Δευτέρα 26 Νοεμβρίου 2012

Ο σύντροφος Πέπε και η συζήτηση περί προνομίων

Του Δημήτρη Γκιβίση


   Η αφορμή για αυτό το κείμενο ήταν οι συχνές αναφορές του τελευταίου διαστήματος από 
 τηλεοράσεις, εφημερίδες, μπλογκς κλπ- στον πρόεδρο της Ουρουγουάης Χοσέ Μουχίκα, γνωστό και ως Πέπε. Αναφορές που στο σύνολο τους επικεντρώθηκαν αποκλειστικά στον τρόπο ζωής του: μένει σε ένα αγρόκτημα, δεν έχει προσωπική φρουρά, οδηγεί έναν σκαραβαίο, δεν φοράει κουστούμι, και κρατάει μόνο τα 1.250 από τα 12.500 δολάρια του μισθού του. Και που με έναν πανομοιότυπο τρόπο έλεγαν «δείξτε μας επιτέλους έναν φτωχό πολιτικό για να τον κάνουμε θέαμα, είτε προς αποφυγή είτε προς μίμηση -διαλέγετε και παίρνετε».

Όμως κανείς δεν είπε ότι η εκλογή του πρώην Τουπαμάρο Πέπε, όπως και αυτές των Τσάβες, Κορέα, Μοράλες, Λούγο, Ουμάλα, είναι ένα ακόμα δείγμα των μεγάλων ανατροπών που έγιναν τα τελευταία χρόνια, και εξακολουθούν να γίνονται, στην Λατινική Αμερική. Ότι απεικονίζει τους αγώνες των λαών για πολιτική, οικονομική, και κοινωνική απελευθέρωση. Ότι αποτελεί μια τεράστια νίκη του ενωτικού αριστερού συνασπισμού «Διευρυμένο Μέτωπο», ένας φάρος αντίστασης ενάντια στην αποικιοκρατία, την λεηλασία του φυσικού πλούτου, την ξένη εξάρτηση και την πολιτική αποσταθεροποίηση. Ούτε καν τα προσχήματα δεν σκέφτηκαν να κρατήσουν οι πάσης φύσεως διαμορφωτές της κοινής γνώμης, έστω, αυτά τα ελάχιστα που απορρέουν από τους κανόνες της αντικειμενικής ενημέρωσης που οι ίδιοι αρέσκονται να διαφημίζουν.

Φυσικά δεν είχα καμία απαίτηση να αναφερθούν στα δεκατέσσερα χρόνια της φυλάκισής του, στα δύο χρόνια απομόνωσής του στον πάτο ενός πηγαδιού, στις πολύμηνες απεργίες πείνας, στη θρυλική δραπέτευση μαζί με 104 συντρόφους του από την φυλακή Πούντα Καρέτας, στα φρικτά βασανιστήρια του ίδιου και της συντρόφισσάς του πρώην αντάρτισσας Λουσίας Τοπολάνσκι. Ούτε στην «έφοδο στον ουρανό» που έγινε στις 8 Οκτωβρίου του 1969, στην μνήμη των δυο χρόνων από τη δολοφονία του Τσε Γκεβάρα, στην πόλη Πάντο, όταν ο Πέπε μαζί με μια ομάδα Τουπαμάρος ξεφτίλισαν το καθεστώς του Χόρχε Πατσέκο, αφού μέσα σε λίγη ώρα κατάφεραν να εισβάλουν στο αστυνομικό τμήμα, στον πυροσβεστικό σταθμό, στο τηλεφωνικό κέντρο και σε αρκετές τράπεζες, πήραν εκατοντάδες όπλα και 400.000 δολάρια, και έφυγαν με μια καμουφλαρισμένη πομπή αυτοκινήτων που έμοιαζε με κηδεία. Και φυσικά, δεν είπαν λέξη για την καθοδηγούμενη από τις ΗΠΑ «Επιχείρηση Κόνδορας» που είχε ως στόχο την εξόντωση των αντάρτικων κινημάτων, ούτε για τα αιμοσταγή ειδικά σώματα Εσκουαδρόν ντε λα Μουέρτε που έσφαξαν χιλιάδες, επί το πλείστον αριστερούς, Ουρουγουανούς. Άλλωστε, αυτά είναι ψιλά γράμματα σε μια εποχή που διάφοροι κύκλοι πασχίζουν να αναθεωρήσουν την ιστορία και τους αγώνες των λαών. Πόσο μάλλον, όταν υπάρχουν ακόμα και κάποιοι αθεράπευτοι που επιμένουν, εξακολουθώντας να γοητεύονται από εκείνο το παλιό σύνθημα των Τουπαμάρος: «Οι λέξεις μάς χωρίζουν, η δράση μάς ενώνει».

Ένας πρόεδρος που ζει με τον σκύλο και τις κότες του είναι λοιπόν ο Πέπε, ένας τυχαίος κάποιος, απογυμνωμένος από κάθε ιδεολογικό μανδύα, χωρίς παρόν και παρελθόν, που δεν συμμετείχε ποτέ του σε τίποτα. Έτσι όπως πρέπει να είναι οι «σωστοί πολιτικοί», αποστειρωμένοι, που το μόνο για το οποίο πρέπει να σκανδαλίζονται οι εξαθλιωμένοι είναι ο ψηλός μισθός τους και τίποτε άλλο. Ωστόσο, από όλη αυτήν την κουβέντα, όπως και πολλές άλλες παρόμοιες, σχετικά με τα προνόμια των πολιτικών, θεωρώ ότι αναδύονται τρία σημεία στα οποία και θα αναφερθώ.

Η ισοπεδωτική αντίληψη

Είναι προφανές, ότι η συγκεκριμένη συζήτηση συσκοτίζει τις πραγματικές αιτίες που σχετίζονται με το κοινωνικό ζήτημα. Τόσο αυτές που αφορούν το γενικό πλαίσιο (καπιταλισμός, εκμετάλλευση, κλπ), όσο και εκείνες που έχουν σχέση με το ειδικότερο στην συγκυρία της κρίσης (χρηματοπιστωτικός τομέας, χρέος, κλπ). Η ενασχόληση με τον περιορισμό των προνομίων είναι μια διαδικασία που διαχωρίζει πλήρως τα πρόσωπα από τις πολιτικές που ασκούν, είναι ένας βίαιος ολοκληρωτισμός που εξισώνει τους πάντες, και αθωώνει όλους για όλα εκτός από ένα: το γεγονός ότι είναι υψηλά αμειβόμενοι. Έτσι καλλιεργείται και αναπαράγεται μια απολιτική σκέψη που λέει: «μου είναι αδιάφορο τι κόσμο θέλετε να οικοδομήσετε, δεν με απασχολεί τι νόμους ψηφίζετε, το μόνο που θέλω είναι να σας πληρώνω λιγότερα». Μια κυνική αντίληψη που ενισχύει ισοπεδωτικές δοξασίες του τύπου «όλοι είναι ίδιοι», και που αναδεικνύει ως κυρίαρχη επιθυμία/διεκδίκηση το να έχουν «οι όλοι που μοιάζουν» όσο το δυνατόν λιγότερα προνόμια. Σε αυτήν την μονότονη παρέλαση των φαντασμάτων, άπου οι παρελαύνοντες έχουν την αυταπάτη ότι είναι αυτοί που βάζουν τους όρους του παιχνιδιού, το μοναδικό αίτημά τους για να συνεχίσουν να αποδίδουν τιμές στους επίσημους είναι το να χαμηλώσει λίγο το βάθρο τους. Οι κραυγές τους επιτείνουν την αιχμαλωσία τους σε ένα ξένο είδωλο, αιχμαλωσία σαν αυτή του σκλάβου, που παραιτημένος από την διεκδίκηση της δικής του ελευθερίας υπερασπίζεται με σθένος την ύπαρξη του αφέντη του.

Η αντιχειραφετητική διάσταση

Ακολούθως, μια τέτοια συζήτηση είναι προφανές ότι ενισχύει την εκπροσώπηση και αποδυναμώνει το οποιαδήποτε αμεσοδημοκρατικό πείραμα. Και συγχρόνως, σηματοδοτεί αποδοχή της άποψης ότι οι αποκαλούμενοι εκπρόσωποι δικαιούνται να απολαμβάνουν πλήθος προνομίων, φτάνει μόνο το ύψος τους να μην προκαλεί τον «αγανακτισμένο λαό», τον «απλό κοσμάκη» που υποφέρει. Είναι μια αντίληψη που οδηγεί στο κλείσιμο της συμμετοχής, που κάνει ακόμα πιο απειλητικά τα όρια που βάζει το κράτος απέναντι στην κοινωνία, που ωθεί στην καθήλωση και την παραίτηση, μα και στην κυνική αναζήτηση ανέλιξης μέσα στους μηχανισμούς με την προσδοκία του μελλοντικού ανταλλάγματος για τις προσφερόμενες υπηρεσίες. Αποτελεί προτροπή σε μια σαφή αντιχειραφετητική πρακτική μη πολιτικής, που κατευθύνει στην απεμπόληση του δικαιώματος των ανθρώπων να δημιουργούν/επινοούν γεγονότα συμμετέχοντας, και να κάνουν πολιτική παντού, πάντα και με κάθε τρόπο. Επιπλέον, η αντίληψη αυτή ενθαρρύνει την ανάθεση του δικαιώματος αυτού στους «ειδικούς» της εξουσίας, γεγονός που σημαίνει άρνηση της απαλλαγής από την αλλοτρίωση, άρνηση της γοητευτικής αταξίας που γεννάει η δύναμη του πραγματικού, άρνηση του σπίρτου που διαλύει το σκοτάδι, άρνηση έμπνευσης από τις εξεγέρσεις του κόσμου για να κάνουμε και τη δική μας εξέγερση. Με την υποταγή τους οι υποτελείς δηλώνουν αποδοχή του υφιστάμενου στάτους κβο, ενώ παράλληλα επιτείνεται ο φαντασιακός εγκλεισμός τους σε μια φυλακή που θεωρείται ως ο αναγκαίος προορισμός των ανθρώπων προκειμένου να διαιωνίζεται η καπιταλιστική κυριαρχία. Μια φυλακή, όπου οι σκιές έχουν επιφορτιστεί να ελέγχουν ανελλιπώς την ομαλή διαφύλαξη της «τάξης» και της υποταγής των πειραματόζωων.

Τα επιτρεπτά όρια

Είναι προφανές, ότι το πλαίσιο της προαναφερόμενης συζήτησης καθορίζεται από το κράτος, που όχι μόνο την επιδιώκει, αλλά είναι και αυτό που θέτει τα σαφή και αδιαπραγμάτευτα όρια εντός των οποίων διεξάγεται ο σχετικός διάλογος. Τα επιτρεπτά όρια που δεν αγγίζουν τα προκαθορισμένα άβατα. Η αναζήτηση λοιπόν των αποδιοπομπαίων τράγων που αποτελεί μέγα σκάνδαλο η μισθοδοσία τους -και όχι αυτός καθαυτός ο ρόλος του καθενός, είναι εμφανές ότι περιορίζεται κάθε φορά αυστηρά μόνο σε αυτούς που το κράτος υποδεικνύει, σε εκείνους που ο «λαός» πρέπει να στρέψει την οργή του. Και στην σημερινή συγκυρία, και αφού προηγήθηκε όλη αυτή η κανιβαλική συζήτηση για τους υψηλόμισθους συνδικαλιστές, δημόσιους υπαλλήλους και συνταξιούχους που «διόγκωσαν το χρέος», τη γενιά των 700 που «εμποδίζει την εθνική ανταγωνιστικότητα» κλπ, ο κλήρος πέφτει συλλήβδην στους πολιτικούς, γιατί είναι αυτοί που «μαζεύουν» όλη την αγανάκτηση των πληβείων εναντίον του πολιτικού συστήματος, η οποία πρέπει όμως με κάθε τρόπο να ελεγχθεί για να μην μετατραπεί επ΄ ουδενί σε κοινωνική αντίδραση, δηλαδή σε πολιτική. Ένα πρόσφατο χαρακτηριστικό παράδειγμα τού πως αναπαράγεται αυτό το σχήμα, ήταν τα αλλεπάλληλα τρολλαρίσματα που έκαναν στη Βουλή νεοδημοκράτες και χρυσαυγίτες βουλευτές, όπου μέσα σε ένα πλαίσιο ιδεολογικής ενδοσυνεννόησης μιλούσαν για τους μισθούς και τα ρολόγια τους, με έναν συμβολισμό που έλεγε «χτυπήστε εμάς, θυσιαζόμαστε, αλλά κάτω τα χέρια σας από το σύστημα που υπηρετούμε». Μια φωνή (από) μέσα και ενάντια, ενδεικτική της παρακμής ενός συστήματος που αποθεώνει τον νεοφιλελευθερισμό ενώ συγχρόνως πλήττεται από τις ακραίες συνέπειές του.