Κώστας και η Αθανασία, ένα ζευγάρι που η πέμπτη δεκαετία της ζωής τους, τους έχει βρει στον δρόμο. «Είμαστε άστεγοι τα τελευταία δύο χρόνια, μένουμε στον δρόμο. Χάσαμε τις δουλειές μας και μας έκαναν έξωση. Στα παιδιά μας δεν έχουμε πει τίποτα, ντρεπόμαστε», λένε με βουρκωμένα μάτια. Ο κ. Κώστας ήταν για 14 χρόνια οδηγός σε μεταφορική εταιρεία, ενώ η κ. Αθανασία δούλευε ως κλινική διαιτολόγος. Οι κόρες τους δεν γνωρίζουν το παραμικρό για τη δραματική τροπή που έχει πάρει η ζωή τους, καθώς, εκτός από την ντροπή που νιώθουν, προσπαθούν να μην τις επιβαρύνουν οικονομικά.
«Αποφεύγουμε όσο μπορούμε να βλέπουμε τα παιδιά μας. Κάποτε βγαίναμε για έναν καφέ μαζί τους, τώρα ούτε αυτό μπορούμε να κάνουμε. Δεν θέλουμε να μας δουν σε αυτήν την κατάσταση εκμυστηρεύονται και προσθέτουν: «Τραβάμε απίστευτη ταλαιπωρία. Δεν έχουμε τα βασικά, ένα σπίτι, μία τηλεόραση, δεν έχουμε νερό για να κάνουμε μπάνιο. Τώρα μας έδωσε κάποιος φίλος ένα ευρώ και πήγαμε να πάρουμε τσιγάρα. Από τα παράνομα, μόνο αυτά μπορούμε...» Κάθε μεσημέρι βρίσκονται στο συσσίτιο του Δήμου Αθηναίων προσπαθώντας να επιβιώσουν στοιχειωδώς. Ένα συσσίτιο όμως που είναι «για τα μάτια του κόσμου», όπως χαρακτηριστικά λένε, καθώς οι μικρές μερίδες που διατίθενται, δεν επαρκούν ούτε για... νήπιο. Το όνειρό τους είναι να μαζέψουν λεφτά για να επιστρέψουν στο χωριό, να κάνουν μία νέα αρχή. Μέχρι τότε όμως έχουν να αντιμετωπίσουν άλλον έναν δύσκολο χειμώνα. Τουλάχιστον έχουν ο ένας τον άλλον. «Είμαστε μαζί στη ζωή, μαζί και στο δρόμο», λένε με μία φωνή.
«Ο Έλληνας έχει χάσει την αξιοπρέπειά του»
Λίγα μέτρα παρακάτω, ο κύριος Χ. (δεν ήθελε να δώσει τα στοιχεία του) κάνει ένα διάλειμμα από το καθημερινό συσσίτιο που λαμβάνει από τον Δήμο Αθηναίων και περιγράφει στην «Αυγή» με τρεμάμενη φωνή τον Γολγοθά που ζει τα τελευταία χρόνια. «Σπούδασα Νομική και Φιλοσοφία στο Λονδίνο και επέστρεψα στην Ελλάδα για να βρω δουλειά. Για κακή μου τύχη το ΔΙΚΑΤΣΑ -ΔΟΑΤΑΠ δεν αναγνώρισε τα πτυχία μου. Τα θεωρεί υποδυέστερα επειδή είναι τριετούς φοίτησης. Χωρίς δουλειά, έμεινα στο περιθώριο. Μου έκαναν έξωση επειδή αδυνατούσα να καλύψω το νοίκι. Η ζωή μου βαδίζει από το κακό στο χειρότερο...». Τα βράδια τα περνάει σε ένα άδειο σπίτι που έχει βρει και ζει με τον φόβο μήπως επιστρέψει ο ιδιοκτήτης. «Το προτιμώ από το να παίζω κορώνα γράμματα τη ζωή μου έξω, σε παγκάκια και κάτω από γέφυρες». Όσον αφορά την ιατροφαρμακευτική του περίθαλψη, απλώς παρακαλάει να μην πάθει κάτι. Η απελπισία του εκφράζεται σε κάθε λέξη που ξεστομίζει. Ο ίδιος, στα 58 του πια, προσπαθεί να μαζέψει χρήματα για να πάρει ένα εισιτήριο χωρίς επιστροφή για το εξωτερικό. « Ο Έλληνας έχει χάσει την αξιοπρέπειά του. Αυτό που ζούμε είναι μία ντροπή, μία ντροπή για την Αθήνα και την Ελλάδα...».
Συνταξιούχος με 360 ευρώ...
Τον δικό του αγώνα για επιβίωση δίνει ο κ. Αλέξανδρος, ο οποίος στα 78 του χρόνια παλεύει με την πενιχρή σύνταξη των 360 ευρώ. «Δεν μπορώ να τα βγάλω πέρα. Τα τελευταία τέσσερα χρόνια έρχομαι κάθε μέρα στο συσσίτιο του δήμου, δεν υπάρχει άλλη λύση», λέει απογοητευμένος. Ακόμα και τα τρόφιμά του τα προμηθεύεται σχεδόν αποκλειστικά από κοινωνικά παντοπωλεία. Η μοναδική του παρηγοριά είναι ότι δεν πληρώνει νοίκι, καθώς κάποιος συγγενής τού έχει παραχωρήσει μία γκαρσονιέρα. Παρόλα αυτά, δεν βλέπει φως στο τούνελ. «Δεν ξέρω τι πρόκειται να γίνει, δεν είμαι καθόλου αισιόδοξος για το μέλλον μου. Για να είμαι ειλικρινής, δεν ξέρω τι μου ξημερώνει η επόμενη μέρα, φοβάμαι το αύριο».
«Ο Έλληνας έχει χάσει την αξιοπρέπειά του»
Λίγα μέτρα παρακάτω, ο κύριος Χ. (δεν ήθελε να δώσει τα στοιχεία του) κάνει ένα διάλειμμα από το καθημερινό συσσίτιο που λαμβάνει από τον Δήμο Αθηναίων και περιγράφει στην «Αυγή» με τρεμάμενη φωνή τον Γολγοθά που ζει τα τελευταία χρόνια. «Σπούδασα Νομική και Φιλοσοφία στο Λονδίνο και επέστρεψα στην Ελλάδα για να βρω δουλειά. Για κακή μου τύχη το ΔΙΚΑΤΣΑ -ΔΟΑΤΑΠ δεν αναγνώρισε τα πτυχία μου. Τα θεωρεί υποδυέστερα επειδή είναι τριετούς φοίτησης. Χωρίς δουλειά, έμεινα στο περιθώριο. Μου έκαναν έξωση επειδή αδυνατούσα να καλύψω το νοίκι. Η ζωή μου βαδίζει από το κακό στο χειρότερο...». Τα βράδια τα περνάει σε ένα άδειο σπίτι που έχει βρει και ζει με τον φόβο μήπως επιστρέψει ο ιδιοκτήτης. «Το προτιμώ από το να παίζω κορώνα γράμματα τη ζωή μου έξω, σε παγκάκια και κάτω από γέφυρες». Όσον αφορά την ιατροφαρμακευτική του περίθαλψη, απλώς παρακαλάει να μην πάθει κάτι. Η απελπισία του εκφράζεται σε κάθε λέξη που ξεστομίζει. Ο ίδιος, στα 58 του πια, προσπαθεί να μαζέψει χρήματα για να πάρει ένα εισιτήριο χωρίς επιστροφή για το εξωτερικό. « Ο Έλληνας έχει χάσει την αξιοπρέπειά του. Αυτό που ζούμε είναι μία ντροπή, μία ντροπή για την Αθήνα και την Ελλάδα...».
Συνταξιούχος με 360 ευρώ...
Τον δικό του αγώνα για επιβίωση δίνει ο κ. Αλέξανδρος, ο οποίος στα 78 του χρόνια παλεύει με την πενιχρή σύνταξη των 360 ευρώ. «Δεν μπορώ να τα βγάλω πέρα. Τα τελευταία τέσσερα χρόνια έρχομαι κάθε μέρα στο συσσίτιο του δήμου, δεν υπάρχει άλλη λύση», λέει απογοητευμένος. Ακόμα και τα τρόφιμά του τα προμηθεύεται σχεδόν αποκλειστικά από κοινωνικά παντοπωλεία. Η μοναδική του παρηγοριά είναι ότι δεν πληρώνει νοίκι, καθώς κάποιος συγγενής τού έχει παραχωρήσει μία γκαρσονιέρα. Παρόλα αυτά, δεν βλέπει φως στο τούνελ. «Δεν ξέρω τι πρόκειται να γίνει, δεν είμαι καθόλου αισιόδοξος για το μέλλον μου. Για να είμαι ειλικρινής, δεν ξέρω τι μου ξημερώνει η επόμενη μέρα, φοβάμαι το αύριο».
εφημ. Αυγή