Της Σίσσυ Παπαδάκη (Από το Ποντίκι)
«Συμφωνούμε όλοι ότι αυτοί οι ξένοι πρέπει να φύγουν, έτσι δεν είναι;» είπε η 23χρονη Αθηνά (δεν τη λένε Αθηνά, αλλά έχει επίσης ένα αρχαιοελληνικό όνομα).
Οι υπόλοιποι την κοιτάξαμε με απορία. Όχι, φυσικά, επειδή πρώτη φορά ακούγαμε αυτήν την άποψη. Ο λόγος ήταν ότι πολλοί θα μπορούσαν να συμπεριλάβουν σε αυτούς «τους ξένους που πρέπει να φύγουν» και την ίδια. «Εγώ δεν είμαι ξένη» διαμαρτυρήθηκε. «Εγώ ήρθα 5 χρόνων. Εδώ μεγάλωσα. Εδώ είναι το σπίτι μου. Εδώ πήγα σχολείο. Εδώ έχω φίλους και δουλειά. Ούτε πώς είναι η Αλβανία δεν θυμάμαι». Και ούτε θέλει να θυμηθεί, όπως μας εξήγησε:
«Δεν έχω πάει όλα αυτά τα χρόνια στην Αλβανία. Ούτε θέλω να πάω ποτέ. Θέλω να πάω στο Παρίσι, στην Ισπανία, σε ένα σωρό μέρη. Όχι όμως εκεί».
Ούτε καν από περιέργεια για να δει το χωριό που γεννήθηκε, το μέρος όπου μεγάλωσαν οι γονείς της; «Ούτε καν για να δω τη γιαγιά μου. Μιλάω μαζί της στο τηλέφωνο και της λέω πως, αν θέλει να βρεθούμε, πρέπει εκείνη να έρθει εδώ».
Κι αν, όταν έρθει η γιαγιά, κάποιος από αυτούς που η ίδια υπερασπίζεται της επιτεθεί; Αν χτυπήσει και τον μπαμπά της; Αν τον βάλει – έστω – στον κατάλογο με «όλους αυτούς» που η ίδια θέλει να διώξει; «Μα, δεν είναι το ίδιο. Ο μπαμπάς μου ήρθε εδώ και δούλεψε σκληρά, δεν είναι σαν όλους αυτούς τους τεμπέληδες που βλέπετε».
Και πώς συμπεραίνει ότι «όλοι αυτοί» είναι τεμπέληδες, επικίνδυνοι ή ακόμα και ο λόγος που η οικονομική κρίση βαθαίνει συνέχεια; Μα φυσικά επειδή το ακούει κάθε μέρα, όπως όλοι όσοι ζούμε εδώ.
Και μπορεί να κουράζεται για να αποκτήσει την ελληνική ιθαγένεια, να μαζεύει και να ξαναμαζεύει χαρτιά, να πληρώνει και να ξαναπληρώνει δικηγόρους και χαρτόσημα και να κλαίει κάθε φορά που κάποιος γραφειοκράτης της φέρεται προσβλητικά, αλλά ούτε που θέλει να θυμηθεί ότι μέλη της οικογένειάς της έχουν ένα παρελθόν παρόμοιο με του «ξένου» παραδίπλα. Πολύ περισσότερο βέβαια δεν θέλει να σκεφτεί ότι μπορεί να έχουν και ένα μέλλον εξίσου δύσκολο. Κάνει δηλαδή αυτό που κάνουν και πολλές άλλες Ελληνίδες σαν εκείνη.