«Ο ακροδεξιός δημόσιος λόγος πολλών κυβερνητικών στελεχών αλλά και η επιλογή προσώπων που έχουν επιφορτιστεί το καθήκον αυτό προδιαγράφουν το σκηνικό της έντασης που θα επιχειρηθεί κατά την προεκλογική περίοδο, αλλά και την πόλωση που αναπόφευκτα θα επικρατήσει».
Η Καθημερινή, η πλέον έγκυρη φωνή της άρχουσας τάξης, έγραψε πρόσφατα ότι «η περίοδος μέχρι την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας αποτελεί το τετράμηνο του διαβόλου». Έχει δίκιο. Η προεκλογική περίοδος έχει αρχίσει, η σύγκρουση θα είναι σκληρή, η κούραση και στα δύο στρατόπεδα, έκδηλη λόγω των συγκρούσεων των τελευταίων χρόνων, παίρνοντας διαφορετική μορφή στο καθένα από αυτά.
Η κυρίαρχη τάξη δίνει έναν υπέρ πάντων αγώνα απέναντι στην πιθανότητα μιας αριστερής κυβέρνησης για πρώτη φορά στην ιστορία του ελληνικού καπιταλισμού.
Η ψήφος εμπιστοσύνης του περασμένου Οκτώβρη ανέδειξε τις δυσκολίες της συγκυβέρνησης να εξασφαλίσει τις 180 απαραίτητες ψήφους, αφού συγκέντρωσε μόλις 155, ενώ οι ανεξάρτητοι βουλευτές αριθμούν 23.
Ο ακροδεξιός δημόσιος λόγος πολλών κυβερνητικών στελεχών αλλά και η επιλογή προσώπων που έχουν επιφορτιστεί το καθήκον αυτό προδιαγράφουν το σκηνικό της έντασης που θα επιχειρηθεί κατά την προεκλογική περίοδο, αλλά και την πόλωση που αναπόφευκτα θα επικρατήσει.
Βορίδης, Άδωνις, Σταμάτης, αντικομμουνιστικές κορώνες άλλων εποχών, εισαγγελείς, εκφοβισμοί για μαζική έξοδο κεφαλαίων αν επικρατήσει ο ΣΥΡΙΖΑ κ.λπ.
Αυτό, φυσικά, στενεύει τη βάση της εκλογικής της πελατείας και εμφανίζει τη ΝΔ όχι σαν κεντροδεξιό κόμμα που αλιεύει και από το κέντρο, αλλά σαν κόμμα της σκληρής Δεξιάς.
Τέτοιου είδους επιλογές οξύνουν την κρίση στη ΝΔ, με πρώτη την Ντόρα Μπακογιάννη να αμφισβητεί ευθέως την πολιτική του Σαμαρά, ενώ ανάλογη στάση κρατούν επιφανή στελέχη της καραμανλικής πτέρυγας.
Από την άλλη πλευρά, το ΠΑΣΟΚ βρίσκεται σε κατάσταση επισήμως κηρυγμένου εμφυλίου πολέμου, με την ηγετική ομάδα να βρίσκεται σε κατάσταση νευρικής κρίσης υπό την πίεση της καθημερινής πλέον αμφισβήτησης. Η παπανδρεϊκή πτέρυγα δεν πρόκειται να στείλει αντιπροσώπους στις οργανωτικές επιτροπές του επικείμενου συνεδρίου της Δημοκρατικής Παράταξης. Ο Χρυσοχοΐδης βρίσκεται σε ανοιχτό πόλεμο με τον Βενιζέλο, ο Παπανδρέου ξεκίνησε από την Κρήτη «πορεία προς το λαό», ενώ διεμήνυσε ότι είναι στα σκαριά η νέα του πολιτική κίνηση, και 4.000 μέλη του ΠΑΣΟΚ δημοσίευσαν κείμενο ανοιχτής αμφισβήτησης της ηγεσίας.
Συνολικά η Κεντροαριστερά μοιάζει με καρυδότσουφλο που μπάζει νερά εν μέσω καταιγίδας. Οι δημοσκοπήσεις την τοποθετούν στο 4%. Δεν ωφελείται δημοσκοπικά ούτε από την εξαφάνιση της ΔΗΜΑΡ, και όλα δείχνουν ότι οδεύει προς την πολτοποίηση στις εκλογές. Το ΠΑΣΟΚ, έχοντας καταστρέψει τις κοινωνικές του συμμαχίες με τον κόσμο της εργασίας λόγω της μνημονιακής του πολιτικής, αποτελεί θλιβερή σκιά του παλιού του εαυτού. Η μόνη του κοινωνική στήριξη περιορίζεται σε ένα μικρό τμήμα ευνοημένων μεσοστρωμάτων. Οι πολιτικές του συμμαχίες εξαντλούνται σε πολιτικές ομάδες τύπου Λυκούδη, Μπίστη, Ψαριανού και σε άθλιες παρέες πανεπιστημιακών που αρθρογραφούν καθημερινά με φανατισμό εναντίον του Δημοσίου, του συνδικαλισμού, των φοιτητών, του ΣΥΡΙΖΑ και πάντοτε υπέρ του συστήματος. Τον υπόλοιπο χρόνο τους αναλίσκονται σε ομφαλοσκοπήσεις ή εσωτερικές διαμάχες. Κακό χωριό τα λίγα σπίτια, ιδιαιτέρως όταν είναι και κακόφημα.
Την ώρα που διαδραματίζονται αυτά, η απόδοση του δεκαετούς ελληνικού ομολόγου τινάχτηκε στα μέσα του Οκτωβρίου στο 9%, το χρηματιστήριο υπέστη μίνι κραχ αποδεικνύοντας ότι όλη η κυβερνητική φιλολογία για έξοδο από το μνημόνιο και δανεισμό από τις αγορές δεν έχει κανένα βάθος, αλλά αποτελεί απλώς φτηνή δημαγωγία.
Η άνοδος αυτή οφείλεται, αφενός, στο γεγονός ότι η Ελλάδα είναι ο πλέον αδύνατος κρίκος και, αφετέρου, στις διακηρύξεις Σαμαρά ότι η χώρα βγαίνει από το μνημόνιο. Σ' αυτό το μπαράζ τεχνητής αισιοδοξίας, η μεν κοινή γνώμη στάθηκε αδιάφορα, οι «αγορές» όμως ένιωσαν ανασφάλεια και έσπευσαν πάραυτα να ξεφορτωθούν τους ελληνικούς τίτλους που είχαν στα χέρια τους, με το γνωστό αποτέλεσμα. Οι εσπευσμένες δηλώσεις υποστήριξης των εκπροσώπων των δανειστών προς την ελληνική οικονομία απέτρεψαν την κλιμάκωση της κρίσης της μαύρης Τετάρτης.
Αυτά οδήγησαν σε δήλωση του πρωθυπουργού προς τις αγορές και τους δανειστές ότι δέχεται την «προληπτική γραμμή στήριξης», δηλαδή ένα ντεπόζιτο οικονομικής στήριξης σε περίπτωση που χρειαστεί, με αντάλλαγμα φυσικά (αφού τίποτα δεν είναι τζάμπα) ένα νέο μίνι μνημόνιο, διαβεβαιώνοντας ότι η Ελλάδα θα συνεχίσει τις μεταρρυθμίσεις, τινάζοντας στον αέρα το κλίμα αισιοδοξίας που η ίδια είχε καλλιεργήσει τους προηγούμενους μήνες.
Ο εκρηκτικός χαρακτήρας των εξελίξεων αυτών καθόλου δεν σημαίνει ότι οι οικονομίες στην ευρωζώνη είναι σε καλή κατάσταση, αντίθετα μάλιστα, όλα δείχνουν ότι θα υπάρξουν αρνητικές εξελίξεις με πρώτη την ατμομηχανή, δηλαδή τη Γερμανία.
Η προσπάθεια της κυβέρνησης να χρεώσει στον ΣΥΡΙΖΑ την πτώση των ομολόγων και του χρηματιστηρίου, μόνο στη σφαίρα της φτηνής προπαγάνδας ή της γελοιότητας μπορεί να ανήκει.
Ο βασικός κορμός της μνημονιακής αφήγησης, με την οποία προσπαθεί να εξασφαλίσει τους 180 ή να κερδίσει τις επόμενες εκλογές, δηλαδή η έξοδος από τα μνημόνια, έχει πληγεί σε σημαντικό βαθμό.
Την ίδια στιγμή, όπως φαίνεται, έχει δημιουργηθεί από μεγάλους επιχειρηματίες ταμείο με σκοπό το χρηματισμό και την εξαγορά ανεξάρτητων βουλευτών, ώστε να ψηφίσουν θετικά για την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας. Η σχετική καταγγελία στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ προκάλεσε τη μήνιν της κυβέρνησης, αλλά και εισαγγελική παρέμβαση. Έχει ενδιαφέρον να παρατηρήσει κανείς ότι μια άλλη μερίδα της κυρίαρχης τάξης αρχίζει να θεωρεί ότι μια κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ θα είναι bussiness friendly και ετοιμάζεται να ρίξει δίχτυα προς εκείνη την κατεύθυνση.
Παράλληλα, μερίδα βουλευτών του ΠΑΣΟΚ τάσσεται υπέρ μιας κυβέρνησης ειδικού σκοπού με συμμετοχή και του ΣΥΡΙΖΑ, ενώ εμφανίζονται δημοσιεύματα που μιλούν για συγκυβέρνηση ΠΑΣΟΚ-ΣΥΡΙΖΑ ή ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ και ταυτόχρονα η κοινή γνώμη βομβαρδίζεται με ονόματα υποψηφίων για την προεδρία της δημοκρατίας.
Είναι φανερό ότι από το καλοκαίρι και μετά υπάρχει μια μαζική μεταστροφή πληβειακών και μικροαστικών στρωμάτων προς τον ΣΥΡΙΖΑ, το μεγαλύτερο κομμάτι των οποίων δεν συμφωνεί με το πρόγραμμά του, στρέφεται όμως προς τα αριστερά καθώς συντρίβεται από τις μνημονιακές πολιτικές (ανεργία, απολύσεις, ΕΝΦΙΑ, βαριά φορολογία, μισθοί πείνας) και δεν βλέπει άλλη εναλλακτική λύση για να αντιμετωπίσει ή τουλάχιστον να εκδικηθεί τους μνημονιακούς. Πρόκειται για μια αναγκαστική συγκατάθεση. Το τμήμα αυτό, που είναι διαφορετικό από το άλλο το οποίο είναι «αριστερό» και συμφωνεί με τον ΣΥΡΙΖΑ ή πιστεύει ότι μια κυβέρνηση της Αριστεράς θα τα βγάλει πέρα, δεν πρόκειται να δώσει πάνω από μια ευκαιρία και θα στραφεί εναντίον του αν αποτύχει ή δεν υλοποιήσει ένα ριζοσπαστικό πρόγραμμα που θα ανακουφίσει οικονομικά μεγάλες κατηγορίες και ιδιαίτερα τους πιο φτωχούς.
Η πορεία αυτή είναι ιδιαίτερα δύσκολο να αντιστραφεί, καθώς τα δύο κόμματα της συγκυβέρνησης έχουν χρεοκοπήσει ηθικά και πολιτικά, τα οποιαδήποτε αναχώματά τους δεν μπορούν να αποτελούν πια εναλλακτική λύση, ενώ η ΔΗΜΑΡ έχει εξαερωθεί και οι ΑΝΕΛ είναι σε καθοδική πορεία. Δεν υπάρχουν αυτή τη στιγμή αξιόπιστες εφεδρείες για την κυρίαρχη τάξη, που βρίσκεται σε κενό στρατηγικής.
Ένα άλλο σενάριο είναι αυτό της αριστερής παρένθεσης, δηλαδή η ανατροπή της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ μετά από μερικούς μήνες και η επαναφορά μνημονιακών κυβερνήσεων και πολιτικών και προς τούτο κινούνται δραστήρια με πολιτικές που θα δεσμεύουν απέναντι στην Τρόικα και τους δανειστές, για να απονευρώσουν την πολιτική της από κάθε ριζοσπαστικό και αριστερό περιεχόμενο, εκθέτοντάς τη στα μάτια της κοινωνίας.
Όλα αυτά όμως πολύ απέχουν απ' το να συγκροτούν μια συγκεκριμένη στρατηγική που να ενώνει όλα τα κομμάτια της κυρίαρχης τάξης «σαν μια γροθιά» απέναντι στην Αριστερά, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η αντίδρασή της δεν θα είναι ισχυρή. Θα είναι σφοδρότατη, τέτοια που θα ξεπερνάει ό,τι έχουμε γνωρίσει ως τώρα από το 1944 και μετά, με εξαίρεση ίσως τη Χούντα.
Όπως μας διδάσκει η Ιστορία, αλλά και η διαλεκτική, τα πράγματα και κατά συνέπεια τα πολιτικά γεγονότα είναι πάντα αντιφατικά. Έτσι, τη στιγμή της μαζικής στροφής προς τα αριστερά, το εργατικό κίνημα βρίσκεται σε ακινησία, το συνδικαλιστικό κίνημα πιο απομονωμένο και δυσφημισμένο από ποτέ, με μοναδική εξαίρεση μεμονωμένους και ηρωικούς αγώνες που δεν καταφέρνουν να συγκροτήσουν μέτωπο με άλλους κλάδους εργαζομένων, ενώ τα κινήματα της νεολαίας βρίσκονται σε ύφεση.
Ο κόσμος της εργασίας βρέθηκε μπροστά στην επίθεση του κεφαλαίου μετά από μια δεκαπενταετία σχετικής οικονομικής ανόδου, συνδυασμένης με κατατεμαχισμό των εργαζομένων και ατομικοποίησης, κυριαρχίας του εργοδοτικού και κρατικού συνδικαλισμού και εν κατακλείδει υποχώρησής του. Ας μην ξεχνάμε επίσης ότι το κίνημα από τη δεκαετία του '90 υποχώρησε όταν, παράλληλα με την ανατροπή του υπαρκτού, οι ιδέες του σοσιαλισμού, της αλληλεγγύης, της Αριστεράς ηττήθηκαν από τον επελαύνοντα νεοφιλελευθερισμό. Έτσι βρέθηκε γυμνό και άοπλο τη στιγμή της μεγαλύτερης επίθεσης του κεφαλαίου εναντίον του. Παρ' όλα αυτά, την τελευταία τετραετία δόθηκαν αγώνες στο δρόμο, έγιναν δεκάδες απεργίες και συγκρούσεις με τις δυνάμεις καταστολής. Η επίθεση και η καταστροφή των δικαιωμάτων δεν σταμάτησαν όμως ούτε λεπτό, πράγμα που ενέτεινε ένα κλίμα απογοήτευσης και παραίτησης, με αποτέλεσμα την παρούσα εικόνα, που ωθεί μεγάλα τμήματα της κοινωνίας να συμμετέχουν όλο και λιγότερο, έχοντας επιλέξει να εκδικηθούν διά της ψήφου όσους τους έφεραν στη σημερινή κατάντια. Αυτή είναι η ουσία της λεγόμενης ανάθεσης, δηλαδή της τάσης να ψηφίσουν ΣΥΡΙΖΑ, περιμένοντας να «καθαρίσει» γι' αυτους, χωρίς όμως να συμμετέχουν ενεργά στους κοινωνικούς αγώνες.
Η ταξική πάλη τους επόμενους μήνες θα διεξάγεται με φόντο μια παρατεταμένη όσο και γεμάτη ένταση προεκλογική περίοδο. Το σκηνικό την άνοιξη του 2015 θα είναι ριζικά διαφορετικό, με μεγάλη πιθανότητα (χωρίς να είναι σίγουρο) να υπάρξει πολιτική ανατροπή. Το κίνημα πρέπει να προσδιορίσει το νέο του ρόλο σε συνθήκες διακυβέρνησης από την Αριστερά, που γενικά δεν μπορεί να είναι άλλος από την προσπάθεια να βαθαίνουν οι τομές και η σύγκρουση με το κεφάλαιο. Το καθήκον, δε, του ΣΥΡΙΖΑ είναι να μην υποχωρήσει από ένα ριζοσπαστικό πρόγραμμα, να συγκρουστεί με τους δανειστές και να μην υποκύψει στους «επαγγελματικούς κινδύνους της εξουσίας». Η ειρωνεία της τύχης (ή της διαλεκτικής) είναι ότι στην πορεία αυτή θα βαδίζουμε υπό το βάρος όλων αυτών των επικίνδυνων αντιφάσεων.
Θοδωρής Φέστας
πηγή: Δελτίο Θυέλλης
left.gr