Του Γιάννη Αλμπάνη
«Κι εσείς τι
προτείνετε;» Το ερώτημα συνοδεύει σταθερά τις εξ αριστερών κριτικές στο
Μνημόνιο και την κοινωνική ερήμωση. Στην πραγματικότητα, δεν το θέτουν μόνοι
όσοι ειλικρινά αναζητούν εναλλακτικές προτάσεις, αλλά και όσοι υπονοούν δια της
ρητορικής ερώτησης ότι το Μνημόνιο, όσο επώδυνο για είναι, αποτελεί μονόδρομο,
δεδομένου ότι δεν υπάρχει άλλη επιλογή.
Το «κι εσείς τι προτείνετε» μπορεί να ηχεί εκνευριστικό όταν διατυπώνεται από τους Ηρακλείς της καθεστωτικής κοινοτοπίας στο Protagon, εντούτοις, αποτελεί το πιο χτυπητό σημάδι της αλλαγής (προς τα αριστερά) της πολιτικής συγκυρίας. Μέχρι πρόσφατα αυτό το ερώτημα δεν διατυπωνόταν ποτέ (ή τουλάχιστον διατυπωνόταν πολύ σπάνια), τόσο γιατί η συντριπτική πλειοψηφία ουδόλως ενδιαφερόταν για το ποιο ακριβώς πρόγραμμα υποστήριζε η Αριστερά, όσο και γιατί οι νεανικές πρωτοπορίες που εντάσσονταν στο κίνημα, περισσότερο το έπρατταν ορμώμενες από μια ηθική απόρριψη του καπιταλισμού και των ιεραρχικών σχέσεων, παρά από μια καλά θεμελιωμένη ιδεολογική τοποθέτηση. Το «κι εσείς τι προτείνετε» ανταποκρίνεται σε μια συγκυρία όπου ολοένα και περισσότεροι αντιλαμβάνονται ότι αυτό που όντως προτείνουν οι καθεστωτικές δυνάμεις είναι η συντεταγμένη πορεία από το κακό στο χειρότερο, πράγμα που έχει σα συνέπεια oλοένα και περισσότεροι να τείνουν ευήκοα ώτα στις αριστερές φωνές.
Το «κι εσείς τι προτείνετε» μπορεί να ηχεί εκνευριστικό όταν διατυπώνεται από τους Ηρακλείς της καθεστωτικής κοινοτοπίας στο Protagon, εντούτοις, αποτελεί το πιο χτυπητό σημάδι της αλλαγής (προς τα αριστερά) της πολιτικής συγκυρίας. Μέχρι πρόσφατα αυτό το ερώτημα δεν διατυπωνόταν ποτέ (ή τουλάχιστον διατυπωνόταν πολύ σπάνια), τόσο γιατί η συντριπτική πλειοψηφία ουδόλως ενδιαφερόταν για το ποιο ακριβώς πρόγραμμα υποστήριζε η Αριστερά, όσο και γιατί οι νεανικές πρωτοπορίες που εντάσσονταν στο κίνημα, περισσότερο το έπρατταν ορμώμενες από μια ηθική απόρριψη του καπιταλισμού και των ιεραρχικών σχέσεων, παρά από μια καλά θεμελιωμένη ιδεολογική τοποθέτηση. Το «κι εσείς τι προτείνετε» ανταποκρίνεται σε μια συγκυρία όπου ολοένα και περισσότεροι αντιλαμβάνονται ότι αυτό που όντως προτείνουν οι καθεστωτικές δυνάμεις είναι η συντεταγμένη πορεία από το κακό στο χειρότερο, πράγμα που έχει σα συνέπεια oλοένα και περισσότεροι να τείνουν ευήκοα ώτα στις αριστερές φωνές.
Τώρα λοιπόν μας ακούν, και τώρα, περισσότερο από ποτέ άλλοτε, είναι ανάγκη η Αριστερά να κάνει όσο πιο σαφές γίνεται το μήνυμα της. Γιατί τώρα δεν χρειάζεται πια να δώσει δυνάμεις για να πείσει ότι η κατάσταση είναι χάλια –η συντριπτική πλειοψηφία το ξέρει γιατί το ζει καθημερινά. Ούτε χρειάζεται να κάνει ιδιαίτερη προσπάθεια για να πείσει ότι είναι επείγουσα ανάγκη η αλλαγή πορείας –και αυτό το ξέρουν οι περισσότεροι, γι’ αυτό άλλωστε διατίθενται να ακούσουν τι έχει να πει η Αριστερά. Αν ανατρέξουμε στις αρχαιοελληνικές καταβολές της λέξης, θα θυμηθούμε ότι κρίση δεν είναι μόνο ο κλυδωνισμός του υπάρχοντος, αλλά και το σημείο καμπής όπου το υποκείμενο της δράσης θα πρέπει να κάνει μια επώδυνη επιλογή. Τώρα λοιπόν για τη μεν ελληνική κοινωνία είναι η ώρα της επιλογής, για τη δε Αριστερά η ώρα της παρουσίασης της επιλογής που προτείνει, με όσο πιο απλό, κατανοητό και πειστικό τρόπο γίνεται.
Οι δυσκολίες της επιλογής
Το να παρουσιάσει η Αριστερά την επιλογή που προτείνει δεν είναι απλό εγχείρημα, για τρεις βασικούς λόγους. Πρώτον, γιατί επί δύο τουλάχιστον δεκαετίες ο ορίζοντας της αριστερής πολιτικής ήταν η αντίσταση (ριζοσπαστική ή μετριοπαθής) και όχι ένα πρόγραμμα ανατροπής και μετασχηματισμού. Οι τάχα μου «προοδευτικές» προτάσεις κυβερνητικής υπευθυνότητας αποτέλεσαν (κι αποτελούν) εκφράσεις ενσωμάτωσης στο νεοφιλελεύθερο πλαίσιο, κι όχι αριστερά εναλλακτικά μοντέλα. Κατά συνέπεια, οι ίδιοι οι αριστεροί μοιάζουν να έχουν «ξεχάσει» τις θεμελιώδεις ιδεολογικές αναφορές της Αριστεράς. Δεύτερον, γιατί η ίδια ακριβώς κοινωνία που αγανακτεί με το Μνημόνιο και λοιδωρεί τους «πολιτικούς», αδυνατεί (ή τέλος πάντως αδυνατούσε έως τώρα) να φανταστεί μια οικονομική οργάνωση που δεν θα βασίζεται στα ιδεολογήματα του ανθρωποφαγικού νεοφιλελευθερισμού. Δεν είναι τυχαίο ότι οι ιδιωτικοποιήσεις είναι το μόνο μέτρο που το περιβάλλει σταθερά ως ένα βαθμό η κοινωνική συναίνεση. Ο τρίτος λόγος που εξηγεί τις δυσχέρειες της αριστερής πρότασης είναι ότι η Αριστερά δεν παίζει μόνη της στο αντιμνημονιακό τερέν. Μπορεί η άνευ όρων προσχώρηση του Σαμαρά στο μνημονιακό μπλοκ να άνοιξε πολιτικό χώρο, αλλά το πολιτικό σύστημα δείχνει γρήγορα ανακλαστικά στην κάλυψη του χώρου αυτού. Ξεκινώντας από την Άκρα Δεξιά και φτάνοντας στην Κενροαριστερά μπορεί κανείς να βρει τουλάχιστον πέντε κόμματα (Χρυσή Αυγή, Καμμένος, εσχάτως ΛΑΟΣ, Καστανίδης-Κατσέλη, ΔΗΜΑΡ) που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο στέκονται κριτικά ή απορρίπτουν το Μνημόνιο. Κι ενώ είναι σχετικά εύκολο να εγκαλέσεις για έλλειψη αξιοπιστίας όσους το εφάρμοσαν ή σκοπεύουν να το εφαρμόσουν (πρώτα ο Θεός…), δεν ισχύει το ίδιο για όσους από την αρχή το απέρριψαν ή για όσους στην πορεία δηλώσουν ότι βλέπουν πλέον το πράγματα με άλλο μάτι –και θα είναι πολλοί αυτοί…
Σε τι διαφοροποιείται λοιπόν η Αριστερά είτε από τους νεόκοπους αντιμνημομιακούς είτε από τη λαϊκίστικη-εθνικιστική κριτική του Μνημονίου;
Η σκοπιά της Αριστεράς
Η Αριστερά δεν είναι γενικά η παράταξη του αντι-Μνημονίου, αλλά μια παράταξη που βρίσκεται στην πρώτη γραμμή της μάχης ενάντια στο Μνημόνιο, από τη σκοπιά όμως ενός ορισμένου πολιτικού προγράμματος: από τη σκοπιά των εργαζομένων (ντόπιων και μεταναστών) και όχι της «εθνικής οικονομίας»∙ από τη σκοπιά της κοινωνικής δικαιοσύνης και όχι της (καπιταλιστικής) «ανάπτυξης»∙ από τη σκοπιά της πραγματικής (και γι’ αυτό άμεσης και συμμετοχικής) δημοκρατίας και όχι από αυτήν της «σωτηρίας της χώρας». Η «εθνική οικονομία», η «ανάπτυξη» και «η σωτηρία της χώρας» ανήκουν στο λεξιλόγιο όσων θέλουν να βρουν τρόπους για να διασώσουν το κλυδωνιζόμενο σύστημα. Για την Αριστερά η πάλη ενάντια στο ευρωπαϊκό διευθυντήριο και την κυβέρνηση των τραπεζιτών δεν είναι μόνο άρρηκτα συνδεδεμένη με την πάλη ενάντια στην ντόπια εργοδοσία, αλλά και με την επιδίωξη να εφαρμοστεί μια πολιτική αναδιανομής του πλούτου και αλλαγής αντίληψης για την παραγωγή. Η Αριστερά αντιπαλεύει το Μνημόνιο από τη σκοπιά της αντίθεσής της στον καπιταλισμό, και όχι από αυτήν της αναζήτησης μιας υποτιθέμενης εύρυθμης λειτουργίας του Στο επόμενο διάστημα, όσο θα είναι αναγκαίο να ξεσκεπαστεί η υποκρισία εκείνων απορρίπτουν το Μνημόνιο για να το εφαρμόσουν στην πράξη, άλλα τόσο πρέπει να καταγγέλλεται ο αντιμνημονιακός «αντιιμπεριαλισμός της πεντάρας» της λαϊκίστικης ακροδεξιάς (είτε της απροκάλυπτης είτε της ντροπαλής). Αν με τους πρώτους διατρέχουμε τον κίνδυνο της διαιώνισης της μνημονιακής πολιτικής, με τους δεύτερους μπορεί να ανοίξει για πρώτη φορά η πόρτα στο ενδεχόμενο της επιστροφής των μεσοπολεμικών βρικολάκων –άσε που οι βρικόλακες στο τέλος πάντες τα κάθε λογής μνημόνια εφαρμόζουν...
Λιτό, σαφές και σταθερό μήνυμα
Ωστόσο, η υπενθύμιση των διαφορών που χωρίζουν την Αριστερά με άλλες «αντιμνημονιακές» δυνάμεις δεν αρκεί για να κάνει την πρόταση της εύληπτη και πειστική. Είναι εξίσου σημαντικό το αριστερό μήνυμα να είναι λιτό, σαφές και σταθερά επαναλαμβανόμενο:
Λιτό, γιατί κανένας δεν μπορεί να θυμηθεί σχοινοτενείς και περίπλοκες τοποθετήσεις.
Σαφές, γιατί κανείς δεν αρκείται σε γενικόλογες απαντήσεις όταν τα ερωτήματα είναι τόσο ξεκάθαρα πιεστικά, όσο η ίδια η επιβίωσή του.
Σταθερά επαναλαμβανόμενο, γιατί αν η πολιτική πρόταση διαφοροποιείται κάθε βδομάδα είτε ως προς το περιεχόμενο είτε ως προς τη μορφή της, τότε πολύ απλά αυτοαναιρείται. Κάτι που είτε αλλάζει είτε κατά καιρούς αποσιωπάται, δεν μπορεί να γίνει πειστικό.
Με δυο λόγια, η Αριστερά πρέπει να έρθει σε ρήξη με την παράδοση του βερμπαλιστικού πολιτικού λόγου που τον καταλαβαίνουν μόνο οι μυημένοι, του «να τα πούμε όλα για να γίνουμε πολυσυλλεκτικοί» με το οποίο τελικά κανείς δεν αναγνωρίζει τον εαυτό του, του πολυσέλιδου προγράμματος που δεν παίζει κανένα πολιτικό ρόλο γιατί κανείς δεν μπαίνει στο κόπο να το διαβάσει, της ωριαίας πολιτικής ομιλίας της οποίας το περιεχόμενο κανένας δεν θυμάται μετά το τέλος της. Χρειαζόμαστε λίγα και καθαρά πράγματα, στα οποία να επιμένουμε.
Και αυτά τα λίγα πράγματα θα μπορούσαν να συνοψιστούν σε τέσσερις βασικούς άξονες:
1. Στην απόρριψη του Μνημονίου και την άρνηση πληρωμής του χρέους, ακόμα και αν αυτό σημάνει τη ρήξη με την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ευρώ.
2. Στην εθνικοποίηση του τραπεζικού συστήματος και την επιβολή μορατόριουμ στην αποπληρωμή των χρεών των εργαζόμενων, καθώς και των μικρομεσαίων επιχειρήσεων.
3. Στην αναδιανομή του εθνικού εισοδήματος μέσω της αποφασιστικής φορολόγησης του πλούτου και της δωρεάν πρόσβασης για όλους σε βασικές δημόσιες υπηρεσίες όπως η υγεία και η παιδεία.
4. Σε ένα επείγον πρόγραμμα καταπολέμησης της ανεργίας μέσω της αύξησης των δημόσιων επενδύσεων και της διευκόλυνσης των εργαζόμενων να πάρουν στα χέρια τους τη διοίκηση όσων επιχειρήσεων απειλούνται με λουκέτο.
Είναι προφανές ότι οι προαναφερθέντες άξονες δεν εξαντλούν την αριστερή πολιτική πρόταση –μπορεί μάλιστα ορισμένοι να τους κρίνουν ανεπαρκείς. Αποτελούν όμως ένα παράδειγμα του ότι αυτή η πρόταση όχι μόνο πρέπει, αλλά μπορεί να συνοψιστεί σε λίγες φράσεις. Έχουμε πράγματα να πούμε και μπορούμε να τα πούμε απλά και γρήγορα για να απαντάμε με πειστικότητα στο «κι εσείς τι προτείνετε». Ωστόσο, σε κάθε τέτοια απάντηση είναι απαραίτητο να προστίθεται μια απλή αλλά θεμελιώδης σημείωση: Όσα προτείνει η Αριστερά δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν από την ίδια, αλλά από τους ίδιους «τους από κάτω». Γιατί αυτό που διαφοροποιεί την Αριστερά από τον αστικό πολιτικό κόσμο, είναι ότι δεν θεωρεί τον εαυτό της σωτήρα των κατατρεγμένων, αλλά στηρίζεται στη θεμελιώδη πεποίθηση ότι «η απελευθέρωση της εργατικής τάξης είναι έργο της ίδιας». Η αριστερή πολιτική πρόταση δεν είναι όχημα ανάθεσης, αλλά πλαίσιο αυτοοργάνωσης και συλλογικής δράσης.