Πέμπτη 12 Απριλίου 2012

Π.Σκουρλέτης στο tvxs.gr: Την επομένη των εκλογών η Αριστερά θα έρθει αντιμέτωπη με τον κόσμο της


11 Απρ 2012 | tvxs



Την πεποίθηση ότι, παρ’ όλες τις στρατηγικές διαφορές ανάμεσα στα κόμματα της Αριστεράς, το ΚΚΕ και η ΔΗΜΑΡ θα έπρεπε να ανταποκριθούν στη σημερινή «ιστορική πρόκληση» και να κάνουν πράξη την πολιτική σύγκλιση του ευρύτερου χώρου εκφράζει ο εκπρόσωπος Τύπου του ΣΥΡΙΖΑ Πάνος Σκουρλέτης, λέγοντας χαρακτηριστικά ότι την επομένη των εκλογών ο κόσμος που εμπιστεύτηκε την Αριστερά θα τη ρωτήσει με ποιον τρόπο θα αξιοποιήσει την ενισχυμένη καταγραφή της. Θεωρώντας ότι οι τελευταίες κυβερνήσεις Παπανδρέου και Παπαδήμου ούτε ήθελαν λόγω νεοφιλελεύθερων απόψεων, ούτε μπορούσαν ελέω Siemens να βάλουν «φρένο» στις απαιτήσεις των δανειστών, ο ίδιος εκτιμά πως είναι δυνατή μία απεμπλοκή της χώρας από το Μνημόνιο χωρίς έξοδο από το Ευρώ. Τι δηλώνει για την απόφαση του Μετώπου να μην «κατεβεί» στις εκλογές, την απεργία της ΠΝΟ αλλά και το Μεταναστευτικό.

Είναι σε εξέλιξη η πολύκροτη, όπως αυτή έχει αναδειχθεί, απεργία στην ακτοπλοϊα. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει ταχθεί υπέρ της κινητοποίησης. Πώς τοποθετείται, ωστόσο, σε σχέση με τις αντιδράσεις τις οποίες προκαλεί η απεργία, όχι σε πολιτικό αλλά σε κοινωνικό επίπεδο, με την έννοια ότι φορείς και πολίτες οι οποίοι εμπλέκονται στον τουρισμό, στη γεωργία και στις μεταφορές, ή είναι απλοί επιβάτες, επικαλούνται αφενός τις οικονομικές δυσκολίες της συγκυρίας αφετέρου τη χρονική στιγμή κατά την οποία πραγματοποιείται αυτή η κινητοποίηση, δηλαδή μέσα στη Μεγάλη Εβδομάδα.


Καταρχήν, δεν υπάρχει απεργία χωρίς κόστος. Διαφορετικά, δεν θα είχε και νόημα μία κινητοποίηση. Ιδίως όταν μία απεργία αφορά στις συγκοινωνίες και πραγματοποιείται κατά τη διάρκεια των εορτών του Πάσχα, και επιπλέον σχετίζεται με τη διακίνηση των εποχικών αγροτικών προϊόντων, αντιλαμβάνεστε ότι οι επιπτώσεις είναι πραγματικές και αρκετά σοβαρές. Το θέμα, όμως, είναι ποιος έχει την ευθύνη για αυτό που γίνεται. Την ευθύνη δεν έχουν εκείνοι οι οποίοι δικαίως απεργούν, καθώς κυριολεκτικά σμπαραλιάζεται ο κλάδος και το ταμείο τους (βλέπετε ότι όλες οι ομοσπονδίες των εργαζομένων στον ναυτιλιακό χώρο τάσσονται υπέρ των αιτημάτων και της ίδιας της απεργίας). Την ευθύνη την έχει η κυβέρνηση η οποία, στο πλαίσιο της γενικότερης ισοπεδωτικής «μνημονιακής» πολιτικής της, επιλέγει να συγκρουστεί για άλλη μια φορά, αδιαφορώντας για τις υπαρκτές κοινωνικές επιπτώσεις μιας ανάλογης κινητοποίησης.

Όσον αφορά στις πολιτικές εξελίξεις ενόψει των εκλογών, πώς ερμηνεύετε τις δημοσκοπήσεις οι οποίες βρίσκουν το φως της δημοσιότητας; Η τελευταία έρευνα της GPO καταγράφει ένα ποσοστό πρόθεσης ψήφου στο ΣΥΡΙΖΑ της τάξης του 6,2%. Λαμβάνετε υπόψη αυτές τις δημοσκοπήσεις; Τι  κρατάτε από αυτές, ιδίως σε σχέση με τις δικές σας επιδόσεις;

Νομίζω ότι η συγκεκριμένη έρευνα διαμορφώνει μια εικόνα η οποία είναι λίγο διαφορετική σε σχέση με τις προηγούμενες. Προσωπικά, δεν μπορώ να κρίνω την αξιοπιστία της. Το βέβαιο είναι ότι όπως λένε και οι ίδιοι οι άνθρωποι οι οποίοι διεκπεραιώνουν τις δημοσκοπήσεις, ένας πολύ μεγάλος αριθμός πολιτών δεν απαντάει στις ερωτήσεις. Και δεν το κάνει από αδιαφορία αλλά από πολιτική στάση. Κατά συνέπεια, οπωσδήποτε πρέπει να λαμβάνει κανείς υπόψη τα συμπεράσματα, αλλά οφείλει να κρατάει «μικρό καλάθι». Πάντως, σύμφωνα με την αίσθηση η οποία προκύπτει και από τις δημοσκοπήσεις και κυρίως μέσα από την επαφή με τον κόσμο, η μεγάλη πλειοψηφία της κοινωνίας έχει συνειδητοποιήσει ότι η «μνημονιακή» πολιτική αποτελεί αδιέξοδο, την αρνείται, και ταυτόχρονα αναζητά να υπάρξει μια εναλλακτική πολιτική διέξοδος. Φαίνεται ότι έχουμε περάσει ανεπιστρεπτί σε μία φάση υποχώρησης και αποδόμησης του δικομματισμού. Αυτό οπωσδήποτε θα αποτυπώσει τελικά εκλογικά αποτελέσματα τα οποία θα συνιστούν μια νέα πραγματικότητα στον πολιτικό χάρτη, τροφοδοτώντας πια νέες δυναμικές και εξελίξεις την επόμενη των εκλογών, σε συνδυασμό πάντοτε με τα παρόντα υπαρκτά κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα.

Είστε σε θέση να προβείτε σε μια εκλογική πρόβλεψη; Ποιο μετεκλογικό πολιτικό σκηνικό μπορείτε να «δείτε»;

Θεωρώ πως θα έχουμε μία ενισχυμένη καταγραφή της Αριστεράς σε όλες τις εκφράσεις της. Ταυτόχρονα, όμως, θα έχει χαθεί η ευκαιρία να υπάρξει μία συστράτευση σε ένα ενιαίο αντιμνημονιακό αντινεοφιλελεύθερο μέτωπο και να αποκτηθεί μία νέα δυναμική. Παρ’ όλα αυτά, το ζήτημα θα τεθεί για την Αριστερά και την επομένη των εκλογών, διότι τα προβλήματα θα είναι παρόντα και οι πολίτες οι οποίοι την εμπιστεύτηκαν θα της θέσουν το ερώτημα πώς θα αξιοποιήσει αυτή την αυξημένη καταγραφή την οποία καταδεικνύουν όλες οι δημοσκοπήσεις και η γενικότερη αίσθηση των πραγμάτων.  Άρα, πάλι θα τεθεί το ζήτημα της συστράτευσης σε μία αντιμνημονιακή αντινεοφιλελεύθερη πλατφόρμα. Από την άλλη πλευρά, νομίζω ότι θα αποτελεί θετική εξέλιξη εάν οι δυνάμεις του Μνημονίου δεν κατορθώσουν να λάβουν πάνω από 151 έδρες στη Βουλή και αποτελέσουν βέβαια μειοψηφία στο εκλογικό σώμα (κάτω από 50%). Αυτό θα δημιουργήσει ένα σκηνικό το οποίο ενδεχομένως να οδηγήσει στη διαμόρφωση εναλλακτικών δρόμων απέναντι στη σημερινή κατάσταση.

Το ΚΚΕ και η ΔΗΜΑΡ αρνήθηκαν την πρόταση για εκλογική συνεργασία, έστω και μόνο στις μονοεδρικές, μιλώντας για μία «επικοινωνιακού τύπου» πρωτοβουλία. Εσείς,  λοιπόν, δεν θεωρείτε ότι οι διαφορές ανάμεσα στο ΣΥΡΙΖΑ, στο ΚΚΕ και στη ΔΗΜΑΡ είναι τέτοιες ώστε να καθιστούν αδύνατη μία πραγματική πολιτική σύγκλιση; Με την έννοια ότι ναι μεν και οι τρεις δυνάμεις αντιδρούν στην ασκούμενη πολιτική, ωστόσο, το κάνουν από διαφορετική σκοπιά.

Στις παρούσες συνθήκες, στην ιστορική καμπή την οποία διανύει αυτή τη στιγμή ο τόπος λόγω της εφαρμογής του Μνημονίου, η πραγματικότητα είναι τέτοια που επιβάλλει μία συστράτευση όλων αυτών των δυνάμεων. Στρατηγικές διαφορές υπήρχαν και υπάρχουν. Αλλά είναι τόσο μεγάλη η ανάγκη να ανατραπεί αυτή η πολιτική και είναι τόσο μεγάλη η αξίωση της κοινωνίας να αναζητηθεί ένας εναλλακτικός δρόμος, ώστε ο καθένας θα έπρεπε να ανταποκριθεί σε αυτή την ιστορική πρόκληση και να μπορέσει να βρει τον κοινό τόπο, ο οποίος -πιστέψτε με- είναι πάρα πολύ μεγάλος σε πολύ κρίσιμα ζητήματα. Όλα αυτά, πάντως, νομίζω ότι θα κριθούν από τον ίδιο τον κόσμο.

Από την άλλη πλευρά, το Μέτωπο Ανατροπής και Αλληλεγγύης, με επικεφαλής τον κ. Αλέκο Αλαβάνο, αποφάσισε πως δεν έχει νόημα να κατέλθει αυτόνομο στις επικείμενες εκλογές, επικαλούμενο την ανάγκη να σχηματιστεί ένα ενωτικό ριζοσπαστικό ψηφοδέλτιο της Αριστεράς. Πώς τοποθετείται ο ΣΥΡΙΖΑ απέναντι σε αυτή τη θέση;

Εδώ πρόκειται για μία ιδιότυπη περίπτωση, διότι ως γνωστό το μεγαλύτερο μέρος των δυνάμεων οι οποίες παρακολουθούσαν το Μέτωπο (όπως ΚΟΕ, ΚΕΔΑ, ΑΠΟ) συμμετείχαν όλο το προηγούμενο διάστημα, και συμμετέχουν και σε αυτή την εκλογική μάχη, στο ΣΥΡΙΖΑ . Άρα, θεωρώ ότι αυτή η τοποθέτηση έχει να κάνει περισσότερο με μία προβληματική εντός του Μετώπου και δεν προσθέτει κάτι καινούριο. Πρόκειται, με άλλα λόγια, για μία πορεία των πραγμάτων η οποία λύθηκε πια από την ίδια τη ζωή.

Πώς περιγράφετε συνοπτικά την εισήγηση του ΣΥΡΙΖΑ για τις βασικές κινήσεις οι οποίες πρέπει να γίνουν την επομένη των εκλογών στο πεδίο της οικονομίας και των υποχρεώσεων της χώρας με βάση τα μνημόνια για τις δανειακές συμβάσεις;

Πρώτα απ’ όλα, καταγγελία και απεμπλοκή από το Μνημόνιο με έναρξη μιας ισχυρής επιθετικής διαπραγμάτευσης, έτσι ώστε να βρεθεί μία ευρωπαϊκού χαρακτήρα και περιεχομένου λύση για το θέμα της αντιμετώπισης του ελληνικού χρέους. Στο πλαίσιο -αν θέλετε- και της ανάγκης να υπάρξει μία συνολική διαφορετική αντιμετώπιση του δημόσιου χρέους όλων των χωρών της Ευρώπης, με σκοπό βέβαια τη διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του, ώστε να καταστεί βιώσιμο.

Βεβαίως, αυτό θα πρέπει να συνοδεύεται από την υιοθέτηση μιας αναπτυξιακής πολιτικής η οποία θα προστατεύει την εργασία, κατά προτεραιότητα εκείνες τις δυνάμεις που όλο το προηγούμενο διάστημα έχασαν, ήταν στο όριο της φτώχειας και βρέθηκαν κάτω από αυτό, οι χαμηλόμισθοι, οι χαμηλοσυνταξιούχοι. Θα αποκαθιστά την ενίσχυση των ανέργων, καθώς σημειώθηκε μία ιδιαίτερα δραστική μείωση των επιδομάτων ανεργίας. Θα ανατρέπει όλο αυτό το θεσμικό, αντιεργατικό, νομικό πλαίσιο το οποίο ψηφίστηκε και ουσιαστικά καταργεί το status των εργασιακών σχέσεων έτσι όπως αυτό είχε διαμορφωθεί τις τελευταίες 10ετίες (συλλογικές συμβάσεις, δυνατότητα απολύσεων).

Επιπλέον, θα πρέπει η χώρα μας να απαντήσει στο θέμα της αλλαγής του χάρτη του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Πράγμα που σημαίνει ότι αυτή η χρηματοδότηση - επανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών με χρήματα του ελληνικού Δημοσίου, δηλαδή της κοινωνίας, θα πρέπει να σταματήσει. Και εν πάση περιπτώσει, από τη στιγμή που θα συνεχίσει, θα πρέπει να μεταφραστεί στην αλλαγή του ιδιοκτησιακού καθεστώτος, με το να περάσουν οι τράπεζες -οι ιδιοκτήτες και οι μεγαλομέτοχοι των οποίων δεν βάζουν «το χέρι στην τσέπη»- σε δημόσιο και κοινωνικό έλεγχο.

Ταυτόχρονα, θα πρέπει η ελληνική κοινωνία να εκπονήσει πια ένα σχεδιασμό με βάση τα συγκριτικά της πλεονεκτήματα. Να ξαναδούμε τι σημαίνει αγροτικός τομέας, τον οποίο πρέπει να ανακαλύψουμε με βάση τα χαρακτηριστικά της χώρας. Να ξαναδούμε τι σημαίνει τουριστικό προϊόν, σε μια βάση η οποία δεν θα υποθηκεύει το περιβάλλον και μεσοπρόθεσμα την ίδια τη βιωσιμότητα της τουριστικής ανάπτυξης. Και πολλά άλλα.

Σε αυτό το σχεδιασμό περιλαμβάνονται και αλλαγές στο Δημόσιο;

Όλα αυτά προϋποθέτουν ότι θα υπάρχει ένας επαναθεμελιωμένος δημόσιος τομέας ο οποίος θα καλύπτει τις πραγματικές κοινωνικές ανάγκες και δεν θα αποτελεί εξάρτημα ενός δικομματικού πελατειακού συστήματος, όπως έκανε τα προηγούμενα χρόνια. Ανεξάρτητα από το εύρος του, ο δημόσιος τομέας λειτουργούσε με κύριο μέλημα την αναπαραγωγή του δικομματικού πολιτικού συστήματος και βέβαια αντιμετωπιζόταν ως λάφυρο αυτού του συστήματος.

Σύμφωνα με τη βασική κριτική η οποία ασκείται στην πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ, λόγω των πολιτικών συσχετισμών στην ΕΕ και εξαιτίας της δεινής θέσης στην οποία έχει περιέλθει η χώρα, δεν υπάρχουν περιθώρια διαπραγμάτευσης ή ελιγμού σε σχέση με το οικονομικό πρόγραμμα το οποίο έχει αποφασιστεί για την Ελλάδα. Πώς απαντάτε σε αυτό σε σχέση και με το κατά πόσο ο ΣΥΡΙΖΑ συζητά την έξοδο από το Ευρώ ως επιλογή για την έξοδο από την κρίση;

Δεν είναι επιλογή μας η έξοδος από το Ευρώ. Το μεγαλύτερο ιστορικό έγκλημα το οποίο έχει διαπραχθεί στην μεταπολιτευτική τουλάχιστον Ελλάδα είναι ότι οι κυβερνήσεις Παπανδρέου και Παπαδήμου δεν θέλησαν και δεν μπόρεσαν να επιχειρήσουν την οποιαδήποτε διαπραγμάτευση. Πρώτα απ’ όλα, ήταν ταυτισμένες με το περιεχόμενο, τη φιλοσοφία και την πολιτική του Μνημονίου, την οποία συναποφάσισαν με τους δανειστές μας και τα ισχυρά οικονομικά κέντρα της Ευρώπης. Φάνηκε πως όλα αυτά προϋπήρχαν προτού ακόμη έρθει η κυβέρνηση Παπανδρέου στα πράγματα. Επιπλέον, επρόκειτο για ένα πολιτικό προσωπικό το οποίο -ήταν γνωστό στην υπόλοιπη Ευρώπη- κατά καιρούς είχε αποτελέσει αντικείμενο διαφθοράς, αντικείμενο «λαδώματος». Είναι αλήθεια όσα λέγονται ότι σε διάφορες συναντήσεις ο Σόιμπλε έβαζε πάνω στο τραπέζι τη λίστα των ανθρώπων τους οποίους είχε χρηματοδοτήσει η Siemens τις προηγούμενες 10ετίες και η οποία αφορούσε τα στελέχη των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ. Πώς μπορεί λοιπόν να διαπραγματευτεί κανείς υπό τις παραπάνω συνθήκες;

Επιπλέον,  αυτοί οι άνθρωποι δεν είχαν καμιά πολιτική νομιμοποίηση. Δεν εξέφραζαν τίποτα στην ελληνική κοινωνία, ήταν και είναι απομονωμένοι. Το μεγαλύτερο «όπλο» μιας αντιμνημονιακής αντινεοφιλελεύθερης κυβέρνησης θα είναι η ίδια η κοινωνία και η θέληση για έναν διαφορετικό δρόμο. Πράγμα το οποίο προφανώς αποτελεί μία πορεία σύγκρουσης.

Επίσης, πρέπει να κρατήσουμε αυτό το οποίο σε διάφορες φάσεις έχουν δηλώσει οι ίδιοι οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι, με πρώτη τη Μέρκελ (και το Σόιμπλε), δηλαδή ότι θα ήταν επώδυνο για την ίδια τη γερμανική οικονομία και για το σύνολο της ευρωπαϊκής οικονομίας μία ενδεχόμενη αποπομπή της Ελλάδας από το Ευρώ. Είναι τέτοια η πραγματικότητα των οικονομιών, είναι τόσο αλληλένδετη, ώστε αν η Ελλάδα έφευγε από το Ευρώ, αυτό θα δημιουργούσε ανεπανόρθωτες ζημιές στην ευρωπαϊκή οικονομία, ένα ντόμινο επιπτώσεων με απρόβλεπτες συνέπειες για την ίδια την υπόσταση της Ευρώπης. Η συγκεκριμένη παράμετρος αποτελεί, λοιπόν, και ένα διαπραγματευτικό «χαρτί».

Ενόψει των εκλογών, παρακολουθούμε υψηλούς τόνους γύρω από το Μεταναστευτικό. Από τη μία πλευρά το πρόβλημα είναι υπαρκτό και για τους ίδιους τους μετανάστες και για τους Έλληνες, από την άλλη πλευρά υπάρχει η ανάγκη να προφυλαχθούν τα ανθρώπινα δικαιώματα και δη τα δικαιώματα των προσφύγων. Ποια μπορεί να είναι η λύση;

Η λύση συνδέεται με έναν σχεδιασμό ο οποίος επιτέλους πρέπει να εκπονηθεί. Έξω από προεκλογικές σκοπιμότητες και πυροτεχνήματα, όπως αυτά τα οποία επιχειρούνται σήμερα. Αυτός ο σχεδιασμός θα βασίζεται στη γενικότερη -βαθύτατα ανθρωπιστική και αντιρατσιστική- προσέγγιση η οποία χαρακτηρίζει την Αριστερά, αλλά παράλληλα θα μεταφράζεται σε συγκεκριμένα μέτρα:

-Χορήγηση ταξιδιωτικών εγγράφων για όσους έχουν ως προορισμό την υπόλοιπη Ευρώπη (είναι γνωστό ότι η Ελλάδα αποτελεί χώρα εισόδου και όχι προορισμού). Αυτό θα πιέσει τις κεντρικές ευρωπαϊκές χώρες, ώστε να σχεδιάσουμε μία κοινή αντιμετώπιση του προβλήματος η οποία «δεν θα κλείνει τα μάτια» στη σημερινή πραγματικότητα η οποία θέλει τη χώρα να μετατρέπεται σε αυτό που ονομάζουμε «αποθήκη ψυχών». Οι άνθρωποι αυτοί περνούν από την Ελλάδα στην Ευρώπη, αλλά αναγκάζονται να επιστρέψουν ξανά στη χώρα (εισόδου), βάσει της συνθήκης «Δουβλίνο 2» η οποία θα πρέπει να καταργηθεί.

-Λειτουργία του συστήματος χορήγησης ασύλου για τις περιπτώσεις μεταναστών οι οποίοι το δικαιούνται. Πρόκειται για ανθρώπους που προέρχονται από χώρες στις οποίες έχουν σημειωθεί πραξικοπήματα, πόλεμοι ή εισβολές. Η Ελλάδα δεν έχει κάνει τίποτα για αυτό και, μάλιστα, έχει υποστεί αντίστοιχες καταδίκες από τα ευρωπαϊκά δικαστήρια.

-Καταγραφή των μεταναστών και παροχή υγειονομικής περίθαλψης και παρακολούθησης, έτσι ώστε να αποφεύγονται οι άθλιες συνθήκες διαβίωσης, οι οποίες λειτουργούν επιπλέον σε βάρος των ανθρώπων που ζουν γύρω τους, σε βάρος δηλαδή του ελληνικού στοιχείου, δημιουργώντας εκρηκτικές καταστάσεις.

-Σχέδιο αποφυγής συνθηκών γκετοποίησης, ιδιαίτερα στην Αθήνα και στις μεγάλες πόλεις, το οποίο θα φέρει τα αντίθετα αποτελέσματα από τα σημερινά φαινόμενα ερημοποίησης των αστικών κέντρων.

Την ίδια ώρα, παρατηρείται μία άνοδος στην απήχηση της ακροδεξιάς, η οποία μένει να αποδειχθεί και στη κάλπη. Είναι δεδομένες οι ευθύνες της πολιτείας και των κυβερνήσεων για τη σημερινή κατάσταση σε σχέση με το Μεταναστευτικό, πάνω στην οποία «πατά» η ακροδεξιά. Διαισθάνεστε ότι ευθύνεται και η Αριστερά σε ένα βαθμό για αυτή την εξέλιξη; Μήπως άφησε χώρο σε αυτές τις δυνάμεις, ενδεχομένως υποεκτιμώντας τις άμεσες και καθημερινές επιπτώσεις του φαινομένου στις τοπικές κοινωνίες;

Έτσι όπως διεξάγεται αυτή τη στιγμή η δημόσια συζήτηση, ουσιαστικά ενισχύει τις ακροδεξιές και ναζιστικές απόψεις. Μπορεί τελικά να μην κατόρθωσε να δημιουργήσει -όπως ήθελαν οι εμπνευστές αυτού του διαλόγου με τον τρόπο που άνοιξε- προβλήματα στην Αριστερά, αλλά προκαλεί όπως βλέπουμε μία ανακατανομή ανάμεσα στο συντηρητικό και στον ακροδεξιό χώρο, με ενδεχόμενο να μπει για πρώτη φορά στο ελληνικό κοινοβούλιο ένα ακραιφνώς ναζιστικό κόμμα. Αν εντοπίζω κάποιες ευθύνες στην Αριστερά, αυτές έχουν να κάνουν με το γεγονός ότι η απάντησή της κινούταν πολλές φορές σε θεωρητικό επίπεδο, χωρίς να συνειδητοποιεί ότι η ανάγκη για επιτόπου παρέμβαση στο πρόβλημα είναι αυτή η οποία μπορεί τελικά να υψώσει «τείχη» απέναντι στην ακροδεξιά ρητορεία και στα διάφορα είδη νεοναζιστικών φαινομένων και πρακτικών. Αυτό είναι κάτι το οποίο μπορεί η Αριστερά να αναγνωρίσει, στο μέτρο βέβαια που της αναλογεί, καθώς δεν ήταν εκείνη η οποία διαχειρίστηκε καταστάσεις.