Γύρω από τα κόμματα παίζεται
ένα επίλογο και αδίστακτο δράμα: Κινήσεις και μετακινήσεις, γυρίσματα,
συγκολλήσεις, συστροφές, άγχη. Η αγωνία πολλών αυτοπροτεινόμενων ή σπρωγμένων
υποψηφίων, κάνει τα χείλη να παίζουν, το μάτι να γυαλίζει, το κινητό να ανάβει.
Πολλοί περιφέρουν την (αζήτητη) αξία τους, τη σκονισμένη σπανιότητα του
συνηθισμένου. Έχουν την ψευδαίσθηση μιας μεγάλης, εγωπαθούς και ρυτιδιασμένης
αυτο-αξίας. Πολλοί, επίσης, επαίρονται ως φορείς μιας ειδικής και σπάνιας
συλλογικότητας: Του δωματίου τους. Άλλοι ξέρουν το μαύρο ψηφοδέλτιο που τους
περιμένει και είτε αποσύρονται με κατάρες για τον ελληνικό λαό, είτε
αποσυντίθενται φοβισμένοι και κίτρινοι σε κανάλια με φώτα νέον, είτε -οι πιο
κανίβαλοι- γίνονται δυσώδεις προς τους συνυποψήφιους.
ΔΙΑΡΚΕΙΣ διαβουλεύσεις,
ιστοί, κρυφές και πλάγιες πιέσεις, προξενιά και διαζύγια. Σε αυτό το κενό από
τις άπειρες ραφές και κρυψίνοα πλεξίματα, οι εκλογές, αν και έχουν μια
παρείσακτη υγεία, φέρουν συγχρόνως και την αρρώστια. Να επαναλειτουργήσουν τα
μαζικά αντανακλαστικά αποχής ή να ξυπνήσουν τη βλακεία των μαζών ή και να
μπουρδουκλώσουν τη συλλογική επιθυμία με τη μαζική βία. Και είναι γεγονός ότι
οι περισσότεροι πολίτες αισθάνονται μίσος π.χ. για τον Παπακωνσταντίνου. Όχι
τόσο γιατί το δικαιούται, όσο γιατί το αξίζει. Επιτρέπεται όμως;
Ο ΕΛΛΗΝΑΣ αριστερός
διαμόρφωσε ένα περίπλοκο και δυσεξήγητο θυμικό κυρίως εξ αιτίας του εμφυλίου.
Βρίσκεται διασπασμένος συναισθηματικά απέναντι στην ορμή του πλήθους, σπάνια
όμως εκφράζει τον πολιτικό θυμό του με τη βία, αν και αισθάνεται βίαια τη βία.
Από την άλλη συγκατανεύει στο ακατάστατο, αποκαθηλωτικό γιούχα εναντίον του
Μπεγλιτικού παχυδερμισμού. Χαίρεται με τα γιαούρτια στον Πάγκαλο- τον αυτονόητα
κακό του θιάσου. Ξεχνώντας ότι αυτός ακριβώς είναι η ανακουφιστική βαθμίδα ενός
πεινασμένου συστήματος. Ο Πάγκαλος δεν είναι ο φορέας του αλλά ο αθροιστής του.
Ο Λογιστής του μαζεμένου κακού. Οι υψηλόφωνοι κυβερνητικοί, κάνουν τη βρώμικη
δουλειά, αλλά πίσω τους κρύβεται μια επικράτεια Κακού. Εικονογραφούν μεν και
εκφωνούν το πρόβλημα, φέρουν χοντροκομμένα την τέλεση, (ο καθένας στον τομέα
του), την χοντρόπετση πολιτική διαχείριση, αλλά δεν είναι οι συντάκτες.
Η ΠΥΚΝΗ έκφραση του
συστήματος είναι διάχυτη και πιο αποκεντρωμένη. Είναι οι μεγάλες και αδιέξοδες
παραδοχές, η αδιέξοδη αειφόρος «ανάπτυξη», ο κρετίνος διαρκής πλουτισμός, η
κακοφορμισμένη, δανειοληπτική νεωτερικότητα. Πυκνή έκφραση του συστήματος είναι
φυσικά και οι κυβερνητικοί τελεστές αλλά είναι και οι εγωιστικοί πόθοι του
πλήθους των οπαδών, είναι η οπαδική κουλτούρα της πλαστικής σημαίας και της
κόρνας που αναδιπλασιάζεται πρωτεϊκά και σήμερα, συχνά δε, κρύβεται ακόμα και
μέσα στη μαζική οργή. Αυτά τα αντιφατικά και δυσδιάκριτα ερμηνευτικά επιθέματα,
κόλλησαν και στο σώμα της Αριστεράς τόσο της κομματικής όσο και της διάσπαρτης.
Είναι τα extension στο άλουστο κεφάλι.
ΔΕΝ ΝΟΜΙΖΩ ότι είναι
ζητούμενο για την Αριστερά, μόνο η εθνική ανεξαρτησία, αλλά και η δημοκρατική
αυτοκυριαρχία. Δεν είναι δικό της αγαθό μόνο η κριτική του συστήματος, αλλά και
η διατύπωση και ιχνογράφηση του «άλλου» πολιτικού και ηθικού πεδίου. Και δεν
είναι επίδικο μόνο η πολιτική τόλμη και το θάρρος αλλά και η σεμνότητα. Ο
ναρκισσισμός και ο επεξεργασμένος αριβισμός είναι εξίσου διαβρωτικά με τον
οικονομισμό του μνημονίου, τον τυχοδιωκτισμό των νεοφιλελεύθερων
πρασινοφρουρών, την τύφλα της ανθυπονομενκλατούρας που διαθέτει ο τόπος μας.
ΥΠΟ ΑΥΤΟΥΣ τους όρους, το
οριακό πολιτικό διάβημα του Δημήτρη Χριστούλα στην πλατεία Συντάγματος,
συγκρούεται και αντιδικεί με το κεντρικό και ατάραχο πρόβλημα που προσπαθώ να
περιγράψω: το εγωπαθές, ιδιοτελές και καριερίστικο κλείσιμο στην αυτοπροβολή,
την αδίστακτη και πολύπλευρη προσαρμοστικότητα , τον πολιτιστικό ρεφορμισμό.
ΠΡΩΤΙΣΤΩΣ η Αριστερά, πρέπει
να είναι αληθινή, όχι κομψή. Πρέπει να ξανακερδίσει όχι μια «εμπορική» πολιτική
σεμνοτυφία, αλλά τη βαθιά ιστορική σεμνότητα, το μέτρο που εγκαθίσταται από
μικρές και μεγάλες διάσπαρτες καθημερινές πράξεις και που συχνά, απολύουμε. Ο
ναρκισσισμός είναι εντέλει η κατοπτρική απόσπαση από το πρόσωπο, ένας
συμβολικός και ταυτοτικός διπλασιασμός, που αποσημαίνει, απονοηματοδοτεί και
εξαφανίζει.
Αναδημοσίευση από την Αυγή