Της Σίσσυς Βελισαρίου
Από το 1990 περίπου ο
καταναλωτισμός συγκροτεί τη νέα συλλογική ταυτότητα στην Ελλάδα, με κορύφωση
την περίοδο Σημίτη, oπότε και αρθρώνεται ένας «εκσυγχρονιστικός» λόγος που
απευθύνεται σαφέστατα στο άτομο ως μηχανή κατανάλωσης και της απόλαυσης που
αυτή συνεπάγεται.
Η νίκη του
νεοφιλελευθερισμού και η υποχώρηση της επιρροής της Αριστεράς και των ιδεών της
σημειώνει στο ιδεολογικό επίπεδο την κατίσχυση της πλέον επιθετικής μορφής του
κεφαλαίου. Ο καταναλωτισμός είναι αυτός που διαμορφώνει, πέραν της ατομικής
ταυτότητας και τρόπου ζωής, την αντίληψη ότι το κοινωνικό είναι άθροισμα
επιμέρους ατόμων.
Η σχετική ευμάρεια έως τις
μέρες μας, και τα συμπαρομαρτούντα, καταθρυμματίζουν τον υπό διάλυση κοινωνικό
ιστό τον οποίο πιθανόν να καταστρέψει ολοσχερώς η πτώχευση της χώρας μας.[1]
Και αυτό διότι η μιζέρια και
η φτώχια δεν οδηγούν απαραίτητα στη ριζοσπαστικοποίηση· αντίθετα, μπορεί να
προκύψει μαζικός εθισμός στην εξαθλίωση, φαινόμενο καθόλου πρωτότυπο στην
Ιστορία. Aφετέρου κοινωνικές μορφές αλληλεγγύης και στήριξης αυτών που
πλήττονται (άστεγων, υποσιτισμένων, ανέργων κ.ο.κ.) είναι απολύτως χρήσιμες και
βαθιά συγκινητικές πράξεις, δεν είναι όμως εξορισμού «αριστερές».
Στο βαθμό που δεν
δημιουργήσουν πρωτότυπες δομές, δεν υποστηριχθούν από θεσμικές μορφές και
λειτουργίες, π.χ. Τοπική Αυτοδιοίκηση, ή δεν παρεμβαίνουν σε αγοραίες σχέσεις
αποσυναρμολογώντας τες, όπως δυνητικά «το κίνημα της πατάτας», μπορούν να
καταλήξουν σε ένα «εναλλακτικό» και αυτοαναφορικό λάιφ στάιλ.
Το ότι ο καπιταλισμός
απορροφά αποτελεσματικά, με ανάλογους τρόπους, τους κοινωνικούς κραδασμούς
είναι γνωστό από τη Βιομηχανική Επανάσταση, οπότε η φιλανθρωπία λειτουργούσε
ταυτοχρόνως ως υποκατάστατο της ανύπαρκτης κρατικής μέριμνας και ως «ξέπλυμα»
των μεσοαστικών συνειδήσεων.
Υπό αυτές τις συνθήκες τι
λόγο να εκφωνήσει η δική μας Αριστερά για να εκφράσει τους πολλούς,
παγιδευμένους σε μια πρωτόγνωρη και βίαιη τομή/χάσμα που έχει κόψει βαθιά τη
χώρα ως χωροχρονική υπόσταση στο πριν και στο μετά το Μνημόνιο;
Τι λόγια να βρει για να
μιλήσει στην πολυπλοκότητα της ιστορικής στιγμής αλλά και σε έναν υπό
διαμόρφωση γενικό ψυχισμό που είναι εξαιρετικά αντιφατικός διότι τραυματισμένος
από τη βαρβαρότητα της ανεπίστρεπτης αλλαγής;
Εδώ το κρίσιμο και εν
δυνάμει εκρηκτικό πρόβλημα είναι ότι το άτομο που έχει ήδη συγκροτηθεί εντός
του ιδιωτικού ως το ιδιωτεύον υποκείμενο που καταναλώνει (θα έλεγα, «the idiot
who consumes») καλείται με τη βία και τάχιστα να αντιληφθεί τον εαυτό ως το ακριβές
αντίθετο, δηλαδή, ένα ον που απογυμνώνεται και συρρικνώνεται στα βασικά.
Άρα η σχέση με τον εαυτό του
παύει να διαμεσολαβείται από την κατανάλωση και την πληθωρική απόλαυση των
προϊόντων, μέσω μιας jouissance που τώρα στερείται απότομα. Προφανώς οι ευρωπαίοι
ιθύνοντες θεωρούν την απόλαυση της κατανάλωσης αποκλειστικό προνόμιο κάποιων
εθνών και όχι βεβαίως «τριτοκλασάτων» λαών της ΕΕ.
Ίσως ακριβώς επειδή «ο
παλαιότερος στόχος της σύγκλισης του επιπέδου διαβίωσης σε όλη την Ένωση
εγκαταλείφθηκε σιωπηρά… ο υποβιβασμός του βιοτικού επιπέδου στις χώρες που
–κατά τη γερμανική έκφραση– «ζουν πάνω από τις δυνατότητές τους’ θεωρείται όχι
μόνο αναπόφευκτος, αλλά και επιθυμητός».[2]
Πώς, επομένως, η Αριστερά να
αρθρώσει κατά το δυνατόν αυτήν την υλική στέρηση που οξύνεται δραματικά και από
την ακύρωση μιας συστηματικά ωραιοποιημένης εικόνας περί Ευρωπαϊκής Ένωσης, των
συναφών εκσυγχρονιστικών οραμάτων και ενός φτηνού κοσμοπολιτισμού;[3]
Η Αριστερά συνήθως
κατακρίνεται από τους αντιπάλους της για την έλλειψη θετικών προτάσεων, που
ανάγεται σε εγγενή αδυναμία της λόγω της «ουτοπίας» που αυτή επαγγέλλεται. Για
αυτό και δεν την «παίρνουν σοβαρά».
Υποστηρίζω ότι συμβαίνει
ακριβώς το αντίστροφο. Ο ΣΥΡΙΖΑ, για παράδειγμα, έχει παραθέσει συγκεκριμένο
οικονομικό σχέδιο με ουσιαστικές αντιπροτάσεις και πειστικές λύσεις, ενώ,
αντίθετα, αδυνατεί να αρθρώσει οραματικό λόγο που να μπορεί να εμπνεύσει τα
πλήθη.
Εξηγούμαι: Ένα βιώσιμο
οικονομικοπολιτικό σχέδιο είναι το sine qua non ώστε οι εργαζόμενοι να πεισθούν
ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι η μόνη δύναμη ικανή να εκπροσωπήσει τα υλικά τους
συμφέροντα. Το ότι οι προτάσεις του δεν καταχωρούνται ως «θετική» πολιτική
πράξη, αποσιωπούνται ή στρεβλώνονται δεν είναι απόρροια του ουτοπικού τους
χαρακτήρα, αλλά το αντίθετο.
Αν όμως ο ΣΥΡΙΖΑ περιοριστεί
σε ένα λόγο που δομείται στη βάση μόνον οικονομικών αντιπροτάσεων, τότε έχασε.
Είναι καιρός να αναρωτηθούμε αν και εμείς έχουμε υποκύψει στη σαγήνη του
μεταμοντέρνου cool, που λατρεύει τους χαμηλούς τόνους, την «παραγωγική» στάση
στα πράγματα και τους καλούς τρόπους. Αντίθετα, απαξιοί την οραματική ρητορική
που απευθύνεται στο θυμικό, κάτι που λοιδορείται ως λαϊκισμός.
Όμως, το άτομο δεν ορίζεται
μονοδιάστατα ως μέλος μιας συγκεκριμένης τάξης, εθνότητας, θρησκείας, φύλο
κ.ο.κ. Είναι μια πολύπλοκη δομή διακριτών μεν ταυτοτήτων, που όμως συνυπάρχουν,
σπανιότερα σε αρμονία και πιο συχνά μέσα από τις αντιφάσεις και συγκρούσεις
τους. Η μονομερής ρητορική έγκλησή του ως μετόχου της οικονομικής
δραστηριότητας, και καθόλου ως ψυχισμού, συνιστά οικονομικό αναγωγισμό.
Πέραν της οικονομικής
επιβίωσης, το άτομο, όπως και το πλήθος, έχει ανάγκη την αξιοπρέπεια, την
αυτοεκτίμηση και αλληλοσεβασμό. Όταν αυτά καταρρακώνονται είτε σε προσωπικό είτε
σε συλλογικό επίπεδο, όπως συμβαίνει με προκλητικό και ωμό τρόπο από την τρόικα
και την Ε.Ε., τραυματίζεται το κοινωνικό σώμα παρά και πέρα από τις ταξικές
διαφορές που πάντα το περιτρέχουν. Ο λόγος της Αριστεράς οφείλει να μην αγνοεί
το τραύμα στο όνομα μιας ταξικής «καθαρότητας», αλλά να εμπνεύσει ψυχικά
ακριβώς γιατί το λογαριάζει και το εγγράφει.
Σε αυτό το πλαίσιο, η
ραγδαία μετατροπή της Ελλάδας σε νεοαποικία από την Τρόικα γίνεται σε πλήρη
συνέργια με το εγχώριο κεφάλαιο που επιθετικά αναδομεί την οικονομική και
πολιτική σφαίρα για τη μακροπρόθεσμη υπερκερδοφορία του. Αυτή η
νεο-αποικιοκρατική συνθήκη επιπλέον εγγράφει στο συλλογικό (υπο)συνείδητο
αισθήματα ταπείνωσης, θυμού κλπ. Ταυτοχρόνως όμως υπαγορεύει και ένα «κύριο
χώρο έκφρασης της αντίστασης [που] είναι, δυστυχώς ή ευτυχώς, ο εθνικός».[4]
Ένα αξιόλογο κατά τα άλλα
ρεύμα της δικής μας Αριστεράς κάνει ότι δεν βλέπει αυτό που είδαν οι γερμανοί
εφοριακοί: την ανάγκη υπεράσπισης της εθνικής κυριαρχίας αν και, ή ακριβώς
επειδή, τίθεται επί τάπητος η λέξη-ταμπού «έθνος/εθνικός». Στο βαθμό που
εργαλείο για δράση είναι «η εθνικοποίηση της ταξικότητας»[5] είναι ακατανόητη η εμμονή στη
θέση-κλισέ περί ταξικής ολιγωρίας όταν ο αριστερός λόγος ξεφεύγει από την
οικονομίστικη περιχαράκωση.
Η εθνική αξιοπρέπεια και
ανεξαρτησία οφείλουν να εγγράφονται στην κεντρική εκφώνηση του ΣΥΡΙΖΑ, με μια
ρητορική που να μη φοβάται να απευθύνεται σε μεγάλα ακροατήρια συνεγείροντας τα
με το όραμα της αντίστασης, εξέγερσης, επανάστασης. Οι Αριστεροί
αποενοχοποιούμε τη λέξη «εθνικός» διότι έχουμε συνείδηση της αρνητικής της
αποσκευής αλλά και ταυτοχρόνως της ρευστότητας των σηματοδοτήσεων.
Είναι στο χέρι της Αριστεράς
να επανακαθορίσει τις έννοιες ως κεντρικό εγχείρημα στην ανάκτηση της ηγεμονίας
της. Το νέο ρεύμα του φιλελληνισμού άλλωστε που ξεσηκώθηκε στην Ευρώπη
εκφράζεται με τη φράση «είμαστε όλοι Έλληνες», και όχι «είμαστε όλοι εργάτες,
μικροαστοί/διανοούμενοι». Αυτό το σύνθημα είναι βαθύτατα διεθνιστικό διότι οι
απανταχού αλληλέγγυοι βλέπουν στη δική μας οικονομική, πολιτική και ψυχολογική
εξαθλίωση την επερχόμενη δική τους, και εν τέλει του δυτικού κόσμου όπως τον
ξέραμε.
Σε πείσμα ενός αυτάρεσκου
σεχταρισμού, ο νέος φιλελληνισμός, όπως και αυτός του 19ου αιώνα, είναι
ριζοσπαστικός. Συμπυκνώνει στο «Έλληνες» ένα συγκεκριμένο πολιτισμικό,
ιστορικό, ταξικό και συναισθητικό φορτίο που προσδίδεται από την συγκυρία της
μέγιστης επίθεσης του κεφαλαίου στα δικαιώματα των λαών. Και εμμέσως θέτει
στους έλληνες εργαζόμενους ένα αίτημα: την αντίσταση ως συμβολική πράξη για
έναν νέο διεθνισμό.
Η Σίσσυ Βελισσαρίου διδάσκει
στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών
[1] Κώστας Δουζίνας, συνέντευξη στον
Γ. Κιμπουρόπουλο, περ. ΜΟΝΟ, 9.2.2012.
[2] «Είναι χαρακτηριστικό ότι και εδώ
η γερμανική έκφραση “ζουν πάνω από τις δυνατότητές τους” αναφέρεται στο
εμπορικό ισοζύγιο ως πηγή των οικονομικών ανισορροπιών»: Χρήστος Χατζηιωσήφ,
«Αστοχίες και στοχεύσεις της οικονομικής πολιτικής» Α΄ Μέρος, «Ενθέματα», Η
Αυγή, 19.2.2012.
[3] Η στέρηση προέρχεται από τη
απώλεια της ψευδαίσθησης της συμμετοχής σε συνθήκες απονέκρωσης της
κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, μια διαδικασία που ξεκίνησε με την οικοδόμηση της
νομισματικής ένωσης της Ευρώπης. Βλ. Ηλίας Ιωακείμογλου, «Ο Παπαδήμος, ο Μόντι
και η επερχόμενη σύρραξη», Η Αυγή12.11.2011.
[4] Κ. Δουζίνας, ό.π.: «Η
εξατομίκευση έχει περάσει και στις κοινωνίες. Κάθε λαός ας κοιτάξει τον εαυτό
του. Κι έτσι καταλήγω στην άποψη σε σχέση με την αντίσταση ότι ο κύριος χώρος
έκφρασής της είναι, δυστυχώς ή ευτυχώς, ο εθνικός. Αυτό άλλωστε το ενισχύει και
η νέο-αποικιοκρατική κατάσταση που επιβάλει η ηγεσία της Ε.Ε. στη χώρα μας».
[5] Σπ. Ασδραχάς, στο Μ. Γεωργούλας,
«Πατριωτικά μέτωπα και συμπαράταξη της Αριστεράς», Η Εποχή, 26.2.2012.
Πηγή: ΕΝΘΕΜΑΤΑ