Παρασκευή 20 Ιουνίου 2014

Γ. Φουρτούνης: Να βρού­με νέ­ους τρό­πους πα­ρου­σίας στο δη­μό­σιο λό­γο

Τη συ­νέ­ντευ­ξη στην ΕΠΟΧΗ πή­ρε ο Αδά­μος Ζα­χα­ριά­δης
Ο Γιώρ­γος Φουρ­τού­νης ε­ξη­γεί για­τί ο ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ εί­ναι το κόμ­μα της Αρι­στε­ράς του 21ου αιώ­να και εκ­φρά­ζει πα­ράλ­λη­λα τις α­γω­νίες και τους προ­βλη­μα­τι­σμούς του για την μελ­λο­ντι­κή πο­ρεία.

Τα α­πο­τε­λέ­σμα­τα των ευ­ρωε­κλο­γών ε­πι­βε­βαιώ­νουν, κα­τ’ αρ­χάς, τις τά­σεις που κα­τα­γρά­φη­καν τον Ιού­νιο του 2012. Ισχύει αυ­τό; Αν ι­σχύει μπο­ρού­με να υ­πο­στη­ρί­ζου­με ό­τι αρ­χί­ζει μια νέα πε­ρίο­δος; Αντα­να­κλά βα­θύ­τε­ρες τά­σεις στο κοι­νω­νι­κό πε­δίο;

Μοιά­ζει να πρό­κει­ται για μια ε­πι­κύ­ρω­ση της γε­νι­κής τά­σης των α­πο­τε­λε­σμά­των του 2012, και α­πό αυ­τήν την ά­πο­ψη πι­στο­ποιεί­ται ό­τι εί­μα­στε πλέ­ον σε μια νέα πε­ρίο­δο, που ση­μα­το­δο­τεί­ται α­πό το 2012. Ωστό­σο, πρό­κει­ται για με­τα­βα­τι­κή πε­ρίο­δο, με ά­δη­λες τά­σεις και δυ­να­μι­κές, του­λά­χι­στον για μέ­να. Εάν έ­χου­με μια σχε­τι­κή στα­θε­ρο­ποίη­ση, έ­χου­με να κά­νου­με α­σφα­λώς με α­στα­θή ι­σορ­ρο­πία. Δεν μπο­ρού­με να προ­βλέ­ψου­με το πώς α­κρι­βώς θα ε­ξε­λι­χθεί το πο­λι­τι­κό σύ­στη­μα, για­τί αυ­τό θα ε­ξαρ­τη­θεί α­πό τον τρό­πο με τον ο­ποίο θα πο­λι­τευ­τούν οι πο­λι­τι­κές δυ­νά­μεις, και κυ­ρίως ο ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ που α­πο­τε­λεί το στοι­χείο της ελ­λη­νι­κής ε­ξαί­ρε­σης.

Υπάρ­χει ό­μως και κοι­νω­νι­κή πό­λω­ση η ο­ποία ί­σως τρο­φο­δο­τεί­ται και εκ­φρά­ζε­ται και στο πο­λι­τι­κό σύ­στη­μα.

Ισχύει αλ­λά ό­χι α­πο­λύ­τως. Υπάρ­χει σί­γου­ρα μια με­γά­λη κοι­νω­νι­κή πλειο­νό­τη­τα που θί­γε­ται σο­βα­ρά α­πό τις πο­λι­τι­κές που α­σκού­νται στο ό­νο­μα της κρί­σης, και αυ­τή σε με­γά­λο βαθ­μό εκ­φρά­ζε­ται με τον έ­ναν ή τον άλ­λο τρό­πο α­ντι-μνη­μο­νια­κά, και, α­πό την άλ­λη πλευ­ρά, η μειο­νό­τη­τα ό­σων ευ­νοού­νται ή δεν αι­σθά­νο­νται να α­πει­λού­νται. Δεν μπο­ρώ ό­μως να μι­λή­σω για στα­θε­ρο­ποίη­ση του πο­λι­τι­κού συ­στή­μα­τος. Δεν θα μεί­νει έ­τσι ό­πως εί­ναι. Θα πά­ει προς τη μία ή την άλ­λη κα­τεύ­θυν­ση, α­νά­λο­γα με την έκ­βα­ση των κοι­νω­νι­κών και πο­λι­τι­κών συ­γκρού­σεων που έ­χου­με μπρο­στά μας. Εί­ναι τό­σο έ­κτα­κτη και έ­κρυθ­μη η κα­τά­στα­ση που δεν μπο­ρώ να πι­στέ­ψω ό­τι θα πα­γιω­θεί το πο­λι­τι­κό σύ­στη­μα ό­πως εί­ναι σή­με­ρα.

Πα­ρα­κο­λου­θού­με ό­τι με­τά τις ε­κλο­γές ε­ντεί­νο­νται οι πιέ­σεις προς τα εν­διά­με­σα κόμ­μα­τα. Αυ­τό ό­μως μπο­ρεί να λει­τουρ­γή­σει και ως μπού­με­ραν­γκ για το σύ­στη­μα. Από την ά­πο­ψη ό­τι στην προ­σπά­θειά τους να α­πο­τρέ­ψουν τον ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ να βρει ε­ταί­ρους, χά­νουν και αυ­τοί έ­ναν πι­θα­νό σύμ­μα­χο. Αυ­τό πως το ερ­μη­νεύεις;

Η πό­λω­ση σί­γου­ρα αυ­ξά­νε­ται, και νο­μί­ζω πράγ­μα­τι ό­τι πρό­κει­ται για μια αμ­φί­ση­μη ε­ξέ­λι­ξη. Για τη ΝΔ το στοί­χη­μα εί­ναι να κερ­δη­θεί το παι­χνί­δι της εν­δο-δε­ξιάς η­γε­μο­νίας. Να υ­πάρ­ξει δη­λα­δή, μια ε­νιαία και συ­μπα­γής δε­ξιά πα­ρά­τα­ξη, στην ο­ποία πλέ­ον, δυ­στυ­χώς, η θέ­ση και ο ρό­λος των σκλη­ρών α­κρο-δε­ξιών στοι­χείων θα εί­ναι α­να­βαθ­μι­σμέ­νος. Αυ­τό ό­μως εί­ναι δύ­σκο­λο να ε­πι­τευ­χθεί, κα­θώς η ρή­ξη με­τα­ξύ μνη­μο­νια­κής και α­ντι-μνη­μο­νια­κής δε­ξιάς α­να­τρο­φο­δο­τεί­ται α­πό τις μνη­μο­νια­κές πο­λι­τι­κές ε­πι­λο­γές και τις κοι­νω­νι­κές ε­πι­πτώ­σεις τους. Στο μέ­τρο, λοι­πόν, που αυ­τή η ε­νο­ποίη­ση δεν ε­πι­τυγ­χά­νε­ται, η εν λό­γω πό­λω­ση θα μπο­ρού­σε να ευ­νοή­σει τον ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, για­τί εί­ναι ο πιο σα­φής και στα­θε­ρός πό­λος της. Με άλ­λα λό­για, ο ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ θα ευ­νο­εί­ται στο μέ­τρο που η πό­λω­ση (σχη­μα­τι­κά) μνη­μό­νιο – α­ντι­μνη­μό­νιο θα α­να­πα­ρά­γε­ται στο ε­σω­τε­ρι­κό μό­νο του ε­νός α­πό τους δύο πό­λους της πό­λω­σης. Σε αυ­τό, πρέ­πει να συ­νυ­πο­λο­γι­στεί ε­πι­πλέ­ον και αυ­τό που εί­πα­τε, δη­λα­δή η εν δυ­νά­μει συρ­ρί­κνω­ση μιας πο­λι­τι­κής εν­δο­χώ­ρας του συ­στή­μα­τος στον «κε­ντρο­α­ρι­στε­ρό» χώ­ρο. Από την άλ­λη πλευ­ρά, η τά­ση για α­κραία συ­μπίε­ση των εν­διά­με­σων κομ­μά­των α­να­στέλ­λει την α­να­διά­τα­ξη του πο­λι­τι­κού–κομ­μα­τι­κού το­πίου και φέρ­νει συν­θή­κες α­σφυ­ξίας ό­σον α­φο­ρά τις πι­θα­νές συμ­μα­χίες του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, σε εν­δε­χό­με­νη πρω­τιά χω­ρίς αυ­το­δυ­να­μία.

Πως λοι­πόν πρέ­πει να προ­χω­ρή­σει ο ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ για να α­ξιο­ποιή­σει τη δυ­να­μι­κή του;

Προ­φα­νώς η στό­χευ­ση του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ εί­ναι τα στρώ­μα­τα ε­κεί­να που, πα­ρά το γε­γο­νός ό­τι θί­γο­νται α­πό τη μνη­μο­νια­κή πο­λι­τι­κή, «α­ντι­στέ­κο­νται» πε­ρισ­σό­τε­ρο στο κά­λε­σμά του. Ας πού­με, ο α­γρο­τι­κός κό­σμος ή οι συ­ντα­ξιού­χοι. Πρό­κει­ται για τα συ­ντη­ρη­τι­κό­τε­ρα στρώ­μα­τα της ελ­λη­νι­κής κοι­νω­νίας, με την έν­νοια ό­τι πα­ρου­σιά­ζουν ι­σχυ­ρές πο­λι­τι­κές και ι­δε­ο­λο­γι­κές α­δρά­νειες. Σε αυ­τές τις α­δρά­νειες πρέ­πει να α­πο­δώ­σου­με τη σχε­τι­κά μι­κρό­τε­ρη α­ντα­πό­κρι­σή τους στην έ­γκλη­ση του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, μιας και πράγ­μα­τι υ­φί­στα­νται τις ε­πι­πτώ­σεις των μνη­μο­νίων ε­νώ ο ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ έ­χει την μό­νη βιώ­σι­μη α­πά­ντη­ση για την προο­πτι­κή τους. Η λύ­ση αυ­τής της ελ­λειμ­μα­τι­κής κα­τά­στα­σης α­πό πλευ­ράς του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ δεν εί­ναι να πλειο­δο­τή­σει στα αι­τή­μα­τα και τις φι­λο­δο­ξίες αυ­τών των στρω­μά­των (στα ο­ποία, ε­πα­να­λαμ­βά­νω, ε­πί της ου­σίας α­ντα­πο­κρί­νε­ται ε­παρ­κώς), αλ­λά η άρ­θρω­ση μιας πει­στι­κής η­γε­μο­νι­κής πρό­τα­σης σε μια συ­γκυ­ρία που, κα­τά την ά­πο­ψή μου, τεί­νει προς ο­ρι­σμέ­νες με­τα­το­πί­σεις. Δεν βρι­σκό­μα­στε α­πο­λύ­τως στη φά­ση της ε­πι­θε­τι­κής ε­μπέ­δω­σης των μνη­μο­νίων, ού­τε βέ­βαια στο μυ­θι­κό «τέ­λος των μνη­μο­νίων», αλ­λά τεί­νου­με προς την κα­νο­νι­κο­ποίη­ση των μνη­μο­νίων, στη με­τα­τρο­πή του έ­κτα­κτου σε κα­θε­στώς: κά­που διά­βα­σα πρό­σφα­τα την ε­κτί­μη­ση του Ευ­κλεί­δη Τσα­κα­λώ­του ό­τι το μνη­μό­νιο γί­νε­ται κα­θε­στώς, και συμ­φω­νώ. Γε­νι­κό­τε­ρα, θα έ­λε­γα ό­τι αυ­τό εί­ναι το νέο κα­θή­κον του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ στη νέα κα­τά­στα­ση που τεί­νει να δια­μορ­φω­θεί: χω­ρίς να αμ­βλύ­νει τις αιχ­μές του για την α­κό­μα έ­κτα­κτη κα­τά­στα­ση του νέ­ο-φι­λε­λεύ­θε­ρου «α­στρα­πιαίου πο­λέ­μου» (π.χ., το ζή­τη­μα της α­ντι­με­τώ­πι­σης της «αν­θρω­πι­στι­κής κρί­σης»), ο ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ πρέ­πει να αρ­χί­σει να ε­πε­ξερ­γά­ζε­ται την α­πά­ντη­ση σε αυ­τή τη νέα κα­νο­νι­κό­τη­τα, στο νέο κοι­νω­νι­κό και πο­λι­τι­κό «πα­ρά­δειγ­μα» που τεί­νει να ε­μπε­δω­θεί -και για το ο­ποίο, θυ­μί­ζω, α­πό την αρ­χή λέ­γα­με ό­τι α­πο­τε­λεί τον πραγ­μα­τι­κό στό­χο των μνη­μο­νίων, τον στό­χο του «ελ­λη­νι­κού πει­ρά­μα­τος». Με άλ­λα λό­για, εν­δέ­χε­ται το ε­πό­με­νο διά­στη­μα η κοι­νω­νι­κή κα­τά­στα­ση να αρ­χί­σει να χει­ρο­τε­ρεύει με κά­πως πιο αρ­γούς ρυθ­μούς σε σχέ­ση με την προ­η­γού­με­νη τε­τρα­ε­τία, και να αρ­χί­σει να δια­φαί­νε­ται μια τά­ση προς το πο­λύ χει­ρό­τε­ρο: τη σχε­τι­κή στα­θε­ρο­ποίη­ση ε­νός ζο­φε­ρού κοι­νω­νι­κού και πο­λι­τι­κού το­πίου, που θα ε­πέ­χει πλέ­ον θέ­ση «κα­νό­να». Πρέ­πει λοι­πόν να αρ­χί­σου­με να ε­τοι­μα­ζό­μα­στε πιο η­γε­μο­νι­κά α­πέ­να­ντι σε αυ­τό, τό­σο σε ε­πί­πε­δο προ­γραμ­μα­τι­κού λό­γου ό­σο και σε ε­πί­πε­δο συν­θη­μά­των. Όταν μια κα­τα­στρο­φή τεί­νει να α­πο­κτά στοι­χεία κα­νο­νι­κό­τη­τας, δεν έ­χει τό­σο νό­η­μα να δια­τυ­μπα­νί­ζεις την α­πει­λή της, ό­σο το να προ­τά­ξεις τη δι­κή σου ε­ναλ­λα­κτι­κή και ο­ρα­μα­τι­κή α­ντι­πρό­τα­ση.

Έχει πιά­σει τα­βά­νι ο ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ;

Όπως εί­πα­με, σε σχέ­ση με το 2012 έ­χου­με μια στα­θε­ρο­ποίη­ση. Πολ­λοί ι­σχυ­ρί­ζο­νται ό­τι ο ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ έ­πια­σε το «τα­βά­νι» του, αλ­λά δεν νο­μί­ζω πως ι­σχύει. Έχω την αί­σθη­ση ό­τι δεν στα­θε­ρο­ποιεί­σαι στο τα­βά­νι: το τα­βά­νι κά­πο­τε το πιά­νεις, και με­τά πας προς τα κά­τω. Από την άλ­λη πλευ­ρά, δεν εί­χα­με και τη δυ­να­μι­κή που θέ­λα­με. Ενδε­χο­μέ­νως να μην έ­πει­σε πλή­ρως η ευ­θεία σύν­δε­ση των ευ­ρωε­κλο­γών με την κυ­βερ­νη­τι­κή α­να­τρο­πή. Αυ­τό βέ­βαια ί­σχυ­σε α­κό­μα πε­ρισ­σό­τε­ρο για τις αυ­τό-διοι­κη­τι­κές ε­κλο­γές, ω­στό­σο πε­ριέρ­γως αυ­τό μπο­ρεί να εί­ναι και ελ­πι­δο­φό­ρο. Εννοώ ό­τι, ό­πως α­κρι­βώς δεν πεί­σα­με πλή­ρως για την ευ­θεία πο­λι­τι­κο­ποίη­ση των το­πι­κών ε­κλο­γών, ό­που ο κό­σμος ψή­φι­σε με πο­λύ πιο σύν­θε­τα κρι­τή­ρια, χω­ρίς ό­μως αυ­τό να κο­στί­σει στις πε­ρισ­σό­τε­ρο πο­λι­τι­κές ευ­ρωε­κλο­γές, εν­δέ­χε­ται η α­ναμ­φι­σβή­τη­τα πιο χα­λα­ρή ψή­φος στις ευ­ρωε­κλο­γές να συν­δυα­στεί με μια ευ­θέως πο­λι­τι­κή ψή­φο και με μια α­νά­λο­γη δυ­να­μι­κή στις ε­περ­χό­με­νες ε­θνι­κές ε­κλο­γές, ό­που το δια­κύ­βευ­μα της κυ­βερ­νη­τι­κής αλ­λα­γής θα εί­ναι ά­με­σο.

Εί­δα­με με α­νη­συ­χία να χά­νει ο ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ έ­δα­φος στη νε­ο­λαία και στους μι­σθω­τούς του ι­διω­τι­κού το­μέα. Τι μπο­ρεί να προ­κά­λε­σε αυ­τή, την πε­ριο­ρι­σμέ­νη έ­στω, α­πο­μά­κρυν­ση;

Δεν νο­μί­ζω ό­τι μπο­ρώ να δώ­σω συ­νο­λι­κή α­πά­ντη­ση. Απλώς θέ­λω να προ­σθέ­σω μια σκέ­ψη σε ό­σα έ­χουν γρα­φτεί και ει­πω­θεί σχε­τι­κά. Τα στρώ­μα­τα που α­να­φέ­ρε­τε, μα­ζί με τον ο­λοέ­να και αυ­ξα­νό­με­νο στρα­τό των α­νέρ­γων, με τον ο­ποίο βρί­σκο­νται σε έ­να ε­φιαλ­τι­κό συ­νε­χές ε­πι­σφά­λειας, εί­ναι τα πλέ­ον α­πελ­πι­σμέ­να στρώ­μα­τα της ελ­λη­νι­κής κοι­νω­νίας. Βιώ­νουν μια προ­σω­πι­κή και συλ­λο­γι­κή α­πό­γνω­ση, χω­ρίς προο­πτι­κή και σε με­γά­λο βά­θος χρό­νου. Οι άν­θρω­ποι αυ­τοί έ­χουν την ο­ξύ­τε­ρη και κα­θη­με­ρι­νή αί­σθη­ση της κοι­νω­νι­κής κα­τα­στρο­φής, χω­ρίς ο­ρα­τή διέ­ξο­δο που να τους α­φο­ρά ά­με­σα –γνω­ρί­ζου­με και γνω­ρί­ζουν πο­λύ κα­λά ό­τι η α­νά­τα­ξη της χώ­ρας και της κοι­νω­νίας, α­κό­μα και εάν αρ­χί­σει αύ­ριο, θα χρεια­στεί δε­κα­ε­τίες, στις ο­ποίες πολ­λά κρί­σι­μα τρέ­να της δι­κής τους ζωής μπο­ρεί να χα­θούν. Αυ­τή η α­πελ­πι­σία δια­βρώ­νει την ί­δια την υ­πο­κει­με­νι­κό­τη­τα των αν­θρώ­πων, εκ­μη­δε­νί­ζει ε­κεί­νο το μί­νι­μουμ αι­σιο­δο­ξίας, προο­πτι­κής, α­πο­φα­σι­στι­κό­τη­τας, ε­πι­μο­νής κλπ, που α­πο­τε­λεί ό­ρο της ε­νερ­γη­τι­κό­τη­τάς τους. Πρό­κει­ται για μια, α­το­μι­κή και συλ­λο­γι­κή, «πο­λι­τι­κή κα­τά­θλι­ψη», αν ε­πι­τρέ­πε­ται ο ό­ρος (και αυ­τό μπο­ρεί να α­πα­ντά και στο ε­ρώ­τη­μα της α­που­σίας κοι­νω­νι­κών α­γώ­νων το τε­λευ­ταίο διά­στη­μα). Με δυο λό­για, οι άν­θρω­ποι σε αυ­τήν την κα­τά­στα­ση μπο­ρεί να εί­ναι «α­διά­βρο­χοι» στη μό­νη ελ­πι­δο­φό­ρα προο­πτι­κή, που εί­ναι αυ­τή του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ. Εδώ μπο­ρεί να βρί­σκε­ται η ρί­ζα πο­λι­τι­κών (ή α­ντι-πο­λι­τι­κών) και ε­κλο­γι­κών (ή α­ντι-ε­κλο­γι­κών) συ­μπε­ρι­φο­ρών, το ό­ριο των ο­ποίων εί­ναι η ψή­φος στη Χρυ­σή Αυ­γή. Δί­πλα στις κυ­ριο­λε­κτι­κές αυ­το­κτο­νίες, α­να­δύο­νται και συ­μπε­ρι­φο­ρές με στοι­χεία πο­λι­τι­κής αυ­το­κτο­νίας –και κά­θε αυ­το­κτο­νία ε­νέ­χει δια­μαρ­τυ­ρία. Εί­ναι χρέ­ος του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ να βρει τρό­πους α­νά­σχε­σης αυ­τής της κα­τά­στα­σης ή έ­στω της τά­σης.

Ένα δεύ­τε­ρο ση­μείο επ’ αυ­τού: ο ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ εί­ναι ή­δη δύο χρό­νια α­ξιω­μα­τι­κή α­ντι­πο­λί­τευ­ση. Για τον ε­ξαι­ρε­τι­κά γρή­γο­ρο, πυ­κνό και τε­τα­μέ­νο ι­στο­ρι­κό χρό­νο που δια­νύου­με, αυ­τό μπο­ρεί να εί­ναι με­γά­λο διά­στη­μα. Η πα­ρα­μο­νή στη θέ­ση της α­ξιω­μα­τι­κής α­ντι­πο­λί­τευ­σης μπο­ρεί, στο μυα­λό ή στο φα­ντα­σια­κό κά­ποιων, να α­πο­κτά δο­μι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά. Ένα δί­δαγ­μα του δο­μι­σμού, θυ­μί­ζω, υ­πήρ­ξε ό­τι το νό­η­μα ε­νός στοι­χείου σε μια δο­μή, σε έ­να σύ­στη­μα, ε­ξαρ­τά­ται πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πό τη θέ­ση του ε­κεί και λι­γό­τε­ρο α­πό το «πε­ριε­χό­με­νό» του. Ένα α­πλό πα­ρά­δειγ­μα για το τι εν­νοώ: το γε­γο­νός ό­τι κά­θε πρωί, στα κα­νά­λια, θα βρού­με πά­ντο­τε έ­ναν σύ­ντρο­φό μας στο πά­νε­λ, σε έ­να αέ­ναο παι­γνί­δι τη­λε­ο­πτι­κών α­ντε­γκλή­σεων με κυ­βερ­νη­τι­κά στε­λέ­χη (που το ε­πι­βάλ­λει το ί­διο το μέ­σο), σε έ­να σκη­νι­κό που θυ­μί­ζει έ­ντο­να την πα­ρά­στα­ση του πα­λιού δι­κομ­μα­τι­σμού στο τη­λε­ο­πτι­κό φα­ντα­σια­κό, και αυ­τό ε­νώ συσ­σω­ρεύε­ται ε­κρη­κτι­κή ορ­γή για το πο­λι­τι­κό–μη­ντια­κό σύ­στη­μα, μπο­ρεί να έ­χει ως α­πο­τέ­λε­σμα το ξε­θώ­ρια­σμα του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ ως το πραγ­μα­τι­κό «άλ­λο» του πο­λι­τι­κού συ­στή­μα­τος, πα­ρά το γε­γο­νός ό­τι αυ­τό ό­ντως στοι­χειο­θε­τεί­ται α­πό το πο­λι­τι­κό λό­γο του και το πρό­γραμ­μά του. Με άλ­λα λό­για, ση­μα­σία δεν έ­χει τό­σο το τι λες, ό­σο η (α­να­γκα­στι­κή;) συμ­με­το­χή σου σε έ­να φθαρ­μέ­νο παι­γνί­δι. Προς ε­πίρ­ρω­ση, σύμ­φω­να με πολ­λές ε­κτι­μή­σεις του­λά­χι­στον, το μποϋκο­τάζ μας σε ο­ρι­σμέ­νες πε­ρι­πτώ­σεις που έ­βγα­ζαν μά­τια (π.χ. Πρε­τε­ντέ­ρης) λει­τούρ­γη­σε θε­τι­κά. Δεν λέω να ε­γκα­τα­λεί­ψου­με τα πε­δία του δη­μό­σιου λό­γου, αλ­λά χρειά­ζε­ται να βρού­με νέ­ους τρό­πους πα­ρου­σίας μας ε­κεί. Αντι­θέ­τως, α­πό τη μη-κα­τα­γρα­φή στο ό­λο σύ­στη­μα, για δια­φο­ρε­τι­κούς λό­γους βέ­βαια, ε­πω­φε­λή­θη­καν τό­σο η Χρυ­σή Αυ­γή (που εκ­βία­σε τον α­πο­κλει­σμό της) ό­σο και το Πο­τά­μι (που α­πλού­στα­τα εμ­φα­νί­στη­κε μό­λις χτες). Να μην υ­πο­τι­μή­σου­με την λα­χτά­ρα του κό­σμου για μια «άλ­λη» πο­λι­τι­κή, που υ­πήρ­ξε κοι­νό στοι­χείο σε με­γά­λο μέ­ρος της ψή­φου τό­σο στη ΧΑ ό­σο και στο Πο­τά­μι, πα­ρά τις χαώ­δεις δια­φο­ρές τους. Αντί­θε­τα, πρέ­πει να κα­λύ­ψου­με ε­μείς αυ­τήν την α­νά­γκη.

Εί­ναι ι­στο­ρι­κή ευ­θύ­νη να το κά­νου­με.

Προ­φα­νώς, αν και πι­στεύω ό­τι δεν έ­χου­με α­κό­μα συ­νει­δη­το­ποιή­σει πλή­ρως το μέ­γε­θος αυ­τής της ι­στο­ρι­κής ευ­θύ­νης μας. Όλα αυ­τά τα φαι­νό­με­να πριν τις αυ­τό-διοι­κη­τι­κές ε­κλο­γές, ό­χι μό­νο τα λά­θη (που εν τέ­λει εί­ναι συγ­γνω­στά) ή οι προ­χει­ρό­τη­τες (που εί­ναι λι­γό­τε­ρο συγ­γνω­στές), αλ­λά κυ­ρίως οι ε­σω­τε­ρι­κοί α­ντα­γω­νι­σμοί και δια­γκω­νι­σμοί (που δεν εί­ναι κα­θό­λου), ση­μα­το­δο­τούν, με­τα­ξύ πολ­λών άλ­λων, και έ­να έλ­λειμ­μα αυ­το­γνω­σίας μας -πιο σω­στά: την α­δυ­να­μία μας να κα­τα­νοή­σου­με την α­νά­γκη να διε­ρω­τη­θού­με ποιοι εί­μα­στε, πώς φτά­σα­με μέ­χρι ε­δώ και τι έ­χου­με να κά­νου­με α­πό ε­δώ και μπρο­στά, με κίν­δυ­νο να χά­σου­με μέ­σα α­πό τα χέ­ρια μας αυ­τό που κά­να­με αλ­λά και αυ­τό που μας δό­θη­κε, να α­πο­δει­χθού­με ι­στο­ρι­κά λί­γοι.

Η α­νά­λη­ψη της ευ­θύ­νης α­πό αυ­το­διοι­κη­τι­κές δυ­νά­μεις ό­που συμ­με­τέ­χει και ο ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ – ι­δίως στην Αττι­κή και με­γά­λους Δή­μους – ε­πι­ση­μάν­θη­κε ως μια νέα, κρί­σι­μη, δυ­να­τό­τη­τα, να δεί­ξει η α­ρι­στε­ρά την α­ξία της στην πρά­ξη. Έχει τέ­τοια πε­ρι­θώ­ρια η Το­πι­κή Αυ­το­διοί­κη­ση να α­σκή­σει μια ε­ξου­σία, φι­λο­λαϊκή ή έ­χει γί­νει α­να­πό­σπα­στο τμή­μα του κρά­τους;

Η διεύ­ρυν­ση των πα­ρα­δο­σια­κών ο­ρίων της δη­μο­κρα­τίας εί­ναι ε­πι­τα­κτι­κή α­νά­γκη, και το το­πι­κό ε­πί­πε­δο, α­κό­μα και στην κλί­μα­κα της πε­ρι­φέ­ρειας Αττι­κής, εί­ναι προ­νο­μια­κό πε­δίο: συμ­με­το­χι­κό­τη­τα, μορ­φές ά­με­σης δη­μο­κρα­τίας, λαϊκές συ­νε­λεύ­σεις, συλ­λο­γι­κές μορ­φές αλ­λη­λεγ­γύης κλπ. Αυ­τό ό­μως πρέ­πει να ε­ντα­χθεί σε έ­να πρό­γραμ­μα «πε­ζής» δια­χεί­ρι­σης, η ο­ποία προ­φα­νώς θα συ­γκε­κρι­με­νο­ποιεί τις αρ­χές και τις α­ξίες της Αρι­στε­ράς και θα έρ­χε­ται α­να­γκα­στι­κά σε σύ­γκρου­ση με ποι­κί­λα και ι­σχυ­ρά κα­τε­στη­μέ­να συμ­φέ­ρο­ντα. Για πα­ρά­δειγ­μα, εί­ναι πά­ρα πο­λύ ση­μα­ντι­κό να συ­γκρου­στού­με και να πε­τύ­χου­με σε ζη­τή­μα­τα ό­πως τα σκου­πί­δια. Εί­ναι ε­πί­σης ση­μα­ντι­κό να μην υ­πάρ­ξει η πα­ρα­μι­κρή υ­πό­νοια για προ­σω­πι­κές ι­διο­τέ­λειες –ε­κεί οι αυ­τό-διοι­κη­τι­κοί μας άρ­χο­ντες και αρ­χό­ντισ­σες, αν χρεια­στεί, πρέ­πει να εί­ναι α­μεί­λι­κτοι. Με δυο λό­για, έ­χου­με να συν­δυά­σου­με την ορ­θο­λο­γι­κό­τη­τα του προ­γράμ­μα­τός μας (ό­χι ου­δέ­τε­ρη ορ­θο­λο­γι­κό­τη­τα, προ­φα­νώς) με αυ­τό που θα λέ­γα­με «θε­σμο­θέ­τη­ση των πλα­τειών». Απο­τε­λε­σμα­τι­κή δια­χεί­ρι­ση, ύ­φος ε­ξου­σίας και διεύ­ρυν­ση των ο­ρίων της δη­μο­κρα­τίας και της νο­μι­μο­ποίη­σης, εί­ναι τα τρία α­να­γκαία συ­στα­τι­κά μιας ε­πι­τυ­χη­μέ­νης α­ρι­στε­ρής «δια­κυ­βέρ­νη­σης» στην αυ­το­διοί­κη­ση. Εί­ναι τε­ρά­στια η ευ­θύ­νη αλ­λά και η προο­πτι­κή των δυ­νά­μεών μας: θα εί­ναι μια πρό­βα τζε­νε­ρά­λε της κυ­βέρ­νη­σης της Αρι­στε­ράς. Προ­σω­πι­κά, ελ­πί­ζω πολ­λά α­πό τους αν­θρώ­πους μας στην αυ­τό-διοί­κη­ση.

“Ο ΣΥΡΙΖΑ μάς έλαχε”

Δια­νοού­με­νοι, διε­θνούς φή­μης, α­να­φέ­ρο­νται συ­χνά στον ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ ως το κόμ­μα της α­ρι­στε­ράς που έ­χει κά­ποια α­πό τα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά ε­νός κόμ­μα­τος της Αρι­στε­ράς του 21ου Αιώ­να. Υπάρ­χουν και ποια εί­ναι αυ­τά και πώς ο ε­μπλου­τι­σμός του μπο­ρεί να ε­πη­ρεά­σει την ε­ξέ­λι­ξή του;

Από μία ά­πο­ψη ο ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ εί­ναι ντε φά­κτο το κόμ­μα της Αρι­στε­ράς του 21ου αιώ­να. Έρχε­ται να α­να­τρέ­ψει μια πο­λύ βα­θιά ε­μπε­δω­μέ­νη, του­λά­χι­στον με­τα­πο­λε­μι­κά, ευ­ρω­παϊκή συν­θή­κη του 20ου αιώ­να, που ή­θε­λε την Αρι­στε­ρά να κα­τα­λαμ­βά­νει μια ο­ριο­θε­τη­μέ­νη θέ­ση στο πο­λι­τι­κό σύ­στη­μα, ως κόμ­μα δια­μαρ­τυ­ρίας και α­ντι­πο­λί­τευ­σης. Αντί­θε­τα, ο ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ εί­ναι έ­να κόμ­μα της ι­στο­ρι­κής Αρι­στε­ράς που εί­ναι πλειο­ψη­φι­κό, εν δυ­νά­μει η­γε­μο­νι­κό και κυ­βερ­νη­τι­κό, και κυ­ρίως εκ­φρά­ζει μια χει­ρο­πια­στή προο­πτι­κή α­να­τρο­πής ε­νός status quo με κρί­σι­μες ευ­ρω­παϊκές ε­πι­πτώ­σεις. Και αυ­τό εί­ναι πρω­τό­γνω­ρο: α­κό­μα και τα πο­λύ ι­σχυ­ρά Κ.Κ. της Ιτα­λίας ή της Γαλ­λίας, λό­γω των με­τα­πο­λε­μι­κών γεω­πο­λι­τι­κών ι­σορ­ρο­πιών, πο­τέ δεν έ­θε­σαν ζή­τη­μα ρι­ζι­κής αλ­λα­γής πλεύ­σης (πράγ­μα που α­πο­τέ­λε­σε και το ό­ριο της πο­λι­τι­κής τους) –ο ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, α­ντι­θέ­τως, α­πει­λεί μια στρα­τη­γι­κή διε­θνή ε­πι­λο­γή των κυ­ρίαρ­χων κα­πι­τα­λι­στι­κών δυ­νά­μεων. Ο ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, λοι­πόν, εί­ναι και «κυ­βερ­νη­τι­κός» και «ε­πι­κίν­δυ­νος», και αυ­τό εί­ναι η ι­στο­ρι­κή πρω­το­τυ­πία του, η νέα συν­θή­κη για την ευ­ρω­παϊκή Αρι­στε­ρά.

Τώ­ρα, σε τι συ­νί­στα­ται αυ­τός ο τύ­πος κόμ­μα­τος, τα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά για τα ο­ποία ρω­τά­τε, δεν μπο­ρού­με α­κό­μα να το πού­με, εν­δε­χο­μέ­νως για­τί δεν το ξέ­ρου­με α­κό­μα ού­τε ε­μείς οι ί­διοι. Σί­γου­ρα κά­τι έ­χου­με κά­νει πο­λύ σω­στά, και πρέ­πει να το κω­δι­κο­ποιή­σου­με για να το α­να­πτύ­ξου­με α­κό­μα πε­ρισ­σό­τε­ρο στο μέλ­λον, στις νέες συ­γκυ­ρίες που μας πε­ρι­μέ­νουν. Σί­γου­ρα ό­μως βρε­θή­κα­με και στην κα­τάλ­λη­λη συ­γκυ­ρία. Όπως θα έ­λε­γε ο Μα­κια­βέ­λι, εί­χα­με πο­λι­τι­κή α­ρε­τή αλ­λά εί­χα­με και τύ­χη. Πολ­λά πράγ­μα­τα μπο­ρού­με να α­να­γνω­ρί­σου­με στον ε­αυ­τό μας ό­λα αυ­τά τα χρό­νια, ό­πως την ε­νω­τι­κή στά­ση μας, την α­τα­λά­ντευ­τη υ­πο­στή­ρι­ξή μας στους κοι­νω­νι­κούς α­γώ­νες, το συν­δυα­σμό θε­σμι­κής πο­λι­τι­κής και κι­νη­μα­τι­σμού που μας χα­ρα­κτή­ρι­σε, και πολ­λά α­κό­μα, αλ­λά δεν εί­ναι αυ­τά ό­λη η ι­στο­ρία. Να μην κα­τα­λή­ξου­με να αυ­το­θαυ­μα­ζό­μα­στε, λέ­γο­ντας ό­τι ε­πι­βε­βαιώ­θη­κε η γραμ­μή μας, η συ­νε­πής στά­ση μας κλπ. Θυ­μά­μαι το τε­λευ­ταίο κεί­με­νο του Άγγε­λου Ελε­φά­ντη, για τον «Συ­να­σπι­σμό που μας έ­λα­χε» –ε λοι­πόν, κα­τά μια έν­νοια, και ο ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ «μας έ­λα­χε», ή­ταν το α­στάθ­μη­το «δώ­ρο» μιας μο­να­δι­κής συ­γκυ­ρίας και μιας χει­μα­ζό­με­νης κοι­νω­νίας προς την Αρι­στε­ρά, και πρέ­πει να το δε­χτού­με αυ­τό το δώ­ρο, να το δε­ξιω­θού­με και να το κα­τα­νοή­σου­με, να φα­νού­με α­ντά­ξιοί του για να το δια­τη­ρή­σου­με και να το ε­παυ­ξή­σου­με.