Του Νίκου
Νικήσιανη
Δεν μιλάμε φυσικά για τα
σύνορα που χωρίζουν τους λαούς και τους ανθρώπους, αυτά που μια μέρα θέλουμε να
καταργήσουμε, μαζί με τα κράτη που τα δημιουργούν· αλλά για αυτά που χωρίζουν
από τη μια πλευρά τους εργαζόμενους, τους φτωχούς, τους πολλούς και από την
άλλη αυτούς που μας εκμεταλλεύονται και μας κυβερνάνε.
Στην πολιτική είναι πάντα
δύσκολο να χαράζει κανείς αυτές τις αναγκαίες διαχωριστικές γραμμές, ανάμεσα σε
φίλους και εχθρούς. Μία σαφής διαχωριστική γραμμή για παράδειγμα, είναι η στάση
απέναντι στο Μνημόνιο· καμία υπαναχώρηση απέναντι όχι μόνο στα μέτρα αλλά και
στα ιδεολογήματα (βλ πχ την κριτική στο «δημόσιο») αυτής της επίθεσης δεν
μπορεί να γίνει ανεκτή από όποιαδήποτε συλλογικό χώρο διεκδικεί μία θέση δίπλα
και όχι απέναντι στην κοινωνία που αγωνίζεται.
Αυτό όμως, προφανώς δεν
αρκεί. Εκτός από τα κοινωνικά κινήματα και την αριστερά, απέναντι στο Μνημόνιο
βρίσκεται επίσης ένα ετερόκλητο συνοθύλευμα πολιτικών κινήσεων και κομμάτων
γενικότερου «πατριωτικού» προσανατολισμού· ήδη οι αντίπαλοι το εκμεταλλεύονται
για να απαξιώσουν πολιτικά και ιδεολογικά αυτή την «αριστεροδεξιά»
αντιμνημονιακή συμμαχία.
Πώς λοιπόν μπορούμε να
ξεχωρίσουμε αυτούς που στέκονται δίπλα μας στο κίνημα, ακόμα και αν έχουν
διαφορετικές απόψεις, από αυτούς που μπορεί να είναι ενάντια στο Μνημόνιο, αλλά
είναι ακόμα πιο ενάντια σε κάθε χειραφετησιακό κίνημα; Και αν η κρίση αυτή
είναι μάλλον εύκολη για τη ΝΔ και το ΛΑΟΣ, που προσπαθούν ξανά να πλασαριστούν
στο αντιμνημονιακό μέτωπο, ή ακόμα περισσότερο για τους ναζί της Χρυσής Αυγής
και τους λάιτ ακροδεξιούς του κ. Καμμένου, τι γίνεται με αυτό τον αστερισμό των
σχημάτων και αυτόκλητων σωτήρων που θέλουν να απελευθερώσουν το λαό και το
έθνος από τη δυναστεία της Τρόικας, των «προδοτών πολιτικών», της
«κομματοκρατίας» κοκ;
Εδώ έγκειται η πολύτιμη
προσφορά των μεταναστών. Η παρουσία και η δράση τους μέσα στην ελληνική
κοινωνία και την ελληνική εργατική τάξη, αποσύνδεσε –επιτέλους- αυτές τις δύο
λέξεις: οι εργαζόμενοι δεν είναι υποχρεωτικά έλληνες, όπως οι έλληνες δεν είναι
υποχρεωτικά εργαζόμενοι. Όσοι λοιπόν είναι χοντρικά στο πλευρό των ελλήνων, δεν
είναι υποχρεωτικά και στο πλευρό των εργαζομένων.
Να λοιπόν μία ακόμα
καθοριστική διαχωριστική γραμμή. Είμαστε με αυτούς που είναι με τους
εργαζόμενους, έλληνες και μετανάστες. Και είμαστε απέναντι από αυτούς που είναι
ενάντια στους μετανάστες, γιατί τότε είναι και ενάντια στους εργαζόμενους, αφού
θέλουν να τους διασπούν, να τους χωρίζουν, να τους στερούν κομμάτι-κομμάτι τα
δικαιώματά τους.
Κάθε εργαζόμενος και άνεργος
που αγωνίζεται σήμερα έχει πρακτικό συμφέρον να μην διαχωρίζεται η τάξη του σε
«νόμιμους» και «παράνομους», να μην μετατρέπονται τα δικαιώματα σε προνόμια
κάποιων, να μη θριαμβεύσει η βαρβαρότητα και η βία του κράτους. Ακόμα
περισσότερο, έχει πρακτικό συμφέρον να υπερασπίζεται το δικαιώμα του κάθε
ανθρώπου να διαλέγει αυτός που θα εργαστεί και που θα ζήσει και να μην του το
επιβάλλουν αυτό τα σύνορα, τα κράτη και –τελικά- τα αφεντικά.
Με απλά λόγια: όποιος είναι
με την πλευρά των εργαζομένων, είναι –χωρίς περιστροφές και υπεκφυγές- με τα
δικαιώματα των μεταναστών, τη νομιμοποίηση, το άσυλο, το άνοιγμα των συνόρων.
Οι απέναντι φαίνεται ότι
γνωρίζουν πολύ καλά αυτή τη διαχωριστική γραμμή και έτσι πάνω σε αυτό ακριβώς
το μέτωπο προσπαθούν να ανασυγκροτήσουν τις δυνάμεις τους· ο Χρυσοχοΐδης, η ΝΔ,
η «Καθημερινή», οι ναζί, το ΛΑΟΣ, ο Καμμένος, ο Καμίνης, ακόμα και αν
(πιστέψουμε ότι) διαφωνούν σε όλα τα άλλα, συμφωνούν σε ένα πράγμα: στην
«αποφασιστική» και «αποτελεσματική» αντιμετώπιση του «προβλήματος της
λαθρομετανάστευσης».
Απέναντι σε αυτό το αρραγές
μέτωπο, όποιος συνεχίζει να ψελίζει δικαιολογίες για το «μεταναστευτικό
πρόβλημα» και ταυτόχρονα θεωρεί ότι παλεύει για τα δικαιώματα των (ελλήνων ή
έστω «νομίμων») εργαζομένων, είναι ένας απατεώνας - ή ένας ακόμα χρήσιμος
ηλίθιος. Το «μεταναστευτικό πρόβλημα», από την πλευρά της εργατικής τάξης, οφείλεται
στο γεγονός ότι το κράτος κρατά τους μετανάστες χωρίς χαρτιά για να ρίχνει τα
μεροκάματα και τα δικαιώματα, ή δεν τους αφήνει να πάνε στις χώρες που θέλουν,
για να εξυπηρετεί το διεθνή καταμερισμό εργασίας.
Ο Σαμαράς χθες, ο φερόμενος
ως επόμενος επικεφαλής του κυρίαρχου μπλοκ εξουσίας, ζήτησε από τους δικούς
του, με εντυπωσιακή ειλικρίνια, «να ανακαταλάβουνε τις πόλεις μας». Αυτός
προφανώς, έχει τους λόγους του να πιστεύει ότι με το να νομιμοποιεί τις
φασιστικές επιθέσεις, θα πάρει πίσω από την ακροδεξία μερικές αναγκαίες ψήφους.
Η αριστερά από την άλλη,
έχει κάθε λόγο να αντισταθεί σε αυτή την ανακατάληψη τόσο στους δρόμους, όσο
και στα λόγια· και αυτά σημαντικά είναι. Φαντάζεστε για παράδειγμα ένα αριστερό
κόμμα να ζητούσε με την ίδια καθαρότητα από τους εργαζόμενους να
«ανακαταλάβουνε» τις γειτονιές, τις δουλειές ή ακόμα και τη Βουλή; Ή να έθετε
την πάλη για την ενότητα των εργαζομένων στο επίκεντρο της πολιτικής της; Να
έλεγε πχ ότι δεν γουστάρει ούτε μία ψήφο ρατσιστή στις επόμενες εκλογές;