να διατυμπανίζεις την απειλή της, όσο το να προτάξεις τη δική σου εναλλακτική και οραματική αντιπρόταση.
Έχει πιάσει ταβάνι ο ΣΥΡΙΖΑ;
Όπως είπαμε, σε σχέση με το 2012 έχουμε μια σταθεροποίηση. Πολλοί ισχυρίζονται ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έπιασε το «ταβάνι» του, αλλά δεν νομίζω πως ισχύει. Έχω την αίσθηση ότι δεν σταθεροποιείσαι στο ταβάνι: το ταβάνι κάποτε το πιάνεις, και μετά πας προς τα κάτω. Από την άλλη πλευρά, δεν είχαμε και τη δυναμική που θέλαμε. Ενδεχομένως να μην έπεισε πλήρως η ευθεία σύνδεση των ευρωεκλογών με την κυβερνητική ανατροπή. Αυτό βέβαια ίσχυσε ακόμα περισσότερο για τις αυτό-διοικητικές εκλογές, ωστόσο περιέργως αυτό μπορεί να είναι και ελπιδοφόρο. Εννοώ ότι, όπως ακριβώς δεν πείσαμε πλήρως για την ευθεία πολιτικοποίηση των τοπικών εκλογών, όπου ο κόσμος ψήφισε με πολύ πιο σύνθετα κριτήρια, χωρίς όμως αυτό να κοστίσει στις περισσότερο πολιτικές ευρωεκλογές, ενδέχεται η αναμφισβήτητα πιο χαλαρή ψήφος στις ευρωεκλογές να συνδυαστεί με μια ευθέως πολιτική ψήφο και με μια ανάλογη δυναμική στις επερχόμενες εθνικές εκλογές, όπου το διακύβευμα της κυβερνητικής αλλαγής θα είναι άμεσο.
Είδαμε με ανησυχία να χάνει ο ΣΥΡΙΖΑ έδαφος στη νεολαία και στους μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα. Τι μπορεί να προκάλεσε αυτή, την περιορισμένη έστω, απομάκρυνση;
Δεν νομίζω ότι μπορώ να δώσω συνολική απάντηση. Απλώς θέλω να προσθέσω μια σκέψη σε όσα έχουν γραφτεί και ειπωθεί σχετικά. Τα στρώματα που αναφέρετε, μαζί με τον ολοένα και αυξανόμενο στρατό των ανέργων, με τον οποίο βρίσκονται σε ένα εφιαλτικό συνεχές επισφάλειας, είναι τα πλέον απελπισμένα στρώματα της ελληνικής κοινωνίας. Βιώνουν μια προσωπική και συλλογική απόγνωση, χωρίς προοπτική και σε μεγάλο βάθος χρόνου. Οι άνθρωποι αυτοί έχουν την οξύτερη και καθημερινή αίσθηση της κοινωνικής καταστροφής, χωρίς ορατή διέξοδο που να τους αφορά άμεσα –γνωρίζουμε και γνωρίζουν πολύ καλά ότι η ανάταξη της χώρας και της κοινωνίας, ακόμα και εάν αρχίσει αύριο, θα χρειαστεί δεκαετίες, στις οποίες πολλά κρίσιμα τρένα της δικής τους ζωής μπορεί να χαθούν. Αυτή η απελπισία διαβρώνει την ίδια την υποκειμενικότητα των ανθρώπων, εκμηδενίζει εκείνο το μίνιμουμ αισιοδοξίας, προοπτικής, αποφασιστικότητας, επιμονής κλπ, που αποτελεί όρο της ενεργητικότητάς τους. Πρόκειται για μια, ατομική και συλλογική, «πολιτική κατάθλιψη», αν επιτρέπεται ο όρος (και αυτό μπορεί να απαντά και στο ερώτημα της απουσίας κοινωνικών αγώνων το τελευταίο διάστημα). Με δυο λόγια, οι άνθρωποι σε αυτήν την κατάσταση μπορεί να είναι «αδιάβροχοι» στη μόνη ελπιδοφόρα προοπτική, που είναι αυτή του ΣΥΡΙΖΑ. Εδώ μπορεί να βρίσκεται η ρίζα πολιτικών (ή αντι-πολιτικών) και εκλογικών (ή αντι-εκλογικών) συμπεριφορών, το όριο των οποίων είναι η ψήφος στη Χρυσή Αυγή. Δίπλα στις κυριολεκτικές αυτοκτονίες, αναδύονται και συμπεριφορές με στοιχεία πολιτικής αυτοκτονίας –και κάθε αυτοκτονία ενέχει διαμαρτυρία. Είναι χρέος του ΣΥΡΙΖΑ να βρει τρόπους ανάσχεσης αυτής της κατάστασης ή έστω της τάσης.
Ένα δεύτερο σημείο επ’ αυτού: ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ήδη δύο χρόνια αξιωματική αντιπολίτευση. Για τον εξαιρετικά γρήγορο, πυκνό και τεταμένο ιστορικό χρόνο που διανύουμε, αυτό μπορεί να είναι μεγάλο διάστημα. Η παραμονή στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης μπορεί, στο μυαλό ή στο φαντασιακό κάποιων, να αποκτά δομικά χαρακτηριστικά. Ένα δίδαγμα του δομισμού, θυμίζω, υπήρξε ότι το νόημα ενός στοιχείου σε μια δομή, σε ένα σύστημα, εξαρτάται περισσότερο από τη θέση του εκεί και λιγότερο από το «περιεχόμενό» του. Ένα απλό παράδειγμα για το τι εννοώ: το γεγονός ότι κάθε πρωί, στα κανάλια, θα βρούμε πάντοτε έναν σύντροφό μας στο πάνελ, σε ένα αέναο παιγνίδι τηλεοπτικών αντεγκλήσεων με κυβερνητικά στελέχη (που το επιβάλλει το ίδιο το μέσο), σε ένα σκηνικό που θυμίζει έντονα την παράσταση του παλιού δικομματισμού στο τηλεοπτικό φαντασιακό, και αυτό ενώ συσσωρεύεται εκρηκτική οργή για το πολιτικό–μηντιακό σύστημα, μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα το ξεθώριασμα του ΣΥΡΙΖΑ ως το πραγματικό «άλλο» του πολιτικού συστήματος, παρά το γεγονός ότι αυτό όντως στοιχειοθετείται από το πολιτικό λόγο του και το πρόγραμμά του. Με άλλα λόγια, σημασία δεν έχει τόσο το τι λες, όσο η (αναγκαστική;) συμμετοχή σου σε ένα φθαρμένο παιγνίδι. Προς επίρρωση, σύμφωνα με πολλές εκτιμήσεις τουλάχιστον, το μποϋκοτάζ μας σε ορισμένες περιπτώσεις που έβγαζαν μάτια (π.χ. Πρετεντέρης) λειτούργησε θετικά. Δεν λέω να εγκαταλείψουμε τα πεδία του δημόσιου λόγου, αλλά χρειάζεται να βρούμε νέους τρόπους παρουσίας μας εκεί. Αντιθέτως, από τη μη-καταγραφή στο όλο σύστημα, για διαφορετικούς λόγους βέβαια, επωφελήθηκαν τόσο η Χρυσή Αυγή (που εκβίασε τον αποκλεισμό της) όσο και το Ποτάμι (που απλούστατα εμφανίστηκε μόλις χτες). Να μην υποτιμήσουμε την λαχτάρα του κόσμου για μια «άλλη» πολιτική, που υπήρξε κοινό στοιχείο σε μεγάλο μέρος της ψήφου τόσο στη ΧΑ όσο και στο Ποτάμι, παρά τις χαώδεις διαφορές τους. Αντίθετα, πρέπει να καλύψουμε εμείς αυτήν την ανάγκη.
Είναι ιστορική ευθύνη να το κάνουμε.
Προφανώς, αν και πιστεύω ότι δεν έχουμε ακόμα συνειδητοποιήσει πλήρως το μέγεθος αυτής της ιστορικής ευθύνης μας. Όλα αυτά τα φαινόμενα πριν τις αυτό-διοικητικές εκλογές, όχι μόνο τα λάθη (που εν τέλει είναι συγγνωστά) ή οι προχειρότητες (που είναι λιγότερο συγγνωστές), αλλά κυρίως οι εσωτερικοί ανταγωνισμοί και διαγκωνισμοί (που δεν είναι καθόλου), σηματοδοτούν, μεταξύ πολλών άλλων, και ένα έλλειμμα αυτογνωσίας μας -πιο σωστά: την αδυναμία μας να κατανοήσουμε την ανάγκη να διερωτηθούμε ποιοι είμαστε, πώς φτάσαμε μέχρι εδώ και τι έχουμε να κάνουμε από εδώ και μπροστά, με κίνδυνο να χάσουμε μέσα από τα χέρια μας αυτό που κάναμε αλλά και αυτό που μας δόθηκε, να αποδειχθούμε ιστορικά λίγοι.
Η ανάληψη της ευθύνης από αυτοδιοικητικές δυνάμεις όπου συμμετέχει και ο ΣΥΡΙΖΑ – ιδίως στην Αττική και μεγάλους Δήμους – επισημάνθηκε ως μια νέα, κρίσιμη, δυνατότητα, να δείξει η αριστερά την αξία της στην πράξη. Έχει τέτοια περιθώρια η Τοπική Αυτοδιοίκηση να ασκήσει μια εξουσία, φιλολαϊκή ή έχει γίνει αναπόσπαστο τμήμα του κράτους;
Η διεύρυνση των παραδοσιακών ορίων της δημοκρατίας είναι επιτακτική ανάγκη, και το τοπικό επίπεδο, ακόμα και στην κλίμακα της περιφέρειας Αττικής, είναι προνομιακό πεδίο: συμμετοχικότητα, μορφές άμεσης δημοκρατίας, λαϊκές συνελεύσεις, συλλογικές μορφές αλληλεγγύης κλπ. Αυτό όμως πρέπει να ενταχθεί σε ένα πρόγραμμα «πεζής» διαχείρισης, η οποία προφανώς θα συγκεκριμενοποιεί τις αρχές και τις αξίες της Αριστεράς και θα έρχεται αναγκαστικά σε σύγκρουση με ποικίλα και ισχυρά κατεστημένα συμφέροντα. Για παράδειγμα, είναι πάρα πολύ σημαντικό να συγκρουστούμε και να πετύχουμε σε ζητήματα όπως τα σκουπίδια. Είναι επίσης σημαντικό να μην υπάρξει η παραμικρή υπόνοια για προσωπικές ιδιοτέλειες –εκεί οι αυτό-διοικητικοί μας άρχοντες και αρχόντισσες, αν χρειαστεί, πρέπει να είναι αμείλικτοι. Με δυο λόγια, έχουμε να συνδυάσουμε την ορθολογικότητα του προγράμματός μας (όχι ουδέτερη ορθολογικότητα, προφανώς) με αυτό που θα λέγαμε «θεσμοθέτηση των πλατειών». Αποτελεσματική διαχείριση, ύφος εξουσίας και διεύρυνση των ορίων της δημοκρατίας και της νομιμοποίησης, είναι τα τρία αναγκαία συστατικά μιας επιτυχημένης αριστερής «διακυβέρνησης» στην αυτοδιοίκηση. Είναι τεράστια η ευθύνη αλλά και η προοπτική των δυνάμεών μας: θα είναι μια πρόβα τζενεράλε της κυβέρνησης της Αριστεράς. Προσωπικά, ελπίζω πολλά από τους ανθρώπους μας στην αυτό-διοίκηση.
“Ο ΣΥΡΙΖΑ μάς έλαχε”
Διανοούμενοι, διεθνούς φήμης, αναφέρονται συχνά στον ΣΥΡΙΖΑ ως το κόμμα της αριστεράς που έχει κάποια από τα χαρακτηριστικά ενός κόμματος της Αριστεράς του 21ου Αιώνα. Υπάρχουν και ποια είναι αυτά και πώς ο εμπλουτισμός του μπορεί να επηρεάσει την εξέλιξή του;
Από μία άποψη ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ντε φάκτο το κόμμα της Αριστεράς του 21ου αιώνα. Έρχεται να ανατρέψει μια πολύ βαθιά εμπεδωμένη, τουλάχιστον μεταπολεμικά, ευρωπαϊκή συνθήκη του 20ου αιώνα, που ήθελε την Αριστερά να καταλαμβάνει μια οριοθετημένη θέση στο πολιτικό σύστημα, ως κόμμα διαμαρτυρίας και αντιπολίτευσης. Αντίθετα, ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ένα κόμμα της ιστορικής Αριστεράς που είναι πλειοψηφικό, εν δυνάμει ηγεμονικό και κυβερνητικό, και κυρίως εκφράζει μια χειροπιαστή προοπτική ανατροπής ενός status quo με κρίσιμες ευρωπαϊκές επιπτώσεις. Και αυτό είναι πρωτόγνωρο: ακόμα και τα πολύ ισχυρά Κ.Κ. της Ιταλίας ή της Γαλλίας, λόγω των μεταπολεμικών γεωπολιτικών ισορροπιών, ποτέ δεν έθεσαν ζήτημα ριζικής αλλαγής πλεύσης (πράγμα που αποτέλεσε και το όριο της πολιτικής τους) –ο ΣΥΡΙΖΑ, αντιθέτως, απειλεί μια στρατηγική διεθνή επιλογή των κυρίαρχων καπιταλιστικών δυνάμεων. Ο ΣΥΡΙΖΑ, λοιπόν, είναι και «κυβερνητικός» και «επικίνδυνος», και αυτό είναι η ιστορική πρωτοτυπία του, η νέα συνθήκη για την ευρωπαϊκή Αριστερά.
Τώρα, σε τι συνίσταται αυτός ο τύπος κόμματος, τα χαρακτηριστικά για τα οποία ρωτάτε, δεν μπορούμε ακόμα να το πούμε, ενδεχομένως γιατί δεν το ξέρουμε ακόμα ούτε εμείς οι ίδιοι. Σίγουρα κάτι έχουμε κάνει πολύ σωστά, και πρέπει να το κωδικοποιήσουμε για να το αναπτύξουμε ακόμα περισσότερο στο μέλλον, στις νέες συγκυρίες που μας περιμένουν. Σίγουρα όμως βρεθήκαμε και στην κατάλληλη συγκυρία. Όπως θα έλεγε ο Μακιαβέλι, είχαμε πολιτική αρετή αλλά είχαμε και τύχη. Πολλά πράγματα μπορούμε να αναγνωρίσουμε στον εαυτό μας όλα αυτά τα χρόνια, όπως την ενωτική στάση μας, την αταλάντευτη υποστήριξή μας στους κοινωνικούς αγώνες, το συνδυασμό θεσμικής πολιτικής και κινηματισμού που μας χαρακτήρισε, και πολλά ακόμα, αλλά δεν είναι αυτά όλη η ιστορία. Να μην καταλήξουμε να αυτοθαυμαζόμαστε, λέγοντας ότι επιβεβαιώθηκε η γραμμή μας, η συνεπής στάση μας κλπ. Θυμάμαι το τελευταίο κείμενο του Άγγελου Ελεφάντη, για τον «Συνασπισμό που μας έλαχε» –ε λοιπόν, κατά μια έννοια, και ο ΣΥΡΙΖΑ «μας έλαχε», ήταν το αστάθμητο «δώρο» μιας μοναδικής συγκυρίας και μιας χειμαζόμενης κοινωνίας προς την Αριστερά, και πρέπει να το δεχτούμε αυτό το δώρο, να το δεξιωθούμε και να το κατανοήσουμε, να φανούμε αντάξιοί του για να το διατηρήσουμε και να το επαυξήσουμε.
Ο Γιώργος Φουρτούνης εξηγεί γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ είναι το κόμμα της Αριστεράς του 21ου αιώνα και εκφράζει παράλληλα τις αγωνίες και τους προβληματισμούς του για την μελλοντική πορεία.
Τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών επιβεβαιώνουν, κατ’ αρχάς, τις τάσεις που καταγράφηκαν τον Ιούνιο του 2012. Ισχύει αυτό; Αν ισχύει μπορούμε να υποστηρίζουμε ότι αρχίζει μια νέα περίοδος; Αντανακλά βαθύτερες τάσεις στο κοινωνικό πεδίο;
Μοιάζει να πρόκειται για μια επικύρωση της γενικής τάσης των αποτελεσμάτων του 2012, και από αυτήν την άποψη πιστοποιείται ότι είμαστε πλέον σε μια νέα περίοδο, που σηματοδοτείται από το 2012. Ωστόσο, πρόκειται για μεταβατική περίοδο, με άδηλες τάσεις και δυναμικές, τουλάχιστον για μένα. Εάν έχουμε μια σχετική σταθεροποίηση, έχουμε να κάνουμε ασφαλώς με ασταθή ισορροπία. Δεν μπορούμε να προβλέψουμε το πώς ακριβώς θα εξελιχθεί το πολιτικό σύστημα, γιατί αυτό θα εξαρτηθεί από τον τρόπο με τον οποίο θα πολιτευτούν οι πολιτικές δυνάμεις, και κυρίως ο ΣΥΡΙΖΑ που αποτελεί το στοιχείο της ελληνικής εξαίρεσης.
Υπάρχει όμως και κοινωνική πόλωση η οποία ίσως τροφοδοτείται και εκφράζεται και στο πολιτικό σύστημα.
Ισχύει αλλά όχι απολύτως. Υπάρχει σίγουρα μια μεγάλη κοινωνική πλειονότητα που θίγεται σοβαρά από τις πολιτικές που ασκούνται στο όνομα της κρίσης, και αυτή σε μεγάλο βαθμό εκφράζεται με τον έναν ή τον άλλο τρόπο αντι-μνημονιακά, και, από την άλλη πλευρά, η μειονότητα όσων ευνοούνται ή δεν αισθάνονται να απειλούνται. Δεν μπορώ όμως να μιλήσω για σταθεροποίηση του πολιτικού συστήματος. Δεν θα μείνει έτσι όπως είναι. Θα πάει προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση, ανάλογα με την έκβαση των κοινωνικών και πολιτικών συγκρούσεων που έχουμε μπροστά μας. Είναι τόσο έκτακτη και έκρυθμη η κατάσταση που δεν μπορώ να πιστέψω ότι θα παγιωθεί το πολιτικό σύστημα όπως είναι σήμερα.
Παρακολουθούμε ότι μετά τις εκλογές εντείνονται οι πιέσεις προς τα ενδιάμεσα κόμματα. Αυτό όμως μπορεί να λειτουργήσει και ως μπούμερανγκ για το σύστημα. Από την άποψη ότι στην προσπάθειά τους να αποτρέψουν τον ΣΥΡΙΖΑ να βρει εταίρους, χάνουν και αυτοί έναν πιθανό σύμμαχο. Αυτό πως το ερμηνεύεις;
Η πόλωση σίγουρα αυξάνεται, και νομίζω πράγματι ότι πρόκειται για μια αμφίσημη εξέλιξη. Για τη ΝΔ το στοίχημα είναι να κερδηθεί το παιχνίδι της ενδο-δεξιάς ηγεμονίας. Να υπάρξει δηλαδή, μια ενιαία και συμπαγής δεξιά παράταξη, στην οποία πλέον, δυστυχώς, η θέση και ο ρόλος των σκληρών ακρο-δεξιών στοιχείων θα είναι αναβαθμισμένος. Αυτό όμως είναι δύσκολο να επιτευχθεί, καθώς η ρήξη μεταξύ μνημονιακής και αντι-μνημονιακής δεξιάς ανατροφοδοτείται από τις μνημονιακές πολιτικές επιλογές και τις κοινωνικές επιπτώσεις τους. Στο μέτρο, λοιπόν, που αυτή η ενοποίηση δεν επιτυγχάνεται, η εν λόγω πόλωση θα μπορούσε να ευνοήσει τον ΣΥΡΙΖΑ, γιατί είναι ο πιο σαφής και σταθερός πόλος της. Με άλλα λόγια, ο ΣΥΡΙΖΑ θα ευνοείται στο μέτρο που η πόλωση (σχηματικά) μνημόνιο – αντιμνημόνιο θα αναπαράγεται στο εσωτερικό μόνο του ενός από τους δύο πόλους της πόλωσης. Σε αυτό, πρέπει να συνυπολογιστεί επιπλέον και αυτό που είπατε, δηλαδή η εν δυνάμει συρρίκνωση μιας πολιτικής ενδοχώρας του συστήματος στον «κεντροαριστερό» χώρο. Από την άλλη πλευρά, η τάση για ακραία συμπίεση των ενδιάμεσων κομμάτων αναστέλλει την αναδιάταξη του πολιτικού–κομματικού τοπίου και φέρνει συνθήκες ασφυξίας όσον αφορά τις πιθανές συμμαχίες του ΣΥΡΙΖΑ, σε ενδεχόμενη πρωτιά χωρίς αυτοδυναμία.
Πως λοιπόν πρέπει να προχωρήσει ο ΣΥΡΙΖΑ για να αξιοποιήσει τη δυναμική του;
Προφανώς η στόχευση του ΣΥΡΙΖΑ είναι τα στρώματα εκείνα που, παρά το γεγονός ότι θίγονται από τη μνημονιακή πολιτική, «αντιστέκονται» περισσότερο στο κάλεσμά του. Ας πούμε, ο αγροτικός κόσμος ή οι συνταξιούχοι. Πρόκειται για τα συντηρητικότερα στρώματα της ελληνικής κοινωνίας, με την έννοια ότι παρουσιάζουν ισχυρές πολιτικές και ιδεολογικές αδράνειες. Σε αυτές τις αδράνειες πρέπει να αποδώσουμε τη σχετικά μικρότερη ανταπόκρισή τους στην έγκληση του ΣΥΡΙΖΑ, μιας και πράγματι υφίστανται τις επιπτώσεις των μνημονίων ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ έχει την μόνη βιώσιμη απάντηση για την προοπτική τους. Η λύση αυτής της ελλειμματικής κατάστασης από πλευράς του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι να πλειοδοτήσει στα αιτήματα και τις φιλοδοξίες αυτών των στρωμάτων (στα οποία, επαναλαμβάνω, επί της ουσίας ανταποκρίνεται επαρκώς), αλλά η άρθρωση μιας πειστικής ηγεμονικής πρότασης σε μια συγκυρία που, κατά την άποψή μου, τείνει προς ορισμένες μετατοπίσεις. Δεν βρισκόμαστε απολύτως στη φάση της επιθετικής εμπέδωσης των μνημονίων, ούτε βέβαια στο μυθικό «τέλος των μνημονίων», αλλά τείνουμε προς την κανονικοποίηση των μνημονίων, στη μετατροπή του έκτακτου σε καθεστώς: κάπου διάβασα πρόσφατα την εκτίμηση του Ευκλείδη Τσακαλώτου ότι το μνημόνιο γίνεται καθεστώς, και συμφωνώ. Γενικότερα, θα έλεγα ότι αυτό είναι το νέο καθήκον του ΣΥΡΙΖΑ στη νέα κατάσταση που τείνει να διαμορφωθεί: χωρίς να αμβλύνει τις αιχμές του για την ακόμα έκτακτη κατάσταση του νέο-φιλελεύθερου «αστραπιαίου πολέμου» (π.χ., το ζήτημα της αντιμετώπισης της «ανθρωπιστικής κρίσης»), ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να αρχίσει να επεξεργάζεται την απάντηση σε αυτή τη νέα κανονικότητα, στο νέο κοινωνικό και πολιτικό «παράδειγμα» που τείνει να εμπεδωθεί -και για το οποίο, θυμίζω, από την αρχή λέγαμε ότι αποτελεί τον πραγματικό στόχο των μνημονίων, τον στόχο του «ελληνικού πειράματος». Με άλλα λόγια, ενδέχεται το επόμενο διάστημα η κοινωνική κατάσταση να αρχίσει να χειροτερεύει με κάπως πιο αργούς ρυθμούς σε σχέση με την προηγούμενη τετραετία, και να αρχίσει να διαφαίνεται μια τάση προς το πολύ χειρότερο: τη σχετική σταθεροποίηση ενός ζοφερού κοινωνικού και πολιτικού τοπίου, που θα επέχει πλέον θέση «κανόνα». Πρέπει λοιπόν να αρχίσουμε να ετοιμαζόμαστε πιο ηγεμονικά απέναντι σε αυτό, τόσο σε επίπεδο προγραμματικού λόγου όσο και σε επίπεδο συνθημάτων. Όταν μια καταστροφή τείνει να αποκτά στοιχεία κανονικότητας, δεν έχει τόσο νόημα να διατυμπανίζεις την απειλή της, όσο το να προτάξεις τη δική σου εναλλακτική και οραματική αντιπρόταση.
Έχει πιάσει ταβάνι ο ΣΥΡΙΖΑ;
Όπως είπαμε, σε σχέση με το 2012 έχουμε μια σταθεροποίηση. Πολλοί ισχυρίζονται ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έπιασε το «ταβάνι» του, αλλά δεν νομίζω πως ισχύει. Έχω την αίσθηση ότι δεν σταθεροποιείσαι στο ταβάνι: το ταβάνι κάποτε το πιάνεις, και μετά πας προς τα κάτω. Από την άλλη πλευρά, δεν είχαμε και τη δυναμική που θέλαμε. Ενδεχομένως να μην έπεισε πλήρως η ευθεία σύνδεση των ευρωεκλογών με την κυβερνητική ανατροπή. Αυτό βέβαια ίσχυσε ακόμα περισσότερο για τις αυτό-διοικητικές εκλογές, ωστόσο περιέργως αυτό μπορεί να είναι και ελπιδοφόρο. Εννοώ ότι, όπως ακριβώς δεν πείσαμε πλήρως για την ευθεία πολιτικοποίηση των τοπικών εκλογών, όπου ο κόσμος ψήφισε με πολύ πιο σύνθετα κριτήρια, χωρίς όμως αυτό να κοστίσει στις περισσότερο πολιτικές ευρωεκλογές, ενδέχεται η αναμφισβήτητα πιο χαλαρή ψήφος στις ευρωεκλογές να συνδυαστεί με μια ευθέως πολιτική ψήφο και με μια ανάλογη δυναμική στις επερχόμενες εθνικές εκλογές, όπου το διακύβευμα της κυβερνητικής αλλαγής θα είναι άμεσο.
Είδαμε με ανησυχία να χάνει ο ΣΥΡΙΖΑ έδαφος στη νεολαία και στους μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα. Τι μπορεί να προκάλεσε αυτή, την περιορισμένη έστω, απομάκρυνση;
Δεν νομίζω ότι μπορώ να δώσω συνολική απάντηση. Απλώς θέλω να προσθέσω μια σκέψη σε όσα έχουν γραφτεί και ειπωθεί σχετικά. Τα στρώματα που αναφέρετε, μαζί με τον ολοένα και αυξανόμενο στρατό των ανέργων, με τον οποίο βρίσκονται σε ένα εφιαλτικό συνεχές επισφάλειας, είναι τα πλέον απελπισμένα στρώματα της ελληνικής κοινωνίας. Βιώνουν μια προσωπική και συλλογική απόγνωση, χωρίς προοπτική και σε μεγάλο βάθος χρόνου. Οι άνθρωποι αυτοί έχουν την οξύτερη και καθημερινή αίσθηση της κοινωνικής καταστροφής, χωρίς ορατή διέξοδο που να τους αφορά άμεσα –γνωρίζουμε και γνωρίζουν πολύ καλά ότι η ανάταξη της χώρας και της κοινωνίας, ακόμα και εάν αρχίσει αύριο, θα χρειαστεί δεκαετίες, στις οποίες πολλά κρίσιμα τρένα της δικής τους ζωής μπορεί να χαθούν. Αυτή η απελπισία διαβρώνει την ίδια την υποκειμενικότητα των ανθρώπων, εκμηδενίζει εκείνο το μίνιμουμ αισιοδοξίας, προοπτικής, αποφασιστικότητας, επιμονής κλπ, που αποτελεί όρο της ενεργητικότητάς τους. Πρόκειται για μια, ατομική και συλλογική, «πολιτική κατάθλιψη», αν επιτρέπεται ο όρος (και αυτό μπορεί να απαντά και στο ερώτημα της απουσίας κοινωνικών αγώνων το τελευταίο διάστημα). Με δυο λόγια, οι άνθρωποι σε αυτήν την κατάσταση μπορεί να είναι «αδιάβροχοι» στη μόνη ελπιδοφόρα προοπτική, που είναι αυτή του ΣΥΡΙΖΑ. Εδώ μπορεί να βρίσκεται η ρίζα πολιτικών (ή αντι-πολιτικών) και εκλογικών (ή αντι-εκλογικών) συμπεριφορών, το όριο των οποίων είναι η ψήφος στη Χρυσή Αυγή. Δίπλα στις κυριολεκτικές αυτοκτονίες, αναδύονται και συμπεριφορές με στοιχεία πολιτικής αυτοκτονίας –και κάθε αυτοκτονία ενέχει διαμαρτυρία. Είναι χρέος του ΣΥΡΙΖΑ να βρει τρόπους ανάσχεσης αυτής της κατάστασης ή έστω της τάσης.
Ένα δεύτερο σημείο επ’ αυτού: ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ήδη δύο χρόνια αξιωματική αντιπολίτευση. Για τον εξαιρετικά γρήγορο, πυκνό και τεταμένο ιστορικό χρόνο που διανύουμε, αυτό μπορεί να είναι μεγάλο διάστημα. Η παραμονή στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης μπορεί, στο μυαλό ή στο φαντασιακό κάποιων, να αποκτά δομικά χαρακτηριστικά. Ένα δίδαγμα του δομισμού, θυμίζω, υπήρξε ότι το νόημα ενός στοιχείου σε μια δομή, σε ένα σύστημα, εξαρτάται περισσότερο από τη θέση του εκεί και λιγότερο από το «περιεχόμενό» του. Ένα απλό παράδειγμα για το τι εννοώ: το γεγονός ότι κάθε πρωί, στα κανάλια, θα βρούμε πάντοτε έναν σύντροφό μας στο πάνελ, σε ένα αέναο παιγνίδι τηλεοπτικών αντεγκλήσεων με κυβερνητικά στελέχη (που το επιβάλλει το ίδιο το μέσο), σε ένα σκηνικό που θυμίζει έντονα την παράσταση του παλιού δικομματισμού στο τηλεοπτικό φαντασιακό, και αυτό ενώ συσσωρεύεται εκρηκτική οργή για το πολιτικό–μηντιακό σύστημα, μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα το ξεθώριασμα του ΣΥΡΙΖΑ ως το πραγματικό «άλλο» του πολιτικού συστήματος, παρά το γεγονός ότι αυτό όντως στοιχειοθετείται από το πολιτικό λόγο του και το πρόγραμμά του. Με άλλα λόγια, σημασία δεν έχει τόσο το τι λες, όσο η (αναγκαστική;) συμμετοχή σου σε ένα φθαρμένο παιγνίδι. Προς επίρρωση, σύμφωνα με πολλές εκτιμήσεις τουλάχιστον, το μποϋκοτάζ μας σε ορισμένες περιπτώσεις που έβγαζαν μάτια (π.χ. Πρετεντέρης) λειτούργησε θετικά. Δεν λέω να εγκαταλείψουμε τα πεδία του δημόσιου λόγου, αλλά χρειάζεται να βρούμε νέους τρόπους παρουσίας μας εκεί. Αντιθέτως, από τη μη-καταγραφή στο όλο σύστημα, για διαφορετικούς λόγους βέβαια, επωφελήθηκαν τόσο η Χρυσή Αυγή (που εκβίασε τον αποκλεισμό της) όσο και το Ποτάμι (που απλούστατα εμφανίστηκε μόλις χτες). Να μην υποτιμήσουμε την λαχτάρα του κόσμου για μια «άλλη» πολιτική, που υπήρξε κοινό στοιχείο σε μεγάλο μέρος της ψήφου τόσο στη ΧΑ όσο και στο Ποτάμι, παρά τις χαώδεις διαφορές τους. Αντίθετα, πρέπει να καλύψουμε εμείς αυτήν την ανάγκη.
Είναι ιστορική ευθύνη να το κάνουμε.
Προφανώς, αν και πιστεύω ότι δεν έχουμε ακόμα συνειδητοποιήσει πλήρως το μέγεθος αυτής της ιστορικής ευθύνης μας. Όλα αυτά τα φαινόμενα πριν τις αυτό-διοικητικές εκλογές, όχι μόνο τα λάθη (που εν τέλει είναι συγγνωστά) ή οι προχειρότητες (που είναι λιγότερο συγγνωστές), αλλά κυρίως οι εσωτερικοί ανταγωνισμοί και διαγκωνισμοί (που δεν είναι καθόλου), σηματοδοτούν, μεταξύ πολλών άλλων, και ένα έλλειμμα αυτογνωσίας μας -πιο σωστά: την αδυναμία μας να κατανοήσουμε την ανάγκη να διερωτηθούμε ποιοι είμαστε, πώς φτάσαμε μέχρι εδώ και τι έχουμε να κάνουμε από εδώ και μπροστά, με κίνδυνο να χάσουμε μέσα από τα χέρια μας αυτό που κάναμε αλλά και αυτό που μας δόθηκε, να αποδειχθούμε ιστορικά λίγοι.
Η ανάληψη της ευθύνης από αυτοδιοικητικές δυνάμεις όπου συμμετέχει και ο ΣΥΡΙΖΑ – ιδίως στην Αττική και μεγάλους Δήμους – επισημάνθηκε ως μια νέα, κρίσιμη, δυνατότητα, να δείξει η αριστερά την αξία της στην πράξη. Έχει τέτοια περιθώρια η Τοπική Αυτοδιοίκηση να ασκήσει μια εξουσία, φιλολαϊκή ή έχει γίνει αναπόσπαστο τμήμα του κράτους;
Η διεύρυνση των παραδοσιακών ορίων της δημοκρατίας είναι επιτακτική ανάγκη, και το τοπικό επίπεδο, ακόμα και στην κλίμακα της περιφέρειας Αττικής, είναι προνομιακό πεδίο: συμμετοχικότητα, μορφές άμεσης δημοκρατίας, λαϊκές συνελεύσεις, συλλογικές μορφές αλληλεγγύης κλπ. Αυτό όμως πρέπει να ενταχθεί σε ένα πρόγραμμα «πεζής» διαχείρισης, η οποία προφανώς θα συγκεκριμενοποιεί τις αρχές και τις αξίες της Αριστεράς και θα έρχεται αναγκαστικά σε σύγκρουση με ποικίλα και ισχυρά κατεστημένα συμφέροντα. Για παράδειγμα, είναι πάρα πολύ σημαντικό να συγκρουστούμε και να πετύχουμε σε ζητήματα όπως τα σκουπίδια. Είναι επίσης σημαντικό να μην υπάρξει η παραμικρή υπόνοια για προσωπικές ιδιοτέλειες –εκεί οι αυτό-διοικητικοί μας άρχοντες και αρχόντισσες, αν χρειαστεί, πρέπει να είναι αμείλικτοι. Με δυο λόγια, έχουμε να συνδυάσουμε την ορθολογικότητα του προγράμματός μας (όχι ουδέτερη ορθολογικότητα, προφανώς) με αυτό που θα λέγαμε «θεσμοθέτηση των πλατειών». Αποτελεσματική διαχείριση, ύφος εξουσίας και διεύρυνση των ορίων της δημοκρατίας και της νομιμοποίησης, είναι τα τρία αναγκαία συστατικά μιας επιτυχημένης αριστερής «διακυβέρνησης» στην αυτοδιοίκηση. Είναι τεράστια η ευθύνη αλλά και η προοπτική των δυνάμεών μας: θα είναι μια πρόβα τζενεράλε της κυβέρνησης της Αριστεράς. Προσωπικά, ελπίζω πολλά από τους ανθρώπους μας στην αυτό-διοίκηση.
“Ο ΣΥΡΙΖΑ μάς έλαχε”
Διανοούμενοι, διεθνούς φήμης, αναφέρονται συχνά στον ΣΥΡΙΖΑ ως το κόμμα της αριστεράς που έχει κάποια από τα χαρακτηριστικά ενός κόμματος της Αριστεράς του 21ου Αιώνα. Υπάρχουν και ποια είναι αυτά και πώς ο εμπλουτισμός του μπορεί να επηρεάσει την εξέλιξή του;
Από μία άποψη ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ντε φάκτο το κόμμα της Αριστεράς του 21ου αιώνα. Έρχεται να ανατρέψει μια πολύ βαθιά εμπεδωμένη, τουλάχιστον μεταπολεμικά, ευρωπαϊκή συνθήκη του 20ου αιώνα, που ήθελε την Αριστερά να καταλαμβάνει μια οριοθετημένη θέση στο πολιτικό σύστημα, ως κόμμα διαμαρτυρίας και αντιπολίτευσης. Αντίθετα, ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ένα κόμμα της ιστορικής Αριστεράς που είναι πλειοψηφικό, εν δυνάμει ηγεμονικό και κυβερνητικό, και κυρίως εκφράζει μια χειροπιαστή προοπτική ανατροπής ενός status quo με κρίσιμες ευρωπαϊκές επιπτώσεις. Και αυτό είναι πρωτόγνωρο: ακόμα και τα πολύ ισχυρά Κ.Κ. της Ιταλίας ή της Γαλλίας, λόγω των μεταπολεμικών γεωπολιτικών ισορροπιών, ποτέ δεν έθεσαν ζήτημα ριζικής αλλαγής πλεύσης (πράγμα που αποτέλεσε και το όριο της πολιτικής τους) –ο ΣΥΡΙΖΑ, αντιθέτως, απειλεί μια στρατηγική διεθνή επιλογή των κυρίαρχων καπιταλιστικών δυνάμεων. Ο ΣΥΡΙΖΑ, λοιπόν, είναι και «κυβερνητικός» και «επικίνδυνος», και αυτό είναι η ιστορική πρωτοτυπία του, η νέα συνθήκη για την ευρωπαϊκή Αριστερά.
Τώρα, σε τι συνίσταται αυτός ο τύπος κόμματος, τα χαρακτηριστικά για τα οποία ρωτάτε, δεν μπορούμε ακόμα να το πούμε, ενδεχομένως γιατί δεν το ξέρουμε ακόμα ούτε εμείς οι ίδιοι. Σίγουρα κάτι έχουμε κάνει πολύ σωστά, και πρέπει να το κωδικοποιήσουμε για να το αναπτύξουμε ακόμα περισσότερο στο μέλλον, στις νέες συγκυρίες που μας περιμένουν. Σίγουρα όμως βρεθήκαμε και στην κατάλληλη συγκυρία. Όπως θα έλεγε ο Μακιαβέλι, είχαμε πολιτική αρετή αλλά είχαμε και τύχη. Πολλά πράγματα μπορούμε να αναγνωρίσουμε στον εαυτό μας όλα αυτά τα χρόνια, όπως την ενωτική στάση μας, την αταλάντευτη υποστήριξή μας στους κοινωνικούς αγώνες, το συνδυασμό θεσμικής πολιτικής και κινηματισμού που μας χαρακτήρισε, και πολλά ακόμα, αλλά δεν είναι αυτά όλη η ιστορία. Να μην καταλήξουμε να αυτοθαυμαζόμαστε, λέγοντας ότι επιβεβαιώθηκε η γραμμή μας, η συνεπής στάση μας κλπ. Θυμάμαι το τελευταίο κείμενο του Άγγελου Ελεφάντη, για τον «Συνασπισμό που μας έλαχε» –ε λοιπόν, κατά μια έννοια, και ο ΣΥΡΙΖΑ «μας έλαχε», ήταν το αστάθμητο «δώρο» μιας μοναδικής συγκυρίας και μιας χειμαζόμενης κοινωνίας προς την Αριστερά, και πρέπει να το δεχτούμε αυτό το δώρο, να το δεξιωθούμε και να το κατανοήσουμε, να φανούμε αντάξιοί του για να το διατηρήσουμε και να το επαυξήσουμε.