Δευτέρα 9 Απριλίου 2012

Ο Γαλιλαίος και η Αριστερά: ας αποδείξουμε ότι η Γη γυρίζει.


 Του Αλέξανδρου Ζαχιώτη

Κλείνουμε το Γαλιλαίο και τους Ιεροεξεταστές του σ’ ένα δωμάτιο. Είμαστε στο 1615 και ακόμα η ανθρωπότητα δεν έχει γνωρίσει βιομηχανική επανάσταση, μηχανές, αυτοκίνητα, αεροπλάνα, ψυγεία κλπ. Ο Γαλιλαίος στη μια γωνιά να υποστηρίζει ότι η Γη είναι στρογγυλή και γυρίζει γύρω από τον ήλιο και στην άλλη γωνιά οι Ιεροξεταστές να επιμένουν ότι είναι επίπεδη και, προφανώς, το ακλόνητο κέντρο του σύμπαντος.

Κι όμως, ένας έξυπνος και διαβασμένος άνθρωπος δεν κατάφερε να πείσει μια σειρά από κολλημένα μυαλά για το ορθό της θεωρίας του, ενώ κάθε έξωθεν παρέμβαση ήταν αδύνατη. Το παιχνίδι ήταν χαμένο από τα πριν (το ήξερε και ο Γαλιλαίος, και γι’ αυτό φέρθηκε έξυπνα την κρίσιμη ώρα), λόγω αυτού που αργότερα θα ονομαζόταν «συνολικοί κοινωνικοί συσχετισμοί» και που ήταν συντριπτικά υπέρ της Καθολικής Εκκλησίας.


Περνώντας τα χρόνια, όμως, έγινε εν τέλει «κοινή λογική» ότι η Γη γυρίζει, ότι δεν είναι επίπεδη και όλα τα συναφή. Και δεν έγινε αυτό χάρη στην πειθώ του Γαλιλαίου, αλλά χάρη σε ένα επιστημονικό έργο, του οποίου συγκεκριμένη απόληξη ήταν η ηλιοκεντρική θεωρία. Αυτό το έργο συνέδραμε καίρια σε μια επιστημονική επανάσταση, αυτή σε μια τεχνολογική επανάσταση, εκείνη σε μια βιομηχανική, και όλες τους, μαζί με τις αστικές επαναστάσεις, άλλαξαν πλήρως το δυτικό κόσμο, ανεβάζοντας το βιοτικό επίπεδο και καλύπτοντας ανθρώπινες ανάγκες – αν και όχι όλων. Η Εκκλησία προφανώς δε θα μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο και καταδικάστηκε ως αυτό που πραγματικά ήταν: φορέας της συντήρησης και διαχειριστής του φόβου.

Στη θέση του Γαλιλαίου, λοιπόν, ας βάλουμε την Αριστερά. Μια Αριστερά που, απέναντι σε μια θεολογικής φύσεως εμμονή των κυρίαρχων στη νεοφιλελεύθερη ορθοδοξία, επιμένει να βλέπει την κοινωνική πραγματικότητα με τα μάτια των «από κάτω». Μια Αριστερά που, κατά συνέπεια, καταλήγει σε εκ διαμέτρου αντίθετες θέσεις από εκείνες που μπορεί να καταλήξει όποιος αποδέχεται, ρητά ή άρρητα, τους νεοφιλελεύθερους μονόδρομους.

Ολοένα και περισσότερο, λοιπόν, η Αριστερά βρίσκεται μπροστά στη σύγχρονη Ιερά Εξέταση. Καλείται να απολογηθεί, όχι μονάχα για το «καταστροφικό» των θέσεων της για το παρόν και το μέλλον, αλλά και για τα κρίματα του ίδιου του δικομματικού συστήματος. Ζούμε μια άνευ προηγουμένου διαστροφή της πραγματικότητας. Το ζήτημα είναι πώς θα αντιδράσουμε. Θα αποδεχτούμε τους αρνητικούς συσχετισμούς, για να πούμε μετά «κι όμως κινείται» ή θα επιλέξουμε να τους ανατρέψουμε;

Το παράδειγμα του Γαλιλαίου μας δείχνει ότι όταν αναμετρώνται κοσμοαντιλήψεις φτασμένες στα όριά τους, τα πράγματα είναι πάρα πολύ σκούρα. Μπορεί να είναι ασύγκριτα πιο «λογικό» το να προτείνεις τις 100.000 θέσεις εργασίας από το να απελευθερώνεις τις απολύσεις, τη στιγμή που έχεις 1 εκατομμύριο ανέργους. Κι όμως, οι απολύσεις, οι μειώσεις μισθών και η κατεδάφιση του κοινωνικού κράτους θα νοούνται πάντα ως πιο «ρεαλιστικές» και εφαρμόσιμες, άρα «πραγματικές» προτάσεις από εκείνες που προτάσσει η Αριστερά (όσο «πραγματικό» νοούνταν το να πιστεύεις ότι η γη είναι επίπεδη και κέντρο του σύμπαντος). Κι αυτό, ακόμα κι αν οι προτάσεις της Αριστεράς είναι πολύ πιο τεκμηριωμένες και συνεκτικές.

Λέγοντας αυτά, δεν εννοώ ότι η μάχη των θέσεων και των προτάσεων είναι χαμένος χρόνος. Αντίθετα, είναι ένα πολύ σημαντικό όπλο που μπορεί να καταφέρει καίρια χτυπήματα στον αντίπαλο, αποδομώντας τη δική του διαδρομή σκέψης. Tαυτόχρονα, μπορεί να ανοίγει συζητήσεις, να μετατοπίζει τη δημόσια σφαίρα διαλόγου σε μονοπάτια πέραν της ανταγωνιστικότητας και της δημοσιονομικής πειθαρχίας, σε μονοπάτια που καταλήγουν στο απίστευτα «πραγματικό» της φτώχειας, της εξαθλίωσης, της επισφάλειας, της ανεργίας κοκ.

Μαζί με αυτά, ωστόσο, οφείλουμε να αναδεικνύουμε εκείνη την πραγματικότητα των πρακτικών που ξεφεύγουν από τα μέχρι πρότινος συνηθισμένα. Το Σύνταγμα, οι λαϊκές συνελεύσεις, τα δίκτυα αλληλεγγύης κοκ έρχονται να καλύψουν ανάγκες της κοινωνίας μέσα από διαδικασίες εκτός αγοράς, με εναλλακτικές δομές συμμετοχής και συναπόφασης από τα κάτω. Πρόκειται για πρακτικές που, σε τελική ανάλυση, βρίσκονται πολύ πιο κοντά στις αξίες και τις αφετηρίες της Αριστεράς. Βρίσκονται πιο κοντά στη λογική της εναλλακτικής οργάνωσης της κοινωνίας και της υπέρβασης του καπιταλιστικού υποδείγματος, παρά στις συγκεκριμένες απολήξεις των αφετηριών μας σε θέσεις και προτάσεις.

Ας μην ξεχνάμε, από την άλλη, ότι έρχονται εκλογές. Εκλογές κρίσιμες και αποφασιστικές. Η Ιερά Εξέταση φουντώνει. Κι εμείς καλούμαστε να απαντήσουμε. Έχουμε προτάσεις. Έχουμε σχέδια. Σχέδια πραγματικά και άμεσα, όσο πραγματικό και άμεσο είναι το πρόβλημα της αξιοπρεπούς διαβίωσης του κόσμου της εργασίας και της νεολαίας. Κι όμως, πάλι με την πλάτη στον τοίχο, πρέπει να αποδείξουμε γιατί είμαστε κι εμείς από αυτόν τον πλανήτη και ζούμε στην ίδια χώρα, εντός της ίδιας Ερωπαϊκής Ένωσης, σφιγμένοι με το ίδιο οικονομικό ζωνάρι των μνημονίων. Σε αυτή τη μάχη, η πολιτική αρχών και αξιών, για εμάς, δεν είναι θέμα ηθικής υπεροχής έναντι των αντιπάλων μας. Είναι απαραίτητη προϋπόθεση ηγεμονίας εντός της κοινωνίας.

Γινόμαστε ηγεμονικοί όχι προκρίνοντας τη δραχμή έναντι του ευρώ ή τον «αριστερό» πατριωτισμό έναντι του δεξιού, ούτε προσπαθώντας να οικειοποιηθούμε κομμάτια μιας εθνικής αφήγησης «επειδή τα λέει ο λαός». Γινόμαστε ηγεμονικοί όταν οι προτάσεις μας συμβαδίζουν με ένα νέο αξιακό πλαίσιο εντός της κοινωνίας. Όταν είναι ρεαλιστικό το να προτείνεις τις 100.000 προσλήψεις ακριβώς γιατί η συλλογικότητα, η αλληλεγγύη, η συμμετοχή και η δημοκρατία γίνονται «κοινή λογική» των από κάτω.

Ο αστικός κόσμος ταιριάζει με την Ιερά Εξέταση στο παζάρι του φόβου και της τρομοκρατίας. Σήμερα, ωστόσο, έχουμε το πλεονέκτημα ο Γαλιλαίος να μην είναι τόσο απελπιστικά μόνος. Ας ξανασκεφτούμε, λοιπόν, το αν πρέπει να δώσουμε την έξυπνη διπλωματική απάντηση που θα μας γλιτώσει από την πυρά. Ας επιμείνουμε ότι η Γη γυρίζει, κι ας το αποδείξουμε με την πρακτική μας, με τη δημόσια τοποθέτησή μας, με την παρέμβασή μας στους αγώνες, με την οργανική μας σύνδεση με τα κινήματα. Ας το αποδείξουμε, ακόμα-ακόμα, με τον τρόπο που θα δώσουμε την εκλογική μάχη. Ας το αποδείξουμε αμφισβητώντας το παρόν, με το βλέμμα σταθερά στραμμένο στην ανατροπή και την υπέρβασή του