«Η ταυτότητα της διαδήλωσης καθρεφτίζεται στην ψυχή του ανθρώπου που βρίσκεται πίσω
από το πανό», έγραφε μια σοφή παραίνεση σε έναν ανυπόγραφο στίχο της δεκαετίας του
60.Τότε η κλασική εικόνα ενός πλήθους που πορεύεται σε έναν δρόμο, με τα ανάλογα συνθήματα, διεκδικώντας κάτι από τα πάνω προς τα κάτω, απαιτούσε και το ανάλογο πάθος, σε μια εποχή που η μαχητικότητα και η μαζικότητα αποτυπώνονταν κυρίως σε ασπρόμαυρες φωτογραφίες στις εφημερίδες και σε δυσεύρετα φιλμ που αν είχαν την τύχη γίνονταν αρχειακό υλικό σε μεταγενέστερα ντοκιμαντέρ.
Μπορεί σήμερα με την εξέλιξη της τεχνολογίας, τηλεόραση – διαδίκτυο – κοινωνικά δίκτυα, η εικόνα να παίζει μεγαλύτερο ρόλο στο να παρακινήσει τους ανθρώπους να θέσουν τον εαυτό τους, έστω σε μια πλασματική πολλές φορές θέση μάχης και digital διαμαρτυρίας, όμως η διαφοροποίηση του κινήτρου που έχει ο καθένας για να διαδηλώσει για κάτι παραμένει ίδια. Στο ερώτημα γιατί αγωνίζεται κάποιος ή γιατί διαμαρτύρεται για αυτό και όχι για κάτι άλλο, μπορεί να απαντήσει κανείς με τα ίδια επιχειρήματα που απαντούσε τις προηγούμενες δεκαετίες. Δεν γίναμε σήμερα πιο αδιάφοροι ή πιο ατομιστές. Ίσως αυτή η προσέγγιση να είναι μια υπεραπλούστευση σε ένα πρόβλημα που είναι κατά τη γνώμη μου διαχρονικό.
Γιατί κανείς ενδιαφέρεται για το ατομικό, βάζοντας σε δεύτερη μοίρα το συλλογικό; Γιατί επιλέγει τον καναπέ και το ανάθεμα των πάντων από το να συμμετέχει σε μια συλλογική δράση; Χόρτασε ο κόσμος συνθήματα, θα πει κάποιος, ενώ είναι γνωστό ότι πάντα οι άνθρωποι είναι επιρρεπείς σε αυτά. Είτε οδηγούν στην παραίτηση και στην αδρανοποίηση, είτε παρακινούν ολόκληρες επαναστάσεις. Κάποτε υποστήριξαν ότι ήρθε το τέλος των ιδεολογιών. Άλλοι λένε ότι δεν υπάρχει διάκριση μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς; Ή ότι όλοι οι πολιτικοί είναι ίδιοι. Όμως, η γενίκευση και η απαξίωση ήταν ο κανόνας για τη μεγαλύτερη μερίδα των πολιτών. Και πάντα υπήρχαν αυτοί – οι νευρωσικοί ‐ που τραβούσαν μπροστά και οι άλλοι που ακολουθούσαν. Έτσι είναι δομημένη η ίδια η ζωή μας.
Αλλά αυτός που καταλήγει τελικά να κατέβει στο δρόμο να διαδηλώσει, γιατί το κάνει; Το κάνει μόνο όταν έρθει το πρόβλημα στο κεφάλι του, όταν κάτι απειλήσει την ίδια του την επιβίωση; Και αν οι διαδηλώσεις είναι τζούφιες αυτό γίνεται επειδή το κλασικό μοντέλο των διαδηλώσεων δεν εμπνέει πλέον τους πολίτες που αναζητούν άλλους τρόπους για να εκφράσουν τη διαμαρτυρία τους; Ρητορικά ερωτήματα για κάποιους, απορίες με ουσία θα έλεγα εγώ. Ιδιαίτερα, σήμερα που κατέρρευσαν όλες οι δημοκρατικές κατακτήσεις, αυτόπου οφείλουμε να επιδιώξουμε είναι η χρυσή τομή που θα γεφυρώνει το χάσμα μεταξύ ενός likeστο facebook και ενός μαζικού συλλαλητηρίου που να ξεφύγει από την πανηγυρική μιζέρια στους δρόμους μιας αδιάφορης πόλης.
Και σε αυτή την κατεύθυνση, όπου βασική επιδίωξη είναι να ξανασυναντηθούν οι άνθρωποι στους δρόμους, είναι εντελώς λανθασμένη η πρακτική να εφευρίσκουμε τρόπους να βαθμολογήσουμε την αγωνιστικότητα ή να θέτουμε «αριστερόμετρα» κατά τη γνωστή ρήση ορισμένων. Ή να ψάχνουμε να βρούμε τι έκανε κάποιος στο παρελθόν, αν συμβιβάστηκε, αν πίστεψε σε κάτι που αποδείχθηκε ολέθριο λάθος. Εξάλλου, ακόμη και όσοι υπέγραψαν δήλωση μετανοίας, αποκηρύσσοντας τις ιδέες τους, κάποτε συγχωρέθηκαν.
Από την άλλη είναι τραγική ειρωνεία να βλέπεις ότι ο κόσμος συμμετέχει περισσότερο σε μια λιτανεία και λιγότερο σε μια κινητοποίηση που οργανώνεται για ουσιαστικά ζητήματα της καθημερινότητάς του. Είναι άξιο απορίας ότι κάποτε μια συγκέντρωση υπογραφών για την αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες συγκέντρωσε το ενδιαφέρον τόσου κόσμου, ή ότι γεμίζουν οι αίθουσες με εκδηλώσεις που επενδύουν σε μια κινδυνολογία ή σε απειλές κατά της πατρίδας και της διάσωσης της θρησκείας. Και την ίδια στιγμή είναιάδειες όταν συζητείται η κατάργηση του χαρατσιού της ΔΕΗ ή του ΕΝΦΙΑ ή διοργανώνεται μια μαζική διαμαρτυρία για την έλλειψη νοσοκομειακών δομών σε μια πόλη.
Πρόκειται για μια αντίφαση που ερμηνεύεται ως άμυνα τόσο γιατί ο πολίτης φοβάται υπερβολικά το άγνωστο και το αβέβαιο, όσο γιατί έχει εθιστεί σε μια παθητική στάση να αποδέχεται ως μοιραία την επιβολή των νόμων που οι άλλοι φροντίζουν να θεσπίσουν σε βάρος της ζωής του. Γιατί αρκείται να ακούει για ανάπτυξη και ότι παράγεται πλούτος ενώ κανείς δεν του έμαθε ποτέ ότι σημασία έχει ο τρόπος που διανέμεται αυτός ο πλούτος. Επειδή, δεν γνωρίζει ότι μεγαλύτερη ντροπή είναι να δέχεται κανείς τη φτώχεια ή την ανεργία ως αυτονόητη και να θεωρεί πεταμένα λεφτά τα επιδόματα πρόνοιας ή ανεργίας επειδή αυτός έχει ένα διασφαλισμένο εισόδημα από μια κουτσουρεμένη δουλειά.
Από την άλλη, δεν αρκεί ένα πανό και μια πορεία. Δεν αρκεί να δηλώνει ή να διαδηλώνει κανείς κατά του μνημονίου όταν συγχρόνως δεν είναι αλληλέγγυος με τους συνανθρώπους του. Όπως δεν αρκεί κανείς να θρησκεύει και να μην κάνει πράξει αυτά που ορίζει η πίστη του. Είναι συνήθεις πρακτικές που τις συναντάμε επίσης όταν κάποιος προσφέρει εθελοντική εργασία βοηθώντας να μαζευτούν φάρμακα και τρόφιμα για τους φτωχούς και ανασφάλιστους και δεν τάσσεται ποτέ ενάντια στην απαξίωση του συστήματος υγείας ή δεν αντιπαλεύει τις πολιτικές που οδηγούν στη φτώχεια και την ανέχεια. Όταν αγωνίζεται για την αναβάθμιση της εκπαίδευσης και την ίδια στιγμή θεωρεί ότι η ιδιωτικοποίηση της παιδείας είναι μια λύση και δεν σκέφτεται ότι ήδη το παιδί του καταφεύγει αναγκαστικά στο φροντιστήριο για να διασφαλίσει μια θέση στο πανεπιστήμιο.
Γιατί αν δεν υπάρχει στοιχειώδης πολιτική τοποθέτηση απέναντι σε αυτά τα ζητήματα, τότε πολύ εύκολα μπορεί κανείς να οδηγηθεί σε λανθασμένες στερεοτυπικές στάσεις, όπως να ζητά να φύγουν οι μετανάστες από μια χώρα, γιατί έτσι θεωρεί ότι θα εξαφανιστεί η ανεργία, να καταργηθούν δια νόμου οι αμβλώσεις, να μη δίνεται άσυλο στους πολιτικούς πρόσφυγες, να απελαύνονται οι αλλοδαποί με μολυσματικές ασθένειες, να μειωθούν τα κονδύλια για την εκπαίδευση των αναπήρων και ένα σωρό άλλα αιτήματα που μπορούν κάλλιστα να τεθούν στην ατζέντα ενός κινήματος, χωρίς προσανατολισμό. Αντίστοιχες αντιφάσεις βρίσκουμε και σε οργανωμένες ομάδες που ετεροκαθορίζονται σύμφωνα με μια υπάρχουσα κατάσταση. Για παράδειγμα, η αντιφασιστική πάλη δεν αρκεί να γίνεται στους δρόμους, κάθε φορά που εμφανίζεται μια πρόκληση, αλλά να αποτελεί διαρκές αίτημα αναγνώρισης και εξάλειψης του καθημερινού φασισμού που δεν έχει μόνο μαύρο χρώμα.
Και βέβαια, το να αναγνωρίζουμε τον κοινωνικό αυτοματισμό που στρέφει τον έναν εναντίον του άλλου ή τον άβουλο εναντίων όλων, δεν λέει τίποτα. Η ίδια προβοκάτσια γίνεται συχνά – πυκνά όταν το γιαούρτωμα ενός πολιτικού εξισώνεται αριστοτεχνικά, σε επικοινωνιακό επίπεδο, με την ουσία μια διαδήλωσης ή όταν η επιτυχία μιας συγκέντρωσης εξαντλείται στο δημοσιογραφικό λόγο, στο πόσο επηρέασε την κυκλοφορία μιας πόλης ή αν χαρακτηρίστηκε ειρηνική (sic). Έτσι προβοκάρεται τελικώς η ίδια η συνείδηση του ανθρώπου πίσω από το πανό που θέτει δημόσια ένα αίτημα και αποζητά τη δικαίωσή του.
Εξάλλου, δεν είναι τυχαίο ότι τα μέσα ενημέρωσης προβάλλουν κυρίως τα επεισόδια σε μια διαδήλωση και σχεδόν ποτέ τα αιτήματα των διαδηλωτών, καθιστώντας τον πολίτη που κατεβαίνει στο δρόμο εν δυνάμει επικίνδυνο για τη δημόσια ασφάλεια.
Η αντίσταση του πολίτη απέναντι στην πολιτική που καθορίζει τη ζωή του, πρέπει να αποκτά πολιτικά χαρακτηριστικά. Και δεν εννοούμε κομματικά χαρακτηριστικά. Και ένα αίτημα που έχουν πολλοί, για να εκφραστεί ως συλλογικό θα πρέπει να μάθουν οι πολίτες να λειτουργούν συλλογικά και την ίδια στιγμή όσοι διαμορφώνουν και παρακινούν σε μαζικές διοργανώσεις οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη τους αυτό Το δεδομένο. Γιατί ένα αποτυχημένο κάλεσμα σε μια μαζική συγκέντρωση μειώνει δραματικά το χαρακτήρα και την ουσία μιας αντίστασης ή ακόμη και μιας εξέγερσης. Γιατί το να περιμένουμε να ωριμάσουν οι συνθήκες ή να βρεθούν οι όροι και οι προϋποθέσεις, αν αυτό δεν λειτουργεί ως δικαιολογία, τότε είναι πολύ αργά για δάκρυα.
Θέμης Κωτούλας e-pieria.gr
http://e-pieria.gr/ritorika/6829-sizitontas