του Γιάννη
Δραγασάκη
Αυτή τη φορά ο διεθνής τύπος ήταν
αδυσώπητος. Πριν καν η απόφαση του Eurogroup καθαρογραφεί, την είχαν κάνει
φύλλο και φτερό. Το ερώτημα λοιπόν που απασχολεί διεθνώς δεν είναι το εάν, αλλά
το πότε θα φανεί η ανάγκη νέων Μνημονίων, «κουρεμάτων» και μέτρων.
Το υψηλό χρέος διατηρείται
ως μοχλός πίεσης
Υποστηρίζει η κυβέρνηση πως η νέα
συμφωνία καθιστά το δημόσιο χρέος «βιώσιμο» διότι αυτό θα είναι 120,5% το 2020.
Όμως καμιά χώρα δεν μπορεί να δανειστεί σήμερα με τέτοιο ποσοστό χρέους. Γιατί
θα μπορεί τότε; Εκτός αυτού η πρόβλεψη γι' αυτό το ποσοστό χρέους στηρίζεται σε
μη ρεαλιστικές παραδοχές, π.χ. πολύ υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα.
Αν κάτι έδειξε η νέα συμφωνία, είναι
ότι αυτοί που ορίζουν τις τύχες μας, και κυρίως ο γερμανικός παράγοντας, δεν
θέλουν μια τελική λύση στο πρόβλημα του χρέους. Αν ήθελαν το χρέος να καταστεί
βιώσιμο, θα κούρευαν και το χρέος που κατέχει ο θεσμικός τομέας, θα ενίσχυαν
την ανάπτυξη ή θα επέτρεπαν τον δανεισμό της Ελλάδας από την Ευρωπαϊκή Κεντρική
Τράπεζα με επιτόκιο αντίστοιχο εκείνου με το οποίο δανείζονται οι τράπεζες
(1%). Θα μπορούσαν να υιοθετήσουν την έκδοση ευρωομολόγου ή να υλοποιήσουν
κάποια από τις πολλές λύσεις που έχουν προταθεί ακόμη και από οικονομικούς
συμβούλους της κ. Μέρκελ, για μια κοινή ευρωπαϊκή λύση στο πρόβλημα του χρέους
όλων των χωρών.
Λύσεις υπήρχαν και υπάρχουν. Όμως δεν υιοθετούνται.
Δεν είναι μόνο τα συμφέροντα που αντιδρούν. Το χρέος το θέλουν υψηλά διότι
είναι μοχλός πίεσης, μέσο πειθάρχησης και υποταγής.
Η νέα «υπερδομή» και οι νέες
ολιγαρχίες
Ποιοι είναι λοιπόν οι πραγματικοί
στόχοι της νέας συμφωνίας; Από τακτική άποψη με τη νέα συμφωνία οι ηγετικές
δυνάμεις της νεοφιλελεύθερης Ευρώπης και της Γερμανίας
ειδικότερα: 1. Επιδιώκουν να κερδίζουν χρόνο, ακολουθώντας τη λογική
του "βλέποντας και κάνοντας". 2. Προσπαθούν να αποφύγουν
κάποια μεγάλη αναταραχή εν όψει των προεδρικών εκλογών στη Γαλλία. 3. Βοηθούν
τις μεγάλες τράπεζες να μειώσουν την έκθεσή τους προς την
Ελλάδα. 4. Ανοίγουν νέους κύκλους λιτότητας, μείωσης μισθών,
συρρίκνωσης του κοινωνικού κράτους, διάλυσης της κοινωνικής ασφάλισης.
Συνεχίζεται δηλαδή και εντείνεται η φάση της διάλυσης και της καταστροφής του
παλιού «μοντέλου», παλιών διευθετήσεων.
Από στρατηγική άποψη η νέα συμφωνία
εξασφαλίζει την αναβάθμιση και τη διεύρυνση του ελέγχου της τρόικας όχι μόνο
επί των οικονομικών, αλλά και επί των πολιτικών διαδικασιών. Αυτό που συμβατικά
ονομάζουμε «τρόικα» τείνει να λάβει τη μορφή μιας πολυδαίδαλης «υπερδομής» με
ποικίλες επιτροπές και μηχανισμούς ελέγχου και επιρροής, στους οποίους
εμπλέκονται εγχώριοι παράγοντες, οικονομικοί και πολιτικοί. Οι εν λόγω
μηχανισμοί και οι σχέσεις που διαμορφώνονται ασκούν ήδη την επίδρασή τους στη
συγκρότηση των νέων οικονομικών ολιγαρχιών και του νέου πολιτικού συστήματος,
μέσα βεβαίως από αντιθέσεις, συγκρούσεις, ακόμη και κανιβαλισμούς. Στην παρούσα
φάση ο έλεγχος των διαδικασιών απαιτεί κατακερματισμούς και πολυδιασπάσεις και
στην πολιτική και στην οικονομία. Η συγκεντροποίηση θα ακολουθεί όσο η
αποσύνθεση προχωρεί και ο έλεγχος από τα νέα κέντρα ισχύος εμπεδώνεται.
Οι νέοι Σάιλοκ
Από αυτούς τους πολυποίκιλους
μηχανισμούς και νέους θεσμούς θα ξεχωρίσουμε εδώ μόνο έναν που κατέχει εξέχουσα
θέση στη νέα συμφωνία και αφορά την απαίτηση για θεσμοθέτηση μιας ρύθμισης (και
του αντίστοιχου λογαριασμού) που θα ορίζει πως η εξυπηρέτηση του χρέους θα
είναι πάνω από κάθε άλλη ανάγκη ή δικαίωμα, γεγονός που σημαίνει πως όλες οι
χάρτες των ανθρωπίνων δικαιωμάτων πάνε περίπατο. Μπορούμε λοιπόν να φανταστούμε
από τώρα σκηνές ενός νέου «πολιτισμού», όπου σχολεία ή νοσοκομεία θα κλείνουν
άρρωστοι θα πεθαίνουν χωρίς φροντίδα διότι η «δόση» του δανείου δε θα αφήνει
περιθώρια για τέτοιες «σπατάλες».
Αν ως κοινωνία και ως λαός αποδεχθούμε
μια τέτοια ρύθμιση, θα είναι μία ιστορική ντροπή απέναντι σε όλη την
ανθρωπότητα, αφού τέτοια ρύθμιση ούτε υπάρχει πουθενά ούτε διανοήθηκε ποτέ
κανείς να εφαρμόσει. Μόνο στον Σάιλοκ του Σαίξπηρ βρίσκουμε μια συναφή
διαστροφή, όταν αντί για τόκο ζητά μια λίβρα κρέας από το σώμα του οφειλέτη,
την ταπείνωση και τον ευτελισμό του δηλαδή. Έτσι κι εδώ η ως άνω ρύθμιση, την
οποία η κυβέρνηση ήδη αποδέχθηκε -στο όνομα ποιου λαού αλήθεια και με ποια
νομιμοποίηση;- θέλει, όπως και ο Σάιλοκ, την ταπείνωση και την εφ’ όρου ζωής
υποταγή καθώς και τη δημιουργία ενός παραδείγματος προς παγκόσμια επίδειξη και
εξαγωγή.
Κανένα ευρώ για το χρέος
Αξίζει να θυμίσουμε στο σημείο αυτό,
για να έχουμε ένα μέτρο σύγκρισης, ότι η αντίστοιχη ρύθμιση που συμφωνήθηκε
κατά την αναδιαπραγμάτευση των χρεών του γερμανικού κράτους, το 1953, προέβλεπε
ότι η εξυπηρέτηση του χρέους που απέμεινε μετά τη γενναιόδωρη διαγραφή του όχι
μόνο δεν είχε καμιά προτεραιότητα έναντι άλλων δαπανών, αλλά αντίθετα υπέκειτο
στον περιορισμό της οικονομικής ανάπτυξης και της κοινωνικής συνοχής. Η
Γερμανία πλήρωνε δηλαδή ανάλογα με την επίδοση της οικονομίας και των εξαγωγών.
Εν όψει των εξελίξεων αυτών, η αναστολή
πληρωμών για το χρέος και το πάγωμά του καθίσταται ένα αίτημα διαρκείας:
«Κανένα ευρώ για το χρέος» μέχρις ότου υπάρξει μια κοινή και δίκαιη ευρωπαϊκή
λύση ή μέχρις ότου ως κοινωνία ανακτήσουμε την αξιοπρέπεια, την αυτοκυριαρχία
και τη δυνατότητα να ανατάξουμε την οικονομία και να διαμορφώσουμε συνθήκες για
μια διαπραγμάτευση με όρους στοιχειώδους αξιοπρέπειας και ισοτιμίας. Είναι όμως
μια τέτοια στόχευση εφικτή; Ή μήπως οι εξευτελιστικές συμφωνίες που σήμερα
υπογράφονται δεσμεύουν και τις μελλοντικές κυβερνήσεις και την κοινωνία εφ’
όρου ζωής;
Ριζική αναδιαπραγμάτευση του μέλλοντός μας
Διάβασα
στην «Αυγή» (19.2.2012) την παράδοξη άποψη του Σπύρου Λυκούδη, στελέχους της
ΔΗΜ.ΑΡ., με έκπληξη ομολογώ, ότι οι συμβάσεις που υπογράφονται με την τρόικα
δεν ανατρέπονται. «Οι διεθνείς συμβάσεις” -είπε συγκεκριμένα- “που υπογράφει η
χώρα είναι δεσμευτικές». Ανεξαρτήτως του περιεχομένου τους και ανεξαρτήτως των
συνθηκών υπό τις οποίες υπογράφτηκαν; Έτσι φαίνεται να υπονοεί ο ως άνω
ισχυρισμός. Όμως οι συμφωνίες που συνάπτονται σήμερα κυρώνονται από μια Βουλή
με περιορισμένη και πάντως αμφιλεγόμενη νομιμοποίηση.
Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Συμφωνίες
που συνάπτονται με το πιστόλι στον κρόταφο, χωρίς δηλαδή ελευθερία επιλογής,
στερούνται νομιμοποίησης αφού είναι προϊόν εκβιασμού. Και τέτοιες είναι όλες οι
συμβάσεις που έχουν υπογραφεί από την άνοιξη του 2010 έως σήμερα με την τρόικα.
Και αυτό επί της ουσίας ουδείς το αρνείται.
Σχολιάζοντας π.χ. την απαίτηση της
τρόικας να θεσμοθετηθεί η προτεραιότητα της εξυπηρέτησης του χρέους έναντι όλων
των άλλων δαπανών ο Guntram B. Wolff (21/2/2012), του γνωστού Ινστιτούτου
Bruegel, επισημαίνει ότι η εν λόγω απαίτηση «μπορεί να γίνει αποδεκτή τώρα
καθώς η Ελλάδα είναι με την πλάτη στον τοίχο». «Όμως» συνεχίζει, «η άποψη αυτή
μπορεί να αλλάξει στο μέλλον, ακόμη και μετά τις επικείμενες εκλογές. Σ’ αυτή
την περίπτωση η ελληνική κυβέρνηση μπορεί να θελήσει να επαναδιαπραγματευτεί τη
συμφωνία». Δεν χρειάζεται εμείς να γίνουμε καθολικότεροι του Πάπα.
Στην Αριστερά η ελπίδα αλλά και η ευθύνη
Οι συμφωνίες είναι ανατρέψιμες. Τα πάντα είναι υπό
αναδιαπραγμάτευση. Άλλο είναι το θέμα. Το θέμα είναι ότι η ανατροπή των εν λόγω
συμφωνιών δεν θα είναι ένας περίπατος ούτε ένα μονόπρακτο έργο. Διότι στην
πράξη η ανατροπή των εν λόγω συμφωνιών σημαίνει αναδιαπραγμάτευση των πάντων,
όχι μόνο του χρέους αλλά συνολικά των διακρατικών σχέσεων με πλήθος κρατών.
Αφού το χρέος θα ανήκει πλέον κυρίως στα κράτη και σε ευρωπαϊκούς ή διεθνείς
θεσμούς.
Μια τέτοια αναδιαπραγμάτευση επομένως
απαιτεί νέους συσχετισμούς στην Ελλάδα, ει δυνατόν και στην Ευρώπη. Προϋποθέτει
ένα νέο συνασπισμό κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων, εξοπλισμένο με ισχυρή
λαϊκή υποστήριξη, με πολυδιάστατες διεθνείς συμμαχίες και γεωπολιτικές
αναφορές, με ένα σχέδιο ανασυγκρότησης της χώρας και ουσιαστικής επανένταξης
στην Ευρώπη και τον διεθνή καταμερισμό εργασίας, με όρους αξιοπρέπειας,
κοινωνικής δικαιοσύνης, ισοτιμίας και βιώσιμης παραγωγικής εξειδίκευσης.
Η συγκρότηση ενός τέτοιου σχεδίου
και του αντίστοιχου κοινωνικού και πολιτικού συνασπισμού που θα αγωνιστεί από
σήμερα γι’ αυτό θα έπρεπε να αποτελεί ήδη προνομιακό χώρο διαλόγου και κοινής
δράσης όλων των δυνάμεων της αριστεράς και της οικολογίας, πεδίο συνάντησης
κοινωνικών κινημάτων και επιστημονικών δυνάμεων. Η στρατηγική αμηχανία του ΚΚΕ
και η κρίση προσανατολισμού της ΔΗΜ.ΑΡ., αφήνουν το έργο αυτό, τουλάχιστον προς
το παρόν, στις πλάτες κυρίως του Συνασπισμού, του ΣΥΡΙΖΑ και όσων άλλων
συμμερίζονται τις σχετικές αναγκαιότητες.
Ας ελπίσουμε ότι ο Συνασπισμός και ο
ΣΥΡΙΖΑ, που έγκαιρα είδαν αυτήν την ανάγκη και έχουν κάνει βήματα σημαντικά, θα
αναπροσαρμόσουν τις δομές τους, τη λειτουργία τους αλλά και την κουλτούρα τους
στις απαιτήσεις και τις ευθύνες ενός τόσο δύσκολου αλλά και ελπιδοφόρου
εγχειρήματος, τη συγκρότηση δηλαδή του υποκειμένου και του αντίστοιχου
ιδεολογικού και προγραμματικού εξοπλισμού που θα δώσει στον λαό αξιοπρέπεια και
στην κοινωνία αυτοπεποίθηση και ελπιδοφόρα προοπτική.
Πηγή: ΑΥΓΗ